Διαβάζοντας την ιστορία του 12χρονου κοριτσιού από τον Κολωνό δεν μπορεί κανείς παρά να μην καταβληθεί από τρόμο, στενοχώρια αλλά και απορία. Ακόμα περισσότερο, από τη σκοπιά του ειδικού της ψυχικής υγείας, δεν μπορεί παρά να μην επιδοθεί σε όλο και πιο δεινές προσπάθειες να ερευνήσει το φαινόμενο της παιδοφιλίας.
Δάφνη Καλογεροπούλου/ Action Press
Η βαθύτερη κατανόηση των ανθρώπων που έλκονται σεξουαλικά από παιδιά είναι εξαιρετικά σημαντική για την προστασία από τις μακροχρόνιες καταστροφικές συνέπειες της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης.
Η διαταραχή παιδοφιλίας εντάσσεται στην διαγνωστική κατηγορία που ονομάζεται «Παραφιλίες» και χαρακτηρίζεται από την επίμονη σεξουαλική έλξη ενός ενηλίκου προς τα προεφηβικά παιδιά. Βλέπουμε ένα «παρατεταμένο, εστιασμένο και έντονο μοτίβο σεξουαλικής διέγερσης-όπως εκδηλώνεται από επίμονες σεξουαλικές σκέψεις, φαντασιώσεις, σεξουαλικές ορμές ή συμπεριφορές-που περιλαμβάνουν δραστηριότητα με ένα ή περισσότερα παιδιά προεφηβικής ηλικίας».
Λόγω των πιθανών νομικών κινδύνων από τις αυτοαναφορές των θυτών, η πλειονότητα των ερευνών διεξάγεται με συμμετέχοντες που καταλήγουν να εμπλέκονται με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Οι περισσότεροι σεξουαλικοί δράστες είναι άνδρες, αν και οι γυναίκες παραβάτες μπορεί να αντιπροσωπεύουν το 0,4% έως 4% των καταδικασμένων σεξουαλικών παραβατών. Σε αυτό το σημείο πρέπει κανείς να διακρίνει τους ανθρώπους με διαταραχή παιδοφιλίας από τους «ευκαιριακά» παιδόφιλους. Οι πρώτοι δείχνουν έντονη διέγερση στα παιδόφιλα ερεθίσματα και έχουν επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές επαφές ή ορμές προς τα παιδιά. Οι «ευκαιριακά» παιδόφιλοι έχουν λιγότερο εστιασμένη σεξουαλική έλξη για τα παιδιά. Η σεξουαλική τους εμπλοκή μπορεί να εξαρτάται από περιστάσεις, όπως η διαθεσιμότητα ενός παιδιού-θύματος, η χρήση ουσιών ή η δυσκολία σύνδεσης με έναν ενήλικο σεξουαλικό σύντροφο. Σε γενικές γραμμές, οι πάσχοντες από διαταραχή παιδοφιλίας παρακινούνται περισσότερο από την σεξουαλική τους επιθυμία προς τα παιδιά, ενώ οι «ευκαιριακά» παιδόφιλοι χαρακτηρίζονται καλύτερα από την αποτυχία να αναστείλουν τις παρορμήσεις τους.
Βασικά χαρακτηριστικά
Μία σειρά ναρκισσιστικών, ψυχοπαθητικών και μεταιχμιακών χαρακτηριστικών ανιχνεύονται συχνά κατά την ψυχομετρική αξιολόγηση. Επίσης, μια ανασκόπηση ερευνητικών μελετών μεταξύ 1982 και 2001 συγκέντρωσε 4 βασικά στοιχεία:
1) Παρορμητικότητα η οποία καθιστά ανύπαρκτη την παρουσία αναστολών του δράστη
2) Ψυχοπαθητικές τάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τα άτομα με ανεπαρκή ανησυχία για τη βλάβη που προκαλείται σε άλλους, ιδιαίτερα στα νεαρά θύματα. Άλλωστε, η παιδοφιλία παραβιάζει έντονα ταμπού, κοινωνικές επιταγές, καθώς και το ποινικό δίκαιο πράγμα που οι θύτες μοιάζει να μη λογαριάζουν
3) Γνωστικές διαστρεβλώσεις οι οποίες οδηγούν στην παρανόηση των συνεπειών της παιδοφιλικής συμπεριφοράς: Οι δράστες δικαιολογούν την κακοποίηση, εκλογικεύουν τις ορμές τους, επαναπροσδιορίζουν τις πράξεις τους σαν αγάπη και αμοιβαιότητα και εκμεταλλεύονται την εξουσία κι ανισορροπία δύναμης οι οποίες είναι εγγενείς στις σχέσεις ενηλίκου-παιδιού. Άλλες γνωστικές διαστρεβλώσεις περιλαμβάνουν την ιδέα ότι «τα παιδιά είναι σεξουαλικά όντα», ότι ένα παιδί είχε «ανεξέλεγκτη σεξουαλική συμπεριφορά» ή ότι η κοινωνία μαστίζεται από «σεξουαλική προκατάληψη»
4) Εσωστρέφεια. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν οι παιδόφιλοι έλκονται προς τα παιδιά επειδή, όντας ιδιαίτερα εσωστρεφείς, βρίσκουν τη συντροφιά των παιδιών λιγότερο απειλητική από αυτή των ενηλίκων ή αν η εσωστρέφεια /κοινωνική απόσυρση είναι αποτέλεσμα της απομόνωσης που γεννά η σεξουαλική προτίμησή τους και ο φόβος της κοινωνικής αποδοκιμασίας – εχθρότητας.
Τα αίτια εμπλέκουν τόσο βιολογικούς όσο και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Συχνά, μπορεί να σχετίζονται με τη σωματική, συναισθηματική και σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδόφιλου κατά την παιδική του ηλικία ή την παρουσία ενός γονέα με στοιχεία ανάλογης συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τον ψυχαναλυτικό μηχανισμό «ταύτιση με τον επιτιθέμενο» ένας άνθρωπος ο οποίος έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία «εσωτερικεύει-ενδοβάλλει» τον θύτη του στην προσπάθεια να ελέγξει το ίδιο του το τραύμα. Με άλλα λόγια, το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης του ίδιου του παιδόφιλου τον προδιαθέτει για παιδεραστικές τάσεις. Αυτός είναι ένας προτεινόμενος αιτιολογικός παράγοντας που έχει λάβει ισχυρή υποστήριξη στη βιβλιογραφία.
Οι εκτιμήσεις για παιδική σεξουαλική κακοποίηση στο ιστορικό των ίδιων των παιδόφιλων κυμαίνονται από 40% έως 100%. Οι γυναίκες παραβάτες μπορεί να έχουν υποστεί ακόμα ψηλότερη συχνότητα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Επίσης, σημαντικός αριθμός ερευνών υποστηρίζει ότι η κακοποίηση κατά την πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε νευρολογικές – νευροαναπτυξιακές ανωμαλίες που προδιαθέτουν σε παιδοφιλική σεξουαλική επιθυμία.
Στενή παρακολούθηση
Όπως συμβαίνει με κάθε διαταραχή όπου ο πάσχων θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του ή τους άλλους, πολύ περισσότερο στην περίπτωση της διαταραχής παιδοφιλίας, ενδείκνυται η άμεση παραπομπή σε κλειστό πλαίσιο παρακολούθησης προκειμένου να ελεγχθεί ο κίνδυνος της δράσης του παιδόφιλου. Δεδομένων των σοβαρών συνεπειών οποιασδήποτε υποτροπής και της πιθανότητας υποτροπής ακόμη και δεκαετίες μετά την αρχική αξιολόγηση, οι παιδόφιλοι θα ήταν καλό να παρακολουθούνται στενά και μακροπρόθεσμα χρησιμοποιώντας πολλαπλές τεχνικές και προσεγγίσεις σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή.
Δεδομένου του υψηλού ποσοστού κακοποίησης στην παιδική ηλικία, η εξερεύνηση της δικής τους κακοποίησης είναι κάτι απαραίτητο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις στις οποίες ο κίνδυνος υποτροπής είναι υψηλός και ο κίνδυνος για το κοινό προκαλεί σημαντική ανησυχία, μπορεί να ενδείκνυνται αντιανδρογόνα ή και άλλες ορμονικές θεραπείες.
Συμπερασματικά, όσο καταστροφική μπορεί να είναι η δράση ενός παιδόφιλου θύτη, άλλο τόσο ευεργετική μπορεί να είναι η επαφή ενός παιδιού με έναν ευαισθητοποιημένο και καλά ενημερωμένο ενήλικο.
Η κακοποίηση μπορεί να προληφθεί όταν μπορεί κανείς αφουγκραστεί τις αγωνίες ενός παιδιού και να εντοπίσει από νωρίς τ’ ανησυχητικά σημάδια δημιουργώντας τις απαραίτητες συνθήκες προστασίας, εμπιστοσύνης κι ασφάλειας προκειμένου το παιδί να ζητήσει βοήθεια.
* H Δάφνη Καλογεροπούλου είναι Ψυχολόγος