Παρακολουθώντας την κλιμάκωση των τουρκικών απειλών κατά της Ελλάδας τους τελευταίους μήνες εύλογα αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει δρόμος επιστροφής για την Άγκυρα στην κατεύθυνση του σεβασμού του διεθνούς δικαίου ή αν είναι πλέον μονόδρομος μια σύγκρουση με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η απάντηση δεν είναι εύκολη και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι δεν την ξέρει ούτε ο ίδιος ο Ερντογάν. Κι αυτό γιατί είναι προφανές ότι βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι που οδηγεί σε δυο εξίσου «επικίνδυνες» για τον ίδιο κατευθύνσεις.
Γιώργος Κουβαράς/ Action Press
Η πρώτη πιθανή κατεύθυνση είναι η σύγκρουση με την Ελλάδα στο πεδίο. Αυτή στην πραγματικότητα θα σήμαινε – υπό τις παρούσες συνθήκες – σύγκρουση με τη Δύση και το ΝΑΤΟ, που δεν μπορούν να ανεχθούν άλλο ένα μέτωπο στην Ευρώπη και μάλιστα ανάμεσα σε δυο χώρες -μέλη της Συμμαχίας, όταν βρίσκονται σε πόλεμο με τη Ρωσία, λόγω της Ουκρανίας. Σύγκρουση όμως με τη Δύση, για την Τουρκία σημαίνει εσωτερική αναταραχή και πιθανώς διάλυση του τουρκικού κράτους, όπως το ξέρουμε σήμερα.
Η δεύτερη πιθανή κατεύθυνση είναι μια υποχώρηση του Ερντογάν με προσαρμογή στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και επιστροφή σε μια περίοδο σχέσεων καλής γειτονίας με την Ελλάδα, ακόμη και με άμεση προοπτική υπογραφής ενός συνυποσχετικού για την παραπομπή των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μια τέτοια εξέλιξη, θα σήμαινε για την Τουρκία παραίτηση από όλες τις παράλογες και παράνομες διεκδικήσεις της και αναγνώριση ως μιας και μόνης ελληνοτουρκικής διαφοράς την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Για τον Ερντογάν αυτό θα σήμαινε το τέλος των θεωριών της «γαλάζιας πατρίδας» που τον κρατούν πολιτικά ζωντανό εν όψει των εθνικών εκλογών της Τουρκίας στις αρχές του καλοκαιριού.
Εγκλωβισμένος
Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν βρίσκεται αυτή την περίοδο -με αποκλειστικά δική του ευθύνη- εγκλωβισμένος σε μια στρατηγική διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδος, χωρίς αντίκρισμα και χωρίς ρεαλιστική διέξοδο.
Ο τούρκος πρόεδρος ξεκίνησε ως ο ηγέτης του δημοκρατικού, μετριοπαθούς Ισλάμ που θα κατάφερνε να αλλάξει την Τουρκία προς το καλύτερο. Τελικά, εξελίχθηκε σε έναν λαϊκιστή, που απομακρύνει τη χώρα του από τη Δύση, ενισχύει τον θρησκευτικό έναντι του κοσμικού χαρακτήρα τού τουρκικού κράτους και παραβιάζει βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Ο μεγαλοϊδεατισμός του τον οδηγεί σε μια ριψοκίνδυνη στρατηγική μέσω της οποίας προσπαθεί να εκβιάσει την Δύση, ενώ η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Μέσα σε αυτό το παιχνίδι, η Ελλάδα αποτελεί για αυτόν διπλό πρόβλημα: από τη μία τον οδηγεί σε διεθνή απομόνωση, κερδίζοντας την υποστήριξη της Δύσης απέναντι στις διαρκείς τουρκικές απειλές. Και από την άλλη, τον φέρνει σε δύσκολη θέση και στο εσωτερικό, γιατί ο Ερντογάν μπαίνει σε έναν αδιέξοδο ανταγωνισμό επιθετικότητας κατά της χώρας μας με τους πολιτικούς του αντιπάλους, για εσωτερική κατανάλωση, από τον οποίο, τελικά, βγαίνει εκτεθειμένος, γιατί δεν μπορεί να μετατρέψει τις απειλές του σε πράξη.
Στην πραγματικότητα, η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί ουσιαστικά προκάλυμμα των δύσκολων σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Η Άγκυρα επιμένει στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, σε μία περίοδο που είναι σε εξέλιξη ένας πόλεμος στην Ευρώπη και οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ είναι σε de facto εγρήγορση, με αποτέλεσμα η θορυβώδης ενόχληση της με θέμα που έχει λυθεί από τη Συνθήκη της Λωζάνης να μοιάζει ακόμα πιο παράδοξη. Άλλωστε, η παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης δεν είναι ελληνοτουρκική σύμβαση, είναι η ουσιαστική ιδρυτική πράξη της Τουρκικής Δημοκρατίας και ακόμα περισσότερο είναι η πολυμερής και οριστική διευθέτηση των συνόρων μεγάλου αριθμού κρατών στη νοτιοανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, όπως υπενθύμισε πρόσφατα ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Τώρα που έχει γίνει ξανά μεγάλη η σημασία της ευρωαμερικανικής ενότητας και το ΝΑΤΟ δεν είναι πια «εγκεφαλικά νεκρό», όπως έλεγε πριν λίγα χρόνια ο Μακρόν, είναι πολύ δύσκολο για την Τουρκία να συγκρουστεί με τη Δύση και να υπονομεύσει τον βασικό στρατιωτικό της βραχίονα. Το ενδεχόμενο οριστικής απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο την κοινωνική και εθνοτική ενότητα της Τουρκικής Δημοκρατίας. Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς θα καταφέρει ο Ερντογάν να βγει από το αδιέξοδο που ο ίδιος έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του και τη χώρα του.