Η πρόθεση της Τουρκίας να αποκτήσει πυρηνικούς σταθμούς καταγράφεται εδώ και μία τριακονταετία τουλάχιστον.
Ειδικός Συνεργάτης//ActionPress
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το Ακούγιου στην Μερσίνα, σε κοντινή απόσταση από την Κύπρο, είχε επιλεχθεί ως η τοποθεσία για την ανάπτυξη ενός τέτοιου πρότζεκτ.
Το 1998 το Υπουργείο Αιγαίου, επί υπουργίας Ελισάβετ Παπαζώη, ανέθεσε μελέτη για τους κινδύνους που συνεπάγεται η κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού στη συγκεκριμένη περιοχή της Νότιας Τουρκίας. Τα συμπεράσματα ήταν ανησυχητικά καθώς η ζώνη της Μερσίνας είναι ιδιαίτερα σεισμογενής και σε περίπτωση ατυχήματος οι προσομοιώσεις έδειξαν ότι η διασπορά του ραδιενεργού νέφους την Κύπρο, την Ελλάδα και την ευρύτερη Μεσόγειο θα ήταν ταχύτατη.
Το χρονικό του έργου
Οι συνεννοήσεις της Τουρκίας με διάφορες χώρες όπου υπήρχε τεχνογνωσία στην κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων δεν κατέληξαν σε κάτι συγκεκριμένο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Στις 12 Μαΐου 2010, η Ρωσία και η Τουρκία υπέγραψαν μια διακυβερνητική συμφωνία που έδινε το πράσινο φως στην Rosatom, τη ρωσική κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας, για την κατασκευή και τη διαχείριση του πυρηνικού σταθμού Ακούγιου.
Η Rosatom ως ιδιοκτήτρια θα διατηρούσε το 51% των μετοχών του σταθμού, κάτι που διευκρινιζόταν στην αρχική συμφωνία. Επιπλέον, με τη ρωσική ανάληψη χρηματοδότησης, κατασκευής, συντήρησης, και λειτουργίας του έργου συμφωνήθηκε περαιτέρω μεταξύ των μερών ότι ο πυρηνικός σταθμός αξίας 20 δισ. δολαρίων θα περιλαμβάνει τέσσερις αντιδραστήρες και θα έχει συνολική εγκατεστημένη ισχύ 4.800 μεγαβάτ – μέγεθος ικανό να καλύψει περίπου το 10% των αναγκών της Τουρκίας σε ηλεκτρικό ρεύμα.
Το 2013, η ρωσική εταιρεία πυρηνικών κατασκευών Atomstroyexport (ASE), θυγατρική της Rosatom, υπέγραψε σύμβαση προετοιμασίας του poεπιλεγμένου χώρου με τουρκική κατασκευαστική εταιρεία. Η σύμβαση περιλάμβανε κυρίως εργασίες εκσκαφής. Δύο χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 2015, πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή εγκαινίων στο Ακούγιου, σηματοδοτώντας την έναρξη του κύριου έργου κατασκευής των πυρηνικών μονάδων. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, οι εργασίες «πάγωσαν» προσωρινά, λόγω των τεταμένων σχέσεων μεταξύ Ρωσίας-Τουρκίας εξαιτίας της ρίψης ενός ρωσικού μαχητικού αεροσκάφος από τον τουρκικό στρατό.
Ο Πούτιν έσπευσε να διασκεδάσει τις φήμες ότι η Τουρκία έψαχνε για άλλους συνεταίρους ώστε να τρέξει το πρότζεκτ, δηλώνοντας ότι η απόφαση για τη συνέχιση του έργου βασίζεται καθαρά και μόνο σε εμπορικά κριτήρια. Και οι εργασίες συνεχίστηκαν με την Rosatom και την ASE να ξεκινούν τις βασικές κατασκευές τον Μάρτιο του 2018. Βάσει του χρονοδιαγράμματος, η πρώτη από τις τέσσερις μονάδες του πυρηνικού εργοστασίου θα έπρεπε να παραδοθεί και να λειτουργεί πλήρως το 2023, ενώ οι υπόλοιπες να ολοκληρωθούν μέχρι το 2025.
Όμως, σύμφωνα με πληροφορίες, από τη στιγμή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και μετά οι ρωσικές εταιρείες αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα όσον αφορά την προμήθεια βασικού εξοπλισμού με αποτέλεσμα η παράδοση της Μονάδας 1 τον επόμενο χρόνο να θεωρείται αν μη τι άλλο αβέβαιη.
Η Rosatom, η ASE, οι τράπεζες και το Ιράν
Η Rosatom και η ASE βρίσκονταν καιρό στο στόχαστρο των αμερικανικών υπηρεσιών. Από έγγραφα που περιήλθαν σε γνώση του Action24Press προκύπτει ότι ήδη από το 2013 η μονάδα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ έχει δεχθεί στοιχεία για τις συναλλαγές της ASE σε βάθος (τότε) δεκαετίας. Ο λόγος που θεωρούνταν ύποπτες οι συναλλαγές της εν λόγω εταιρείας ήταν το γεγονός ότι υπήρξε πληροφόρηση πως συμμετείχε στην κατασκευή ιρανικού πυρηνικού σταθμού κατά τη διάρκεια των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν.
Όπως φαίνεται στα έγγραφα, μόνο μέσω μίας τράπεζας – κατά τη δεκαετία 2003-2013- η ASE έστειλε και έλαβε περίπου 1,4 «ύποπτα» δισεκατομμύρια δολάρια εντός του ομίλου της Rosatom στον οποίο περιλαμβάνεται αλλά και εκτός προς εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ενεργειακό τομέα. Ανάμεσά στα εμβάσματα όμως εντοπίστηκαν και κάποια προς και από εταιρείες για τις οποίες δεν υπήρχε απολύτως κανένα στοιχείο ότι έχουν πραγματική δραστηριότητα, γεγονός που ήγειρε ακόμα περισσότερες υποψίες για τις δοσοληψίες της. Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει το μπλοκάρισμα κάποιων συναλλαγών της ASE από διεθνείς τράπεζες, δεδομένων των σχέσεων που εμφανιζόταν να έχει με το Ιράν.
Όμως, παρόμοιο «μπλόκο» δεν φαίνεται να μπήκε σε κάποια πιο πρόσφατα εμβάσματα που φέρεται να έφυγαν από τη Rosatom για τον πυρηνικό σταθμό του Ακούγιου. Και αυτό ενώ το κλίμα των διεθνών κυρώσεων κατά της Ρωσίας εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία έχει γίνει ιδιαίτερα ασφυκτικό… Σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, εντός του Ιουλίου 2022 εστάλησαν 5 δισεκατομμύρια δολάρια στην εταιρεία-όχημα για την κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου ενώ αναμένονταν η αποστολή άλλων δύο εμβασμάτων παρόμοιου επιπέδου εντός των επόμενων εβδομάδων.
Με ανακοίνωσή της η Rosatom επιχείρησε να υποβαθμίσει το ζήτημα, αναφέροντας ότι τα ποσά που εστάλησαν ήταν σαφώς μικρότερα. Δεδομένων όμως των πληροφοριών ότι η Rosatom αντιμετωπίζει προβλήματα στις προμήθειες εξοπλισμού από την έναρξη του πολέμου και μετά, τα χρήματα αυτά που κατέληξαν στην εταιρεία-όχημα για την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για να παρακάμψουν αυτές τις δυσκολίες και να βρεθεί ο εξοπλισμός.
Το παζλ πάντως όσον αφορά την Rosatom και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων τόσο προς το σταθμό του Ακούγιου όσο και αλλού, φαίνεται να συμπληρώνεται από τα εξής: Όταν ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα από τις ΗΠΑ τον Μάρτιο, πουθενά δεν αναφέρθηκε η Rosatom. Η κυβέρνηση Μπάιντεν φέρεται να σκέφτηκε να επιβάλει κυρώσεις στη Rosatom, αλλά υποχώρησε μετά από πιέσεις του λόμπι της πυρηνικής βιομηχανίας – στα σχέδια του Μπάιντεν συμπεριλαμβάνεται και η πυρηνική ενέργεια ως μέρος της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια, ανέφερε το Reuters.
Σημειώνεται ότι ο Μπάιντεν αλλά και ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν λάβει γραπτή έκκληση κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου από ουκρανούς ακτιβιστές και ΜΚΟ να εντάξουν τη Rosatom στη λίστα κυρώσεων και να μην δέχονται εισαγωγές πυρηνικών καυσίμων από τη Ρωσία.
Εξάρτηση από τη Ρωσία
Η απάντηση γιατί η Rosatom δεν δέχθηκε κυρώσεις από ΗΠΑ και Ευρώπη μάλλον κρύβεται στους αριθμούς: Από τους 439 πυρηνικούς αντιδραστήρες σε λειτουργία σε όλο τον κόσμο το 2021, 38 βρίσκονταν στη Ρωσία, επιπλέον 42 φέρουν ρωσική τεχνολογία και άλλοι 15 υπό κατασκευή θα φέρουν ρωσική τεχνολογία, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Μάιο από το Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το αποτύπωμα της Rosatom στα πυρηνικά καύσιμα: Η Ευρώπη λαμβάνει περίπου το 20% του ουρανίου της από τη Ρωσία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίζονται στη Ρωσία για το 16% του ουρανίου τους, και επιπλέον 30% προέρχεται από δύο στενούς εταίρους της Μόσχας, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Επίσης, η Ρωσία κατείχε το 40% της συνολικής υποδομής μετατροπής ουρανίου στον κόσμο το 2020 και το 46% της συνολικής ικανότητας εμπλουτισμού ουρανίου στον κόσμο το 2018, σύμφωνα με την έκθεση του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Τελικά, ο μόνος που επέβαλε κυρώσεις κατά της Rosatom και σχετιζόμενων με αυτή εταιρειών, ήταν πριν από λίγες ημέρες η Ουκρανία…