Ο τομεάρχης Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Δυτικής Αττικής επιμένει στη δήλωση του πως η Αθήνα ψεύδεται και συνεχίζει να στέλνει «βαρύ οπλισμό» στην Ουκρανία και μάλιστα, χωρίς την έγκριση ΚΥΣΕΑ, τη συμμετοχή του ΥΠΕΞ και την τήρηση των κανονισμών. Στη συνέντευξή του στο Action24Press επισημαίνει την ανάγκη χάραξης μιας νέας εθνικής στρατηγικής στα εθνικά ζητήματα
Συνέντευξη στον Βαγγέλη Παπαδημητρίου για το ActionPress
Απαιτείται ψυχραιμία απέναντι στις προκλήσεις της Τουρκίας τονίζει στο Action24Press ο Γιώργος Τσίπρας και ασκεί κριτική στις «ακραίες» δηλώσεις του Ελληνα υπουργού Εθνικής Αμύνης πως «πλησιάζουμε επικίνδυνα στα όριά μας, στα όρια της εγκράτειας και της υπομονής μας»… Ταυτόχρονα χαρακτηρίζει καλοδεχούμενες τις εκλογές και πιστεύει στην επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, αμφισβητώντας ευθέως τις δημοσκοπήσεις.
-Σε πρόσφατη δήλωση σας κάνατε λόγο για «σημαντικό και βαρύ οπλισμό» που στέλνουμε ως χώρα στην Ουκρανία. Υπάρχουν στοιχεία; Διαφωνείτε να συνεχιστεί η βοήθεια;
Στοιχεία υπάρχουν και τα γνωρίζουν οι πάντες. Το ερώτημα είναι γιατί η κυβέρνηση κρυβόταν και συνεχίζει να κρύβεται τέσσερις μήνες τώρα, λέγοντας μάλιστα ψέματα ότι δεν σκοπεύει να στείλει άλλον οπλισμό πέραν της πρώτης παρτίδας. Το γεγονός ότι πληροφορούμαστε σημαντικές επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης από ξένους αξιωματούχους, τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ ή το Γερμανό Καγκελάριο ή από ουκρανικά δημοσιεύματα, καταρρίπτει το επιχείρημα της επίκλησης λόγων ασφάλειας και εκθέτει την κυβέρνηση. Επίσης οι διαβεβαιώσεις ότι η αποστολή βαρέως οπλισμού δεν επηρεάζει την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας είναι το λιγότερο «επικοινωνιακές» και το λέω με κάθε επίγνωση αυτού που λέω.
Η βοήθεια στην Ουκρανία, πέραν της κατηγορηματικής καταδίκης της ρωσικής εισβολής και της συμμετοχής στις κυρώσεις, έπρεπε να περιοριστεί σε κάθε είδους ανθρωπιστική βοήθεια και πολιτική συνδρομή. Επειδή συχνά ακούγεται το επιχείρημα «τι θα θέλαμε να γίνει σε ενδεχόμενη κρίση με την Τουρκία», απαντώ ευθέως ότι θα ήμασταν ικανοποιημένοι εάν υπήρχε ρητή καταδίκη της πλευράς που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και επιβολή κυρώσεων, κάτι που δεν έχουμε δει σε πολλές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια. Αυτό είναι που απαιτούμε καταρχάς από τους συμμάχους και εταίρους. Στα υπόλοιπα τα καταφέρνουμε και μόνοι μας. Η στρατιωτική συνδρομή εξασφαλίζεται με τις ιδιαίτερες διακρατικές συμφωνίες αμοιβαίας συνδρομής που πρέπει να συνάπτει η Ελλάδα. Η ελληνοαμερικανική συμφωνία δεν είναι δυστυχώς μια από αυτές. Ταυτόχρονα υποβάλλεται η αυταπάτη ότι όσο περισσότερο εμπλεκόμαστε στον πόλεμο της Ουκρανίας τόσο περισσότερο εξασφαλίζουμε μια θετική στάση των συμμάχων σε ενδεχόμενη κρίση με την Τουρκία. Δυστυχώς πρόκειται για παιδαριώδη, αφελή αντίληψη και το χειρότερο είναι ότι το γνωρίζουν και οι ίδιοι που υποβάλλουν τέτοιες αυταπάτες.
Η εμπλοκή σε έναν πόλεμο με την αποστολή οπλισμού και μάλιστα βαρέως οπλισμού είναι μια σημαντική πολιτική απόφαση που δεν μπορεί να λαμβάνεται κυριολεκτικά στο πόδι, χωρίς διαβούλευση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και χωρίς την τήρηση διαδικασιών, απόφαση του ΚΥΣΕΑ, συμμετοχή του ΥΠΕΞ κλπ. Η ίδια η εμπλοκή περιορίζει άλλες δυνατότητες της χώρας όπως η ανάληψη ή συμμετοχή σε πρωτοβουλίες ειρήνευσης. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του κ. Μητσοτάκη έχει ρητά αναφερθεί σε «κόστος» που θα έχει για την Ελλάδα η στάση της στην ουκρανική κρίση. Δεν θα έπρεπε ο ελληνικός λαός να γνωρίζει ποιο είναι αυτό το «κόστος» και με ποιον υπολογισμό θεωρεί η κυβέρνηση ότι καλώς το αναλαμβάνουμε; Φοβάμαι ότι έχουμε μπροστά μας μια ακραία περίπτωση χάραξης μιας ΙΧ εξωτερικής πολιτικής από το Μαξίμου χωρίς να λαμβάνει υπόψη του μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.
-Οι τόνοι στην επιθετικότητα της Τουρκίας δείχνουν να μειώνονται. Τι πιστεύετε ότι συνέβη και υπάρχει μεταστροφή και ποια η εκτίμηση σας για το καλοκαίρι;
Είναι νωρίς να πούμε ότι οι τόνοι από τουρκικής πλευρά πέφτουν. Σε κάθε περίπτωση, η ένταση είναι μια επιλογή Ερντογάν στην οποία δεν έχουμε λόγο να συνδράμουμε πέραν της επίδειξης της αποφασιστικότητας να υπερασπιστούμε την εθνική μας κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, αλλά και της απαίτησης αξιοποιώντας όλα εργαλεία που διαθέτουμε από συμμάχους και εταίρους να κρατήσουν μια διαφορετική στάση αφού πρόκειται για θεμελιώδες ζήτημα εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας για μας.
Ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια από τουρκικής πλευράς συνέχεια οποιασδήποτε μορφής σε ενέργειες επί του πεδίου είναι βέβαιο. Λόγω της εξελισσόμενης κρίσης στην Ουκρανία και της όλης αποσταθεροποίησης, υπάρχουν συγκυριακά περισσότεροι αρνητικοί παράγοντες για μια μεγάλη κρίση που λειτουργούν αποτρεπτικά για την Άγκυρα. Ωστόσο, δεν λειτουργούν αποτρεπτικά προς μικρότερα ενδεχόμενα επεισόδια, ενώ σε κάθε περίπτωση μιλάμε για καταστάσεις που δεν είναι δύσκολο να ξεφύγουν από τους αρχικούς υπολογισμούς.
Για παράδειγμα, το επεισόδιο στα Ιμια ξεκίνησε από ενέργειες πολύ χαμηλής έντασης για να καταλήξει στο τραγικό εκείνο βράδυ, από το οποίο η Ελλάδα βγήκε τελικά ζημιωμένη και αυτό είναι που πρέπει να κρατήσουμε. Συνεπώς, όσο από τη μια πλευρά απαιτείται επίδειξη αποφασιστικότητας στο τι δεν είμαστε διατεθειμένοι να ανεχτούμε άλλο τόσο χρειάζεται εξαιρετική ψυχραιμία και σοβαρότητα στη διαχείριση της ψυχρής έντασης και «μικρών επεισοδίων». Δυσκολεύομαι για παράδειγμα να κατανοήσω σε τι ακριβώς βοηθούν δηλώσεις όπως του έλληνα υπουργού Άμυνας ότι «πλησιάζουμε επικίνδυνα στα όριά μας, στα όρια της εγκράτειας και της υπομονής μας»…
-Ασκείτε ως ΣΥΡΙΖΑ και εσείς προσωπικά δριμύτατη κριτική στη κυβέρνηση για την εξωτερική πολιτική. Δεν πιστεύετε ότι θα πρέπει να υπάρχει μια ενιαία εξωτερική πολιτική που να ακολουθείται από όλες τις κυβερνήσεις;
Έχω υποστηρίξει από το φθινόπωρο του 2019 την ανάγκη χάραξης νέας εθνικής στρατηγικής απέναντι στην κλιμακούμενη και ολοένα και πιο επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι έχουμε απέναντί μας έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της Άγκυρας που ακούει στο όνομα της «Γαλάζιας πατρίδας» και επιδιώκει όχι μόνο την αποτροπή άσκησης και ακρωτηριασμό κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, αλλά απειλεί πλέον ανοιχτά και τον ίδιο τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας στο χώρο του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου. Ακόμη και αν υπήρχαν παλιότερα περιθώρια συνέχισης ενός δόγματος αδράνειας στην εξωτερική πολιτική, τα περιθώρια αυτά δεν υπάρχουν πια εδώ και χρόνια.
Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ανοίγει μια συζήτηση χάραξης νέας εθνικής στρατηγικής, όχι μόνο δεν κινείται στη βάση μιας έστω δικής της στρατηγικής, αλλά ακολουθεί ένα ερασιτεχνισμό στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας» που στις σημερινές συνθήκες μας οδηγεί μαθηματικά σε υποχωρήσεις και ήττες. Ακόμη χειρότερα, ξεκίνησε τη θητεία της με αυταπάτες ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια κάποια απευθείας συνεννόηση σε επίπεδο ηγεσιών και «ρύθμιση» με την τουρκική πλευρά. Το τουρκο-λιβυκό Σύμφωνο και όσα ακολούθησαν το καλοκαίρι του 2020 αλλά και πρόσφατα οι αστείες αλλά επικίνδυνες αιτιάσεις σύνδεσης της άμυνας νησιών μας με την ελληνική εθνική κυριαρχία σε αυτά, αν δείχνουν κάτι, αυτό είναι ότι η ελλειμματική εξωτερική μας πολιτική όχι μόνο δεν περιορίζει αλλά ανοίγει την όρεξη στην Άγκυρα για περισσότερες παράνομες διεκδικήσεις, απειλές και ενέργειες επί του πεδίου. Την ίδια στιγμή, η τελευταία στροφή και περιορισμός της επικοινωνίας με την Αθήνα από την Άγκυρα, εγκυμονεί και αυτή κινδύνους και δεν αποτελεί επιτυχία.
Και μόνον η επιμονή της κυβέρνησης στο μύθο περί «απομονωμένης Τουρκίας» για εσωτερική κατανάλωση, όταν όλα δείχνουν ότι η Τουρκία εκμεταλλεύεται τις διεθνείς εξελίξεις και τη δική μας αδράνεια ενισχύοντας τις θέσεις της και τη διεθνή της ισχύ, είναι εξαιρετικά ανησυχητική για τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης. Η διπλωματική στρατηγική που ακολούθησε το προηγούμενο διάστημα που στηριζόταν κοντόθωρα στον υπολογισμό ότι η πολιτική του δεδομένου και υπάκουου συμμάχου θα εξασφάλιζε μια ευνοϊκότερη αντιμετώπιση της Ελλάδας από τους συμμάχους μας, έχει αποτύχει. Το μόνο που απομένει, και ελπίζω να μην το δούμε και αυτό, είναι η τυχοδιωκτική και ανεύθυνη εκμετάλλευση της έντασης με τη γείτονα εν όψει των εκλογών.
Την κυβέρνηση δεν την ενδιαφέρει μια εξωτερική πολιτική με γνώμονα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας. Μάλλον δεν την ενδιαφέρουν καν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας παρά μόνο τα εφήμερα μικροκομματικά και προσωπικά κέρδη του κ. Μητσοτάκη. Αυτό έκανε άλλωστε και ως αντιπολίτευση. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει για παράδειγμα την κρίση στην Ουκρανία, σε αντίθεση με άλλες χώρες της περιοχής, δεν είναι προϊόν μιας πολιτικής που συνυπολογίζει μακροπρόθεσμες συνέπειες και το ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η χώρα σε αυτή την κρίση, αλλά μόνο τα πρόσκαιρα οφέλη για το Μαξίμου από την όπως-όπως ευθυγράμμιση με τις επιθυμίες των ΗΠΑ. Αυτό δεν αποτελεί χάραξη σοβαρής, ενεργητικής, διεκδικητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Σε τόσο σοβαρά ζητήματα η διαβούλευση με την αντιπολίτευση και επιδίωξη συναινέσεων είναι αδήριτη ανάγκη. Αντί για αυτό το Μαξίμου φαίνεται να αδυνατεί να εξασφαλίσει ακόμη και την ενιαία γραμμή πλεύσης και συνεννόηση στο εσωτερικό της κυβέρνησης.
-Ζητάτε πρόωρες εκλογές. Το λογικό θα ήταν για την αξιωματική αντιπολίτευση που δημοσκοπικά εμφανίζεται να μη κερδίζει, να πραγματοποιηθούν οι εκλογές στο τέλος της τετραετίας…
Έτσι κι αλλιώς, όπως δήλωσε – με όχι σοβαρό τρόπο – ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, θα πηγαίναμε για εκλογές στο τέλος της τετραετίας αλλά για να αποφύγουμε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο θα πάμε σε πρόωρες εκλογές… Συνεπώς το Μαξίμου έχει αποφασίσει να δραπετεύσει από τη διαχείριση μεγάλων προβλημάτων τα οποία έχει απολύτως αποτύχει να διαχειριστεί και προσφεύγει σε εκλογές τώρα για να μειώσει το συσσωρευμένο πολιτικό κόστος που θα πλήρωνε αν πήγαινε σε εκλογές το 2023. Θα το κάνει; Εύχομαι να το κάνει για να έχουμε πολιτική αλλαγή μια ώρα αρχύτερα. Ωστόσο, υπάρχει το καλοκαίρι που μεσολαβεί, και τα καλοκαίρια δεν είναι το δυνατό σημείο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και κυρίως ενδεχόμενα νέα αρνητικά κύματα από την ουκρανική κρίση πριν τις εκλογές, ίσως αλλάξουν και πάλι τους σχεδιασμούς του Μαξίμου.
Σε ότι αφορά τις δημοσκοπήσεις επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια διεθνής και ελλαδική παράδοση πανηγυρικής διάψευσης.