Ενώ οι καύσωνες, οι πλημμύρες και η ξηρασία πληθαίνουν με χιλιάδες θύματα, υπενθυμίζοντας πόσο κοντά στον αφανισμό του περιβάλλοντος βρισκόμαστε, οι βασικοί παραγωγοί των φονικών ρύπων (επιχειρήσεις αλλά και χώρες) πανηγυρίζουν για την «ανάπτυξη» κάνοντας περικοπές στα συμφωνηθέντα μέτρα, αφήνοντας στο έλεος τους λαούς αλλά και τα ζώα.
Σπύρος Χριστόπουλος/ Action Press
Την ώρα που ο πλανήτης πλησιάζει με δραματικούς ρυθμούς στο σημείο εκείνο, από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή από την καταστροφή, οι πετρελαϊκές εταιρείες και η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων έχουν στήσει πάρτι, ανακοινώνοντας κέρδη ρεκόρ.
Το αίτημα των «φτωχών» να αναλάβουν τις ευθύνες τους οι «πλούσιοι» και να πληρώσουν για τη ζημιά που προκαλούν στο κλίμα, έχει διατυπωθεί αρκετές φορές στο παρελθόν (ήδη από το 1991 από το μικρό κρατίδιο του Βανουάτου), αλλά για πρώτη φορά απασχολεί επίσημα τη διάσκεψη Cop27 που πραγματοποιείται φέτος (6 – 18 Νοεμβρίου) στην Αίγυπτο.
Ο ΟΗΕ εκτιμά πως η «χρηματοδότηση» των αναπτυσσόμενων κρατών προκειμένου να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή είναι με 5 με 10 φορές χαμηλότερη από αυτή που απαιτείται (υπήρχε δέσμευση από το 2009 για ετήσια βοήθεια ύψους 100 δισ. δολαρίων από το 2020, αλλά έχει μετατεθεί για το 2023). Μελέτες δείχνουν πως έως το 2030 οι «ευάλωτοι» θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα κόστος – λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων – ύψους 290 με 580 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο μπορεί να εκτοξευθεί στα 1 με 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2050.
Αναφέρεται επίσης πως εάν η παγκόσμια θερμοκρασία αυξηθεί κατά 2,8 βαθμούς Κελσίου έως τα τέλη του αιώνα, τότε το ΑΕΠ των 65 πιο επιβαρυμένων κλιματικά κρατών θα μειωθεί κατά 20% έως το 2050 και κατά 64% έως το 2100. Είναι ενδεικτική άλλωστε η περίπτωση του Πακιστάν, το οποίο το περασμένο καλοκαίρι μέτρησε πάνω από 1.500 νεκρούς και ζημιές άνω των 30 δισ. δολαρίων λόγω των πρωτοφανών πλημμυρών που «έπνιξαν» το ένα τρίτο της χώρας.
Ποιοι μολύνουν
Σύμφωνα με μελέτη του αμερικανικού πανεπιστημίου Νταρτμάουθ του Νιου Χαμσάιρ, οι ΗΠΑ είναι διαχρονικά ο μεγαλύτερος παραγωγός ρύπων, οι οποίοι υπολογίζεται ότι ευθύνονται για περιβαλλοντικές καταστροφές ύψους άνω των 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από το 1990 έως το 2014. Την πεντάδα συμπληρώνουν Κίνα, Ρωσία, Ινδία και Βραζιλία, οι οποίες και αυτές κατηγορούνται για πρόκληση αντίστοιχων ζημιών 4,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων την ίδια περίοδο.
Μέχρι στιγμής οι ισχυροί αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους για τη μείωση των ρύπων ή για την αποζημίωση όσων πλήττονται από τη «δράση» τους, με πολλούς πολιτικούς και ειδικούς να υποστηρίζουν πως ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης θα ληφθούν, μόνο όταν τα πλούσια κράτη θα αρχίσουν να μετρούν – εξαιτίας της – μεγάλο αριθμό θανάτων.
Αν και το περασμένο καλοκαίρι Ευρώπη, ΗΠΑ και Κίνα βίωσαν ένα από τα μεγαλύτερα κύματα ξηρασίας των τελευταίων δεκαετιών, δεν θορυβήθηκαν τόσο ώστε να αλλάξουν δραστικά την περιβαλλοντική τους πολιτική (πάντως στις ΗΠΑ πέρασε νομοθεσία που προβλέπει μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2030), όπως άλλωστε δείχνει και η αύξηση των ρύπων το 2021.
Κέρδη ρεκόρ
Και ενώ οι επιστήμονες προειδοποιούν πως τα χειρότερα για τον πλανήτη έρχονται, οι πετρελαϊκές εταιρίες και η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων ανακοινώνουν έσοδα και κέρδη ρεκόρ. Μόνο για το γ’ τρίμηνο του 2022 η Shell ανακοίνωσε διπλασιασμό κερδών στα 9,2 δισεκατομμύρια δολάρια, η Total Energies κέρδη 9,9 δισ. δολαρίων, η Saudi Aramco κέρδη 42,4 δισ. δολαρίων (αυξημένα κατά 39% σε σχέση με πέρσι) ενώ η ΒΡ έκανε λόγο για υπερδιπλασιασμό των κερδών της, στα 8,2 δισ. δολάρια.
Οι εταιρείες – «γίγαντες» στον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου εκτιμάται πως θα έχουν έσοδα άνω των 4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022 (τα 2 τρισ. δολάρια θεωρούνται «απροσδόκητα» καθώς προήλθαν από τις υψηλές τιμές των καυσίμων), τη στιγμή που υπολογίζεται πως η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων κέρδιζε 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια ημερησίως τα τελευταία 50 χρόνια. Ωστόσο, διάθεση συνεισφοράς για την κλιματική «αποκατάσταση» δεν υπάρχει, παρά το τεράστιο μερίδιο ευθύνης τους για την επιβάρυνση του πλανήτη.
Είναι χαρακτηριστικό πως τα κέρδη τους από το 2000 έως το 2019 ξεπέρασαν τα 31 τρισ. δολάρια, ποσό που θεωρείται 60 φορές υψηλότερο από αυτό που απαιτούνταν για να καλυφθούν οι οικονομικές ζημιές από τις κλιματικές καταστροφές στους πιο ευάλωτους την ίδια περίοδο.
Έρευνα του 2017 ανέφερε πως μόλις 100 εταιρείες ορυκτών καυσίμων ήταν υπεύθυνες για το 71% όλων των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου από το 1988, ενώ οι πέντε μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες της Ευρώπης φέρονται ως υπεύθυνες για την πρόκληση περιβαλλοντικών ζημιών, ύψους 13 τρισ. δολαρίων τα τελευταία 30 χρόνια.
Παγκόσμιο Ταμείο-«ανάσα»
Η ικανοποίηση του αιτήματος να δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο ταμείο, ενδεχομένως υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στο οποίο τα κράτη – ρυπαντές και οι μεγάλες εταιρείες θα συνεισέφεραν ανάλογα με την ευθύνη τους στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, θα ήταν μια τεράστια «ανάσα» για τα πληττόμενα κράτη που δεν έχουν τους πόρους να αντιδράσουν σε αυτές τις βίαιες κλιματικές αλλαγές και να διασφαλίσουν την προστασία του πληθυσμού και των οικοσυστημάτων τους.
Αντίστοιχα θα μπορούσε να λειτουργήσει η καθιέρωση ενός ετήσιου φόρου σε κράτη και επιχειρήσεις ανάλογα με τις ποσότητες ορυκτών καυσίμων που εξορύσσουν ή ενός φόρου που θα επιβάρυνε βιομηχανίες που κάνουν εκτεταμένη χρήση αυτών των καυσίμων, π.χ. αεροπορική βιομηχανία, ναυτιλία (είναι εντυπωσιακό ότι το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται για το 50% των εκπομπών αερίων από τις πτήσεις).
Ότι υπάρχει απροθυμία να βρεθούν αυτοί οι πόροι είναι ξεκάθαρο και οι λόγοι προφανείς. Εάν όμως δίνονταν, θα ήταν μια σημαντική εξέλιξη ηθικής δικαίωσης και υλικής στήριξης όλων εκείνων που «χρεώνονται» τις συνέπειες της «βρώμικης» ανάπτυξης των άλλων, ενώ θα δρομολογούνταν αναγκαστικά και η ταχύτερη μετάβαση προς πιο καθαρές μορφές ενέργειας.
Βέβαια το εάν και κατά πόσο αυτή η ανθρώπινη «συναλλαγή» και ηθική θα έχει αποτέλεσμα για το μέλλον και τη διάσωση του πλανήτη είναι δύσκολο να απαντηθεί, αν και οι επιστήμονες δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα αισιόδοξοι.
Ο λογαριασμός
Έκθεση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ για το 2022 επισημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη διαδρομή για να επιτευχθεί ο στόχος της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου (αύξηση πάνω από αυτό το όριο σημαίνει πως ο μισός πληθυσμός της Γης θα τεθεί σε απειλητικές για τη ζωή του συνθήκες ζέστης και υγρασίας) και ότι αν συνεχιστούν οι σημερινές πολιτικές, οι ρύποι θα αυξηθούν κατά 10,6% το 2030 σε σχέση με το 2010 και η θερμοκρασία κατά 2,8 βαθμούς Κελσίου έως το 2100.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ για να επιτευχθεί ο στόχος αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμούς θα πρέπει να μειωθούν κατά 43% οι εκπομπές αερίων έως το 2030, τη στιγμή πάντως που – σύμφωνα με τη μετεωρολογική Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών – το 2021 όλα τα κύρια αέρια που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ, με τις εκπομπές μεθανίου (ο δεύτερος μεγαλύτερος επιβαρυντικός παράγοντας μετά το διοξείδιο του άνθρακα) να αυξάνονται με πρωτόγνωρους ρυθμούς.
Κάπως έτσι δημοσιεύονται μελέτες, όπως αυτή του Ινστιτούτου Πόντσνταμ για την Κλιματική Κρίση (τον περασμένο Σεπτέμβριο), η οποία πιθανολογεί ότι ενδεχομένως να έχουμε ξεπεράσει τα πέντε επικίνδυνα σημεία, από τα οποία θα αρχίσει το ντόμινο των φαινομένων που καταλήγουν στην καταστροφή του πλανήτη.
Οι αριθμοί της «Αποκάλυψης»
+ 1,15 οC
έχει αυξηθεί η μέση παγκόσμια θερμοκρασία σε σχέση με την προ – βιομηχανική εποχή
Τα 8 τελευταία χρόνια ήταν τα πιο θερμά στην ιστορία
13,7
εκατομμύρια θάνατοι, το ένα τέταρτο ετησίως, προκαλούνται από περιβαλλοντικές αιτίες80.000
μελέτες για το κλίμα δημοσιεύθηκαν την τελευταία 5ετία, μόλις 1.500 από το 1951 έως το 199085%
του πληθυσμού έχει επηρεαστεί από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως και το 80% της χερσαίας έκτασης του πλανήτη
80%
των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αποδίδονται στα κράτη-μέλη της G20216
εκατομμύρια άνθρωποι θα αναγκαστούν να φύγουν από τα σπίτια τους έως το 205058 δισ. τόνους
πάγου λιώνουν κάθε χρόνο1/3
των 18.600 παγετώνων θα έχει λιώσει έως το 2050,