Πώς η έρευνα κι η μελέτη του αρχείου του συνθέτη μπορεί ν’ ανοίξει νέους δρόμους στην πρόσληψη του έργου του και τι σημαίνει το «Theodorakis effect» που μοιάζει ν’ απασχολεί όλο και περισσότερο τους ειδικούς.
Ισμα Τουλάτου/ ActionPress
Ενας χρόνος συμπληρώθηκε ήδη απ’ τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη που άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 σε ηλικία 96 ετών. Οι συναυλίες και τ΄αφιερώματα στη μνήμη του που διοργανώνονται αυτές τις μέρες ανά την Ελλάδα -με έμφαση στις πόλεις με τις οποίες ο συνθέτης της «Ρωμιοσύνης» και του «Επιταφίου» συνδέθηκε περισσότερο στο διάβα της ζωής του- έρχονται να τιμήσουν την επέτειο υποδηλώνοντας, ταυτόχρονα, την ισχυρή πρόθεση να μείνει η μνήμη του ζωντανή.
Βασικός πυλώνας και σημείο αναφοράς σ΄αυτή την προσπάθεια είναι αναμφίβολα το πολύτιμο αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο φυλάσσεται στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου το δώρισε ο ίδιος ο συνθέτης το 1997. Θεωρούσε, μάλιστα, την απόφασή του αυτή μία απ’ τις σημαντικότερες της ζωής του, καθώς εξασφάλιζε την αναγκαία συντήρηση του ογκωδέστατου υλικού, αλλά και την πρόσβαση σ΄αυτό των μελετητών και κάθε ενδιαφερόμενου.
Μέσα απ΄αυτό το πρίσμα τι μπορούμε, άραγε, να περιμένουμε απ’ την έρευνα και την περαιτέρω αξιοποίηση του αρχείου Θεοδωράκη στο μέλλον; Εχει τη δυνατότητα ν΄ανοίξει νέους δρόμους ως προς την πρόσληψη του έργου του συνθέτη τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς;
«Πλέον ο Θεοδωράκης αναφέρεται σε διεθνή μουσικολογικά συνέδρια, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε να μελετηθεί ως ένα ποικίλο, πολύπλευρο και ιδιαίτερο φαινόμενο μουσικής και πολιτικής προσωπικότητας» λέει στο Action24Press η Στεφανία Μεράκου, διευθύντρια της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη».
Συνεχίζοντας, η ίδια εξηγεί ότι έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται οι συνθήκες ώστε να καταδειχθεί το γιατί ο Θεοδωράκης είχε αυτή την επιρροή. «Είναι σαφές ότι τώρα προσεγγίζουμε αλλιώς το έργο του σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια που βρισκόταν εν ζωή. Οσο ζούσε ήταν απόλυτα προσβάσιμος σε όποιον ενδιαφερόταν για τη δουλειά του κι ενδεχομένως τόνιζε περισσότερο κάποια πράγματα σε σχέση με άλλα, εξίσου σημαντικά κι ενδιαφέροντα, τα οποία μένουν τώρα ν΄αναδειχθούν μέσω της έρευνας και της μελέτης του αρχείου. Εμείς, ως Μουσική Βιβλιοθήκη έχουμε ήδη αρχίσει -και θα συνεχίσουμε- να οργανώνουμε ομιλίες βασισμένες στο αρχειακό υλικό ενώ κι από πλευράς του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής έχει δοθεί μία υποτροφία για έρευνα στο αρχείο. Θεωρώ ότι στο μέλλον μπορεί να μας περιμένουν εκπλήξεις, είναι πολλά αυτά που δεν γνωρίζουμε τελικά. Ακόμη και μία φωτογραφία μπορεί να σημαίνει χίλιες λέξεις…».
Η κυρία Μεράκου επισημαίνει ότι πλέον παρατηρεί μουσικολόγους να θέλουν να ερευνήσουν το «Theodorakis effect», όπως το χαρακτηρίζει. Το γιατί ο συνθέτης είχε αυτή την απήχηση, τι σήμαινε το πάντρεμα της μουσικής με την ποίηση, το οποίο στάθηκε καθοριστικό στο έργο του. «Ολ΄αυτά τα στοιχεία θεωρώ ότι θα εξηγηθούν πολύ καλύτερα τα επόμενα χρόνια και πιστεύω ότι και ο ίδιος ο Θεοδωράκης, αν ζούσε, θα ήταν πολύ χαρούμενος γι΄αυτό…».
Η διευθύντρια της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης θεωρεί ότι η πολιτική πλευρά του συνθέτη έχει συμβάλει στην προβολή της μουσικής δημιουργίας του. «Το γεγονός ότι την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, για παράδειγμα, εξελίχθηκε σε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα διεθνώς, επέτεινε το ενδιαφέρον για τις συναυλίες του, για τη μουσική του. Γενικά, η μελέτη αυτής της σύζευξης έχει πολλά να δώσει στο μέλλον…».
Μουσική, πολιτική και συμπαντική αρμονία
Η αλήθεια είναι ότι στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη η μουσική και η πολιτική ταυτίστηκαν με τρόπο μοναδικό, αρμονικό θα ’λεγε κανείς καθώς η συμπαντική αρμονία στάθηκε για τον ίδιο σταθερό ζητούμενο – μοιάζει όντως αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τη μία διαδρομή απ’ την άλλη. Ούτε κι εκείνος, άλλωστε, τα κατάφερε.
Οταν το 1985, σε ηλικία 60 ετών, άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου» αντλώντας τον τίτλο από μία οικογενειακή εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του, το έκανε με πρωταρχικό σκοπό ν΄αναφερθεί στην ιστορία των τραγουδιών του: των αγαπημένων αυτών τραγουδιών που εξέφρασαν μοναδικά το συναίσθημα του ελληνικού λαού σε κομβικές στιγμές της ιστορίας του και κέρδισαν πανηγυρικά το στοίχημα με τον χρόνο, κορυφαίο κριτή κάθε δημιουργού.
«Η ιστορία των τραγουδιών μου ταυτίζεται με την ιστορία της ζωής μου. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνω; Να γράψω κατά κάποιον τρόπο τα απομνημονεύματά μου; Οχι! Θα περιοριστώ, αποφάσισα, μόνο στα τραγούδια και σε όσα συμφωνικά βασίζονται σε ποιητικά κείμενα. Ετσι, στο βιβλίο αυτό ο αναγνώστης δεν πρόκειται να μάθει πολλά πράγματα για την υπόλοιπη πλευρά της ζωής μου» έγραφε ο ίδιος.
Ορκιζόταν, μάλιστα, ότι σε ακραίες, μόνο, περιπτώσεις θ΄αναφερθεί σε κάποια δράση εξωμουσική. «Σ’ εκείνες αποκλειστικά που βοηθούν στην κατανόηση του α’ ή του β’ έργου-τραγουδιού, που φωτίζουν την ψυχική και τη συναισθηματική διάθεσή μου. Ετσι, η μουσική κατανοείται καλύτερα. Αυτός, εξάλλου, παραμένει ο κύριος σκοπός. Γιατί έγραψα αυτό το τραγούδι; Σε ποια κατάσταση βρισκόμουν; Ποιες είναι οι επιρροές -όχι μόνο μουσικές- που δεχόμουν εκείνη τη στιγμή;».
Ωστόσο, ο αναγνώστης του ογκώδους πονήματος γρήγορα συνειδητοποιεί ότι ακριβώς αυτή η άλλη πλευρά, η εξωμουσική, είναι τελικά η κυρίαρχη, χωρίς όμως να προδίδεται καθόλου ο αρχικός σκοπός. Αντιθέτως, προβάλλει πιο ξεκάθαρος, πιο κατανοητός. «Ξέρω. Στο σημείο αυτό ορισμένοι αναγνώστες θα κλείσουν το βιβλίο και θα πουν: Ως εδώ και μη παρέκει. Εγώ πήρα το βιβλίο αυτό -το αφήγημα που λέει- γιατί μ΄ενδιαφέρει η μουσική του. Κι αυτός ξεχάστηκε και μου μιλάει για ιστορίες άσχετες. Θα ’λεγα φανταστικές. {….} Τί σόι συνθέτης είσαι εσύ να ταξιδεύεις κάτω από καφάσια, να κλείνεσαι σε γιάφκες και να μας απασχολείς, τέλος πάντων, με πράγματα άσχετα με τη μουσική;». Λυπάμαι, όμως αυτές ήτανε οι σπουδές μου. Και νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσω την αφήγηση στο ίδιο στυλ, γιατί μόνο έτσι μπορεί, όχι μόνο εσείς, αλλά κι εγώ ο ίδιος να εξηγήσω τη μουσική μου.
Γι΄αυτό, να μη βλέπουμε τόσο τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά ας φανταζόμαστε πιο πολύ τις ψυχολογικές και άλλες συνέπειες που ασφαλώς έχουν διαμορφώσει τον ψυχικό, συναισθηματικό και διανοητικό κόσμο, που χρησιμεύουν σαν χώμα για να φυτευθούν τα άνθη της μουσικής. Δεν λέω ότι επειδή έζησα αυτά τα γεγονότα έπρεπε να γράψω αυτή τη μουσική. Λέω ότι για να γράψω αυτή τη μουσική έπρεπε να ζήσω αυτά τα γεγονότα. Το πράγμα φαντάζει όμοιο, όμως στο βάθος είναι αντίθετο. Εξαρτάται πού τοποθετείς τον εαυτό σου…»