Το φαινόμενο του «overtourism» που οδηγεί στην καταστροφή της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος, στην ανυπόφορη καθημερινότητα των κατοίκων, αλλά και στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος – Πώς αντιμετωπίζουν οι πόλεις το πρόβλημα.
Σπύρος Χριστόπουλος/ ActionPress
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι έχουμε βιώσει κάποιου είδους «στρίμωγμα» σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, κυρίως το καλοκαίρι. Απ’ τη «ρουφηξιά» της ανάσας του διπλανού, απόρροια της ύστατης μάχης της πετσέτας στην παραλία, μέχρι την ονειρώδη εκείνη βουτιά στα κρυστάλλινα νερά μιας εξωτικής, απομονωμένης παραλίας που καταλήγει όμως εφιάλτης απ’ το ντίζελ των σκαφών και τις ορδές των τουριστών. Οταν αυτός ο συνωστισμός επαναλαμβάνεται απ’ το φαγητό και το ποτό μέχρι την κάθε είδους βόλτα, προφανώς δεν μιλάμε για απόλαυση και διακοπές.
Μιλάμε για μια «διεστραμμένη» μορφή τουρισμού, γνωστή και ως «overtourism», ένα φαινόμενο που λόγω της μαζικότητας του πλήθους και της συνεχούς ροής επισκεπτών σε ένα μέρος, έχει ως συνέπεια όχι μόνο να καταστρέφεται η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος, αλλά και να καθίσταται ανυπόφορη η καθημερινότητα των κατοίκων, να υποβαθμίζεται το περιβάλλον και να αλλοιώνεται το τοπίο σε τέτοιον βαθμό που να απειλείται ακόμα και ο χαρακτήρας του.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό σε πολλούς κορυφαίους προορισμούς παγκοσμίως που υποφέρουν από «overtourism», οι μόνιμοι κάτοικοι να αναγκάζονται να φύγουν είτε διότι δεν μπορούν να ζήσουν σε αυτό το χάος, είτε επειδή δεν αντέχουν οικονομικά το κύμα της ακρίβειας σε ενοίκια, υπηρεσίες και προϊόντα.
Αντίστροφη μέτρηση
Σε μία προσπάθεια να αντιστραφεί αυτή η προβληματική εικόνα σε έναν κλάδο που συνεισφέρει περίπου το 10% στο παγκόσμιο ΑΕΠ και μία στις δέκα θέσεις εργασίας, πολλές πληττόμενες περιοχές (αστικές, αγροτικές, παράκτιες ή νησιά) αρχίζουν και λαμβάνουν ολοένα και πιο δραστικά μέτρα, με απώτερο στόχο όχι να αποκλείσουν τις πόλεις τους απ’ τους επισκέπτες, αλλά να τους διαχειριστούν αποτελεσματικότερα.
Αλλωστε και παρά τις αντιδράσεις που έχουν καταγραφεί σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο -π.χ. σε Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία- για την ασφυξία του μαζικού τουρισμού, το βασικό επιχείρημα μπορεί να συνίσταται στο ότι «δεν θέλουμε περισσότερους τουρίστες», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλουν λιγότερους.
Είναι πολύ δύσκολο να αγνοήσει κανείς μία βιομηχανία που το 2019 (προ της πανδημίας του κορονοϊού) απέφερε 9,63 τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια οικονομία και 5,81 τρισ. δολάρια το 2021, νούμερα που αν όχι φέτος, τουλάχιστον το 2023 εκτιμάται ότι θα ξεπεραστούν.
Το παράδειγμα της Βενετίας
Για την καλύτερη διαχείριση των τουριστών της (υπολογίζονται σε 38 εκατομμύρια ετησίως), η Βενετία, η οποία πρωτοστατεί εδώ και χρόνια στις διαμαρτυρίες κατά του ανεξέλεγκτου τουρισμού, θα επιβάλει απ’ τις 16 Ιανουαρίου 2023 έναν «κεφαλικό φόρο» ύψους 3 με 10 ευρώ στους ημερήσιους επισκέπτες της. Είναι η πρώτη φορά που μία πόλη λαμβάνει ένα τόσο δραστικό μέτρο, το οποίο επί της ουσίας ζητεί από τους τουρίστες να «προγραμματίζουν» την παρουσία τους μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος κρατήσεων (οι λεπτομέρειες για τον μηχανισμό θα γίνουν γνωστές το φθινόπωρο).
Απ’ το μέτρο αυτό θα εξαιρούνται οι κάτοικοι, οι ιδιοκτήτες σπιτιών κι επιχειρήσεων, τα παιδιά κάτω των 6 ετών και τα άτομα με αναπηρία, οι επισκέπτες για ιατρικούς, αθλητικούς ή πολιτιστικούς λόγους, όσοι θέλουν να επισκεφτούν συγγενείς τους αλλά θα πληρώσουν όλοι εκείνοι οι τουρίστες που θα διανυκτερεύουν έστω και για μία νύχτα στην πόλη. Οσοι κατά τη διάρκεια των ελέγχων βρεθούν παράνομοι, θα είναι αντιμέτωποι με ένα πρόστιμο ύψους 50 έως 300 ευρώ.
Tα έσοδα
Τα έσοδα θα διατεθούν για τη μείωση των δημοτικών φόρων, οι οποίοι λόγω της τεράστιας επιβάρυνσης που δέχεται η πόλη, είναι ιδιαίτερα αυξημένοι σε σχέση με την υπόλοιπη Ιταλία. Οι τουρίστες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα και ανέμελα, αλλά οι κάτοικοι -τα τελευταία έξι χρόνια ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί από 67.000 σε 50.000- είναι αυτοί που πληρώνουν τους φόρους για τη συντήρηση των υποδομών.
Με αυτή την ελεγχόμενη κυκλοφορία, οι αρχές ευελπιστούν αφ’ ενός ότι θα γνωρίζουν τον αριθμό των επισκεπτών και άρα θα μπορούν να προσαρμόζουν τη λειτουργία της πόλης κάνοντας μία καλύτερη κατανομή πόρων και δυνάμεων, αφ’ ετέρου θα μπορούν να παρέμβουν και να αποτρέψουν τυχόν φαινόμενα συνωστισμού, ανακατευθύνοντας μέρος του κόσμου σε λιγότερο επιβαρυμένα σημεία.
Πάντως, το πρώτο μέρος στην Ιταλία που επέβαλε «φόρο» στους ημερήσιους επισκέπτες του ήταν το 2013 το χωριό Civita di Bagnoregio, το οποίο ζητούσε 1,5 ευρώ ανά άτομο (σήμερα είναι 5 ευρώ) με απώτερο στόχο να προστατεύσει την περιοχή αλλά και να προσφέρει μία όσο το δυνατόν καλύτερη τουριστική εμπειρία.
Μέτρα παντού
Ο μαζικός τουρισμός έκανε την εμφάνιση του ήδη απ’ τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ωστόσο, η δραστική μείωση της τιμής των αεροπορικών εισιτηρίων, η αύξηση των εισοδημάτων και οι φτηνότερες ευκαιρίες διαμονής (π.χ. Airbnb) είχαν ως αποτέλεσμα, το πρόβλημα να πάρει ακραίες διαστάσεις και να εξαπλωθεί σε πολλούς προορισμούς (Βερολίνο, Πράγα, Χονγκ Κονγκ, Μπέλφαστ, Ρίο ντε Τζανέιρο, Βαρκελώνη, Σανγκάη, Αμστερνταμ, Ρέικιαβικ και Ντουμπρόβνικ είναι μερικές απ’ τις πόλεις που υποφέρουν από overtourism).
Ηδη σε πολλές πόλεις εφαρμόζονται μέτρα. Για παράδειγμα στη Βαρκελώνη των 30 εκατομμυρίων τουριστών ετησίως και των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ τουριστικών εσόδων έχει απαγορευτεί η κατασκευή νέων ξενοδοχείων στο κέντρο και στις πιο «ευπαθείς» τουριστικά περιοχές, απ’ όπου άλλωστε έχουν απομακρυνθεί και τα τουριστικά λεωφορεία.
Αντίστοιχα μέτρα έχουν ληφθεί και στο Αμστερνταμ (19 εκατομμύρια επισκέπτες το 2018 με έσοδα πάνω από 6 δισ. ευρώ), όπου οι αρχές έχουν αποφασίσει να διακόψουν κάθε μορφή προβολής της πόλης, τη στιγμή που εκτιμάται πως οι τουρίστες συνολικά στην Ολλανδία θα εκτοξευτούν στα 40 εκατομμύρια έως το 2030.
Στα όρια
Στο Βερολίνο -και συγκεκριμένα στη συνοικία Κρόιτσμπεργκ- έχει απαγορευτεί στους επισκέπτες να σέρνουν τις βαλίτσες με τα ροδάκια στον δρόμο για τη διαφύλαξη της ψυχικής υγείας των κατοίκων, στη Ρώμη όποιος κάθεται στα περίφημα Ισπανικά Σκαλιά κι ετοιμάζεται για ένα μίνι «πικνίκ» κινδυνεύει με πρόστιμο 400 ευρώ, ενώ στο Κιότο της Ιαπωνίας όποιος γίνει αντιληπτός να φωτογραφίζει μια γκέισα, χωρίς τη συγκατάθεσή της, θα πληρώνει 92 δολάρια ως πρόστιμο.
Πέρα όμως απ’ τις περιπτώσεις που αφορούν την εύρυθμη λειτουργία των πόλεων και την ομαλή διαβίωση των κατοίκων, υπάρχουν και παραδείγματα πραγματικά οριακά. Οπως στη Σαντορίνη, των 15.000 κατοίκων, των 2 εκατομμυρίων τουριστών και των μόλις 76 τετραγωνικών χιλιομέτρων, όπου στο peak της σεζόν όλες οι υποδομές – απ’ το οδικό δίκτυο και την ύδρευση μέχρι τα απορρίμματα- είναι «στο κόκκινο». Μπορεί η απόφαση για έναν ανώτατο αριθμό ημερήσιων επισκεπτών απ’ τα κρουαζιερόπλοια να συνέβαλε στη μείωση της πίεσης, αλλά είναι τόσο έντονη η ανησυχία για την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την εικόνα του νησιού που ούτε το 1 δισ. ευρώ έσοδα δεν μπορούν να την κρύψουν.