Ύστατο χαίρε στην Ειρήνη Παπά

©Eurokinissi

Ο Γιώργος Λιάνης γράφει για τη μεγάλη ελληνίδα ηθοποιό.

Φτάσε φωνή μου εκεί που πρέπει. Για την Ειρήνη μιλάς.

Στο Χιλιομόδι είσαι. Που το δόξασε, δοξάζοντας παντού την Ελλάδα.

            Ειρήνη, είσαι μια Ελληνίδα, που θα μπορούσε να ζήσει σε όλες τις εποχές: Ηλέκτρα, Κλυταιμνήστρα, Ελένη, Ασπασία, Θεοδώρα, Κλεοπάτρα, Μπουμπουλίνα.

            Όλες αυτές, είναι το παλίμψηστό σου, Ειρήνη.

            Ενσωμάτωσες ολόκληρο τον Ελληνικό Πολιτισμό, από τα 12,5 χρόνια σου, από τους καθηγητές γονείς σου, εδώ στο Χιλιομόδιον. Εσύ μου αποκάλυψες πως το όνομα «Χιλιομόδι» σημαίνει: χίλιους τρόπους. Τους βρήκες αυτούς τους τρόπους στη ζωή σου. Αλλά «χιλιομόδιον» ονομαζόταν και ο φρικτός φόρος που πλήρωνε το χωριό, χίλιες μεζούρες, στους Ρωμαίους κατακτητές της Κορίνθου.

            Για εμένα σε εκφράζουν απόλυτα οι στίχοι του Νίκου Εγγονόπουλου: «Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς, / αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά».

            Ήσουν μεγάλη, ελεύθερη, γενναία και δυνατή!

            Η ελευθερία προϋποθέτει να μη λες ψέματα. Κι εσύ δεν είπες ποτέ στη ζωή σου. Γι’ αυτό είσαι το πιο ελεύθερο πλάσμα που γνώρισα.

            Οι ευλογημένες σου πραγματώσεις ήταν πάρα πολλές. Απομονώνω δυο-τρεις: Το ΣΧΟΛΕΙΟΝ, στην οδό Πειραιώς. Θυμάμαι πως υποστήριζες πως η οδός Πειραιώς πρέπει να γίνει το Broadway της Ελλάδας. Όλα σου τα χρήματα, από τις 80 ταινίες, από τις τεράστιες θεατρικές σου επιτυχίες στο εξωτερικό, εκεί τα ακούμπησες. Για να βρίσκουν σπίτι και ζεστασιά, οι σπουδαστές του θεάτρου.

            Το δεύτερο μεγάλο σου επίτευγμα, είναι ότι ήθελες να ενώσεις –και τις ένωσες– τις μεγάλες πόλεις της Μεσογείου με το νήμα του Πολιτισμού και το Αρχαίο Δράμα: Ελλάδα–Ρώμη–Νάπολη–Μαδρίτη–Βαρκελώνη–Λισαβόνα.

            Ήθελες να ενώσεις τα αρχαία ελληνικά θέατρα με όλα τα μέρη της Ευρώπης και με την Καρχηδόνα. «Αυτά είναι», έλεγες, «τα Μακρά Τείχη της Ελλάδας».

            Ειρήνη, με πήρες από το χέρι και ταξιδέψαμε μαζί παντού.

            Σε είδα: Στο Δίον, να χαϊδεύεις τα επιπλέοντα αγάλματα.

            Στο Πισοδέρι, χλωμή και ωραία, να μαζεύεις κλαδιά και άνθη άγρια για τον Επιτάφιο.

Στη Μεγάλη Πρέσπα, στην Παναγία Ελεούσα, να διαβάζεις το Τροπάριο της Κασσιανής, σε μετάφραση του σπουδαίου φίλου σου, του Γιώργου Χειμωνά.

Σε είδα να διαβάζεις το Άσμα Ασμάτων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Νότια Ευρώπη, στη λαϊκή και υπέροχη μετάφραση του Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Σε είδα να κλαις στην Επίδαυρο, πριν από την παράσταση.

Στο Ηρώδειο σε είδα να μάχεσαι τον Δημήτρη Χορν, που δεν ήθελε να παίξεις την Κλεοπάτρα, γιατί σε θεωρούσε λέει, ηθοποιό του κινηματογρά-φου μόνο.

Στην οδό Χοϊδά, στον Λυκαβηττό, να χαϊδεύεις τα χέρια του Βασίλη Φωτόπουλο, που είχε φτιάξει μαζί με τον αδελφό του Διονύση, ένα μακρύ αγιορείτικο τραπέζι, σε ένα υπέροχο σπίτι. Δεν ήθελες να ζήσεις μόνη σου εκεί. Τον πάνω όροφο τον κράτησες για σένα. Τον από κάτω για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Και το ισόγειο το έδωσες σ’ εμένα. Έτσι θεωρούσες τη φιλία: Να ζούμε όλοι μαζί.

Σε είδα στη Ρώμη, να φροντίζεις τους πολιτικούς εξόριστους, να τους δίνεις ρούχα, να τους κοιμίζεις στο σπίτι σου ή στο ξενοδοχείο Οτέλ ντε λα Βιλ. Να τους βγάζεις για φαγητό στα καλύτερα εστιατόρια.

Αλλά, Ειρήνη, πάνω απ’ όλα θα μου μείνεις αξέχαστη να ψάλλεις το «Τη Υπερμάχω» μέσα στην Αγια-Σοφιά, φορώντας έναν κόκκινο χιτώνα, μια κόκκινη καλύπτρα και αψηφώντας τους Τούρκους φρουρούς, που στο τέλος σε περιμάζεψαν, αλλά ήταν αργά.

Θυμάμαι τα λόγια σου στο τζάκι του σπιτιού σου, σταλαγματιές σύνεσης και σοφίας:

«Δεν υπάρχει πουθενά μοναξιά, αφού υπάρχουν ανθρώπινα μάτια».

«Ο κόσμος, όταν δεν μπορεί πια να κλάψει, τραγουδάει».

«Ο σεβασμός με ταπεινώνει. Η αγάπη με εξυψώνει».

Κύριε, δέξου στην αγκαλιά Σου αυτό το πλάσμα, που άνοιξε τα φτερά του εδώ στο Χιλιομόδι και πήγε την Ελλάδα μας στα πέρατα της Οικουμένης.

Κύριε, δέξου στην αγκαλιά Σου αυτό το πλάσμα, που αγάπησε τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το χρώμα, τη φυλή και τη θρησκεία τους.

Κύριε, αγκάλιασε την Ειρήνη, που είχε όραμα το όνομά της. ΕΙΡΗΝΗ. Και μίσησε τον πόλεμο.

Κύριε, το πλάσμα αυτό αντιστάθηκε στους κάθε λογής τυράννους. Αντιστάθηκε σε κάθε δεσποτισμό. Και αν και δεν είχε παιδιά, λάτρεψε τα παιδιά κι έκανε τα πάντα για να λιγοστέψει τον πόνο, τη δυστυχία και τα δάκρυά τους. «Ένα δάκρυ ενός παιδιού, αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο», έλεγε.

Ειρήνη, δεν έπεσε η αυλαία.

Στο φέρετρό σου ακουμπάει όλη η Ελλάδα.

Δέκα εκατομμύρια κεράκια θλίψης από τους Έλληνες σήμερα για σένα.

Και μια λόγχη φωτός χιλιομοδίτικου, μπηγμένη για πάντα στην Ιστορία.

Υ.Γ.      Καθώς επέστρεφα από το Χιλιομόδι στην Αθήνα, σκέφτηκα: «Τι βουβάλα, Θεέ μου, που έγινε η Ελλάδα…» Γύριζα συντετριμμένος από την ταφή και τον επικήδειο που εξεφώνησα μετά από επιθυμία της οικογένειας. Τι ντροπή για την Ελλάδα… Πλην της Λίνας Μενδώνη, της Υπουργού Πολιτισμού και της Σίας Αναγνωστοπούλου, αρμόδιας Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, δεν παρέστη στην τελετή της αποδημίας της Ειρήνης Παπά ούτε ένας, μα ούτε ένας επώνυμος Έλληνας. Απούσα η Πολιτεία. Απόν το κράτος. Απόντες οι διανοούμενοι, ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου, σκηνοθέτες. Στους 400 νοματαίους που μέτρησα, οι 350 ήταν από το Χιλιομόδι και οι άλλοι, τοπικοί αξιωματούχοι και από τα άλλα μέρη της Ελλάδας. Δεν παρέστη καν το Εθνικό Θέατρο, που θα έπρεπε να είναι σύσσωμο εκεί! Αυτό κι αν είναι αχαριστία! Τους χάρισε το ΣΧΟΛΕΙΟΝ, ένα εκπληκτικό συγκρότημα, όπου είχε ακουμπήσει το υστέρημά της, για να έχουν ένα εκπληκτικό θέατρο, αίθουσες για διαλέξεις, εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις, για να έχουν στέγη οι άποροι φοιτητές. Και όλα αυτά, τα έκανε γιατί λάτρευε την Ελλάδα. «Την πρώτη του επάνω κόσμου», όπως έλεγε.

            Θεωρώ κηλίδα στον νεότερο Πολιτισμό μας, το γεγονός ότι τέσσερις γυναίκες Υπουργοί Πολιτισμού, μετά τη Μελίνα, που γνώριζαν πάρα πολύ καλά την Ειρήνη Παπά, δεν παρέστησαν στην τελετή. Ούτε άντρες, φυσικά, παρέστησαν.

            Αν επρόκειτο για την τελετή κάποιου γνωστού τραγουδιστή ή γνωστού ηθοποιού της τηλεόρασης, όλοι θα ήμασταν εκεί. Τα έχουμε δει αυτά. Τρανταχτές κηδείες και τρανταχτά στεφάνια. Στην «άνασσα» όμως του Πολιτισμού μας, τους φάνηκε μακρύς ο δρόμος μέχρι το Χιλιομόδι. Ήταν ένα υπέροχο Σάββατο. Μ’ ένα δροσερό αεράκι, «του Επιταφίου», όπως θα το έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκης. Αλλά φαίνεται ότι όλοι σχεδόν προτίμησαν το μπάνιο, σε κάποια ακτή της Αττικής ή αλλού.

            «Ζούμε στον καιρό των δολοφόνων», όπως έλεγε ο Αρθούρος Ρεμπώ. Των δολοφόνων του Πολιτισμού, θα συμπλήρωνα.

Για να ενημερώνεστε πάντα πρώτοι!

Κάνε εγγραφή στο Newsletter μας και απόκτησε πρόσβαση στα νέα πριν από όλους τους άλλους.