Ο πόλεμος διεξάγεται σε πολλά πεδία, μεταξύ των οποίων είναι το πεδίο της οικονομίας.
Τα οικονομικά αποτελέσματα του πολέμου αποτυπώνονται στο ισοζύγιο πληρωμών κάθε οικονομίας. Το ισοζύγιο πληρωμών αποτελεί ένα στατιστικό πίνακα που καταγράφει στις οικονομικές συναλλαγές (εισροές – εκροές) της εθνικής οικονομίας με τις διεθνείς αγορές. Η ισχύς της εθνικής οικονομίας αποτυπώνεται τόσο στην αγορά χρήματος και κεφαλαίου, όσο και στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών.
Μάριος Ψυχάλης/ActionPress
Στη διεθνή αγορά χρήματος και κεφαλαίου (αγορά συναλλάγματος) η ισορροπία αποτυπώνεται από την συναλλαγματική ισοτιμία, ενώ στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών η ισορροπία αποτυπώνεται στο εμπορικό ισοζύγιο. Τόσο η συναλλαγματική ισοτιμία, όσο και το εμπορικό ισοζύγιο αποτελούν μακροοικονομικούς δείκτες, που αξιολογούν την διεθνή ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας.
Τα αποτελέσματα του διεθνούς εμπορίου (εμπορικό έλλειμμα ή πλεόνασμα) επιδρούν στην συναλλαγματική ισοτιμία (υποτίμηση ή ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος), καθώς το εμπορικό πλεόνασμα οδηγεί σε ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος, ενώ το εμπορικό έλλειμμα σε υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος. Η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας επιδρά στην ευημερία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, καθώς μεταβάλλεται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τα έσοδα των επιχειρήσεων, σε όρους των εισαγόμενων αγαθών. Συνεπώς, όπως απασχολεί τα νοικοκυριά ο κατώτατος μισθός ή τις επιχειρήσεις το μισθολογικό κόστος, αντίστοιχα θα έπρεπε να απασχολεί και η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας έχει οδηγήσει στην ραγδαία υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου και του ρωσικού νομίσματος, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αγοραστική δύναμη των ευρωπαίων καταναλωτών, σε όρους των ρωσικών αγαθών που εισάγονται από την Ρωσία (π.χ. σιτάρι και φυσικό αέριο).
Παράλληλα, τα μέτρα περιορισμού (εμπάργκο) των ΗΠΑ και της ΕΕ στο διεθνές εμπόριο με την Ρωσία και τα αντίμετρα της Ρωσίας έχουν οδηγήσει σε ένα ισχυρό εμπορικό πλεόνασμα την ρωσική οικονομία, καθώς η Ρωσία έχει επιτύχει να δημιουργήσει εναλλακτικές αγορές των ρωσικών εξαγωγών, περιορίζοντας παράλληλα τις εισαγωγές αγαθών από ΗΠΑ και ΕΕ. Ως εκ τούτου, τόσο η ισχυρή ανατίμηση του ρωσικού νομίσματος, όσο το εμπορικό πλεόνασμα της Ρωσίας, δεν επαληθεύουν, ως στιγμής, την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν λάβει η ΕΕ και οι ΗΠΑ.
Παράλληλα η ΕΕ καταγράφει έντονο εμπορικό έλλειμμα κατά τους μήνες που διεξάγεται ο πόλεμος, γεγονός που επαληθεύει ότι το εμπορικό έλλειμμα και η νομισματική υποτίμηση του ευρώ αποτελούν δύο αλληλοτροφοδοτούμενα φαινόμενα.
Πιο έντονες οι επιπτώσεις στην ΕΕ
Τονίζεται δε, ότι οι επιπτώσεις του οικονομικού πολέμου είναι πολύ πιο έντονες για την ΕΕ και το ευρώ, καθώς έχει υποτιμηθεί τόσο έναντι του ρωσικού νομίσματος, όσο και έναντι του δολαρίου. Η υποτίμηση του ευρώ οδηγεί τόσο στην μείωση της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαίων καταναλωτών, όσο και των εσόδων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που έχουν επενδύσει στην διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα (αγαθά με ανελαστική ζήτηση, π.χ. βιομηχανικά προϊόντα), παρά στην ανταγωνιστικότητα τιμής (αγαθά με ελαστική ζήτηση, π.χ. προϊόντα μεταποίησης). Σημειώνεται δε, ότι οι πληθωριστικές πιέσεις εντείνονται λόγω του εισαγόμενου πληθωρισμού (πληθωρισμός κόστους), που προκύπτει από την υποτίμηση του ευρώ.
Η υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου και έναντι του ρωσικού νομίσματος δεν ερμηνεύεται μόνο ως απόρροια της νομισματικής χαλάρωσης (QE & Pandemic QE) που εφάρμοσε η ΕΚΤ, αλλά και λόγω της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από την Ρωσία και τις ΗΠΑ.
Για να επικρατήσει η ΕΕ στον οικονομικό πόλεμο απαιτείται να αναζητήσει εναλλακτικές αγορές των ευρωπαϊκών εξαγώγιμων αγαθών, όπως επίσης να αντικαταστήσει τις εισαγωγές ρωσικών αγαθών, από νέες αγορές, με μειωμένο κόστος. Η υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου από το ακριβότερο φυσικό αέριο των ΗΠΑ, δεν ευνοεί την ΕΕ, αλλά τις ΗΠΑ. Μακροπρόθεσμος στόχος της ΕΕ είναι η ενεργειακή αυτονομία. Σημειώνεται δε, ότι η οικονομία των ΗΠΑ κατά το πρώτο τρίμηνο συρρικνώθηκε, ενώ κατά το δεύτερο τρίμηνο μεγεθύνθηκε οριακά, γεγονός που δημιουργεί τον κίνδυνο ύφεσης, εντείνοντας τον κίνδυνο για το φαινόμενο του «ντόμινο».
Όλα τα ανωτέρω συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις του πολέμου είναι πολυεπίπεδες και αφορούν άμεσα τόσο τις εμπόλεμες χώρες, όσο και την διεθνή οικονομική κοινότητα. Εν τέλει, ως στιγμής, στον οικονομικό πόλεμο η ΕΕ δεν έχει καταγράψει ουσιαστικές επιτυχίες, σε αντίθεση με την πανδημική κρίση, που σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα δημιούργησε πλήθος νέων μηχανισμών και εργαλείων ανάκαμψης, όπως το NGEU και η κοινή έκδοση χρέους.
*Ο Μάριος Ψυχάλης είναι Λέκτορας Δημοσίων Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου