Mπορεί, άραγε, να χωρέσει μία ολόκληρη ζωή μέσα σε έντεκα μόλις ημέρες;
Συνέντευξη στην Ισμα Τουλάτου για την Action Press
Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης απαντά θετικά μέσα απ’ το «Φιλιά, Οσκαρ…», την αριστουργηματική νουβέλα του Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ, η οποία κάνει πρεμιέρα σε λίγες μέρες στο Θέατρο Αθηνών, σε σκηνοθεσία-διασκευή του Τσέζαρις Γκραουζίνις. Ο 10χρονος Οσκαρ ζει στο νοσοκομείο, διότι υποφέρει από μία βαριά μορφή λευχαιμίας. Κάποια στιγμή μαθαίνει τυχαία ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα να θεραπευτεί, θα πεθάνει σε λίγες μέρες. Στο αποκορύφωμα της απόγνωσής του, μία εκκεντρική ηλικιωμένη κυρία, γνωστή ως κυρία Ροζ, μία απ’ τις εθελόντριες που κρατούν συντροφιά στα παιδιά του νοσοκομείου, τού προτείνει ένα παιχνίδι: να θεωρήσει καθεμιά απ’ τις μέρες που του απομένουν ως μία δεκαετία της ζωής του.
Ο Οσκαρ σιγά-σιγά αρχίζει να πιστεύει το παιχνίδι και -κατά τη διάρκεια των τελευταίων έντεκα ημερών του, βιώνει μία πλήρη ζωή γεμάτη σπουδαία γεγονότα: έρωτες, γάμο, προδοσίες, αποχαιρετισμούς, επιστροφές, καβγάδες, αγκαλιές, δάκρυα, συγχώρηση. Τελικά, πεθαίνει πιστεύοντας ότι έφτασε σε ηλικία 110 ετών, ικανοποιημένος κι ευχαριστημένος που κατάφερε να ζήσει μία συναρπαστική ζωή.
Ο ρόλος του 10χρονου Οσκαρ δεν είναι, όμως, η μοναδική πρόκληση που αντιμετωπίζει φέτος τον χειμώνα ο Θανάσης Τσαλταμπάσης. Πέρα απ’ το θέατρο, o δημοφιλής ηθοποιός επιστρέφει στη μικρή οθόνη ύστερα από χρόνια απουσίας ερμηνεύοντας τον Μήτσο Μυράτ στην πολυσυζητημένη σειρά της δημόσιας τηλεόρασης «Φλόγα και άνεμος». Για όλ’ αυτά και γι’ άλλα πολλά μιλά στην Action Press.
– Πώς προέκυψε ο ρόλος του Οσκαρ;
– Διατηρώ φιλικές σχέσεις με τον Τσέζαρις Γκραουζίνις, έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν και υπάρχει μεταξύ μας μία σχέση αμοιβαίας εκτίμησης. Εκείνος έριξε στο… τραπέζι -πριν απ’ τον κορωνοϊό ακόμη- την ιδέα ν΄ανεβάσουμε το «Φιλιά, Οσκαρ…», το οποίο είχε σκηνοθετήσει πριν από χρόνια στη Λιθουανία. Διάβασα τη νουβέλα κι ενθουσιάστηκα, μπορώ να πω με στιγμάτισε. Δεν είναι απ’ τη φύση του θεατρικό έργο, εμπιστεύτηκα, όμως, το ένστικτο του σκηνοθέτη κι αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Μετά προέκυψε ο κορωνοϊός, το σχέδιο πήγε λίγο πίσω. Φέτος νιώθουμε πιο δυνατοί, πιο έτοιμοι κι είπαμε να το τολμήσουμε…
– Τι σας κέντρισε ιδιαίτερα σ΄αυτό το κείμενο;
– Τα πάντα. Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να το διαβάζω, ως την τελευταία λέξη, μού δημιουργούσε κόσμους, με συγκινούσε, μ΄έκανε να γελάω, ν΄ανατριχιάζω. Μέσα σε μία ανάγνωση βίωσα παρα πολλά συναισθήματα. Θεώρησα ότι αν αυτό γίνει κατορθωτό να μεταφερθεί στη σκηνή και καταφέρουμε να κάνουμε τον κόσμο που θα έρθει να βιώσει όσα βίωσα κι εγώ διαβάζοντάς το, θα είναι μία καταπληκτική εμπειρία. Είναι μία ιστορία σπαρακτική, αστεία και τρυφερή μαζί. Σε κάνει ν΄αναθεωρείς όσα πίστευες για τη ζωή και τις χαρές της και μ΄αυτό τον τρόπο σε κάνει καλύτερο άνθρωπο…
– Το γεγονός ότι καλείστε να ενσαρκώσετε ένα 10χρονο παιδί, πώς το αντιμετωπίζετε;
– Ετσι κι αλλώς το θέατρο έχει αυτή τη μαγεία. Σου προσφέρει τέτοιου είδους δυνατότητες. Να πηγαίνεις μπρος-πίσω τον χρόνο, ν΄αλλάζεις τον χαρακτήρα σου, να μπαίνεις στα παπούτσια των άλλων… Το να ξαναγίνομαι μ΄έναν τρόπο παιδί έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ετσι κι αλλιώς, ως ηθοποιοί, όσο κι αν πρέπει να είμαστε σοβαροί και ώριμοι επαγγελματίες, οφείλουμε ταυτόχρονα να διατηρούμε την παιδικότητά μας διότι είναι πολύ χρήσιμο στη δουλειά μας. Το να ερμηνεύεις, λοιπόν, έναν τέτοιον ρόλο σε βοηθά να «αναβαπτιστείς» στην παιδικότητα, να τη βιώσεις εκ νέου. Τρομερή εμπειρία για μένα…
– Πώς προσεγγίζετε τον Οσκαρ; Πώς δουλέψατε γι΄αυτό τον ρόλο;
– Είμαστε ακόμη σε πρόβες, οπότε συνεχίζουμε να δουλεύουμε…Ο τρόπος που αντιμετωπίζει σκηνοθετικά το έργο ο Γκραουζίνις δεν προβλέπει να γινόμαστε απόλυτα οι ρόλοι. Ουσιαστικά, είμαστε μία παρέα ηθοποιών που μας αρέσει πάρα πολύ το έργο κι αφηγούμαστε την ιστορία, όπως λέει κάποιος ένα ανέκδοτο, δηλαδή μπαινοβγαίνουμε μέσα στον ρόλο. Απ’ τη μία γινόμαστε οι ρόλοι, απ’ την άλλη είμαστε οι αφηγητές. Οπότε έχει μία επιπλέον δυσκολία διότι πρέπει να κρατηθούν ισορροπίες ανάμεσα στο πότε είμαι εγώ, ο ηθοποιός Θανάσης, πότε μπαίνω στο πετσί του Οσκαρ για να τον ζωντανέψω στα μάτια των θεατών…
– Με δεδομένο ότι στη διάρκεια της πανδημίας τέθηκαν εν αμφιβόλω πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα κι αυτονόητα, πιστεύετε ότι το συγκεκριμένο έργο αποκτά μεγαλύτερη επικαιρότητα τη δεδομένη χρονική στιγμή;
– Πιστεύω πως ναι. Προ κορωνοϊού, ας πούμε, την υγεία τη θεωρούσαμε περίπου αυτονόητη. Μέσα στην πανδημία αναθεωρήσαμε αυτή την αίσθηση. Εχουμε την τάση ν΄αναβάλλουμε, να λέμε «δεν βαριέσαι, το κάνω αύριο». Αμελούμε να πάρουμε ένα τηλέφωνο τους γονείς που έχουμε καιρό να τους μιλήσουμε, να κάνουμε κάτι με τον σύντροφο ή τη σύντροφό μας, να δούμε έναν φίλο. Μπορούμε, όμως, να σκεφτούμε πολύ διαφορετικά και να κάνουμε την κάθε μας μέρα μία διαφορετική εμπειρία ζωής. Μέσα απ΄αυτό το πρίσμα, το έργο αποκτά όντως μεγαλύτερη επικαιρότητα στη μετα-covid εποχή…
– Θεωρείτε ότι ο θεατής θέλει να βλέπει πράγματα που τον προβληματίζουν στη σκηνή;
– Νομίζω πως ναι. Πάντα όταν ακούμε μία ωραία ιστορία -είτε μας προκαλεί γέλιο, είτε κλάμα- μας αρέσει. Ή ένα τραγούδι. Ξέρουμε ότι θα συγκινηθούμε ακούγοντάς το κι όμως επιδιώκουμε να το ακούσουμε. Το καλό παραμύθι πάντα το θέλει ο κόσμος. Βέβαια δεν υπάρχει συνταγή για το τι πραγματικά θέλει. Εχουμε αυτό το παράλληλο παράδοξο. Ξέρει τι θέλει, αλλά και δεν ξέρει. Εμείς οφείλουμε να έχουμε έμπνευση, ανάγκη για μοίρασμα κι όταν αυτό είναι ειλικρινές, μπορεί να βγει μία παράσταση και καλή κι εμπορική, άσχετα με το αν είναι κωμωδία, δράμα, θρίλερ, τραγωδία ή ότιδήποτε. Το θέμα είναι πώς γίνεται το πράγμα.
– Να πάμε τώρα και στα τηλεοπτικά; Να πούμε μια κουβέντα για τη σειρά «Φλόγα και άνεμος» και τον ρόλο του Μήτσου Μυράτ;
– Είχα χρόνια να κάνω τηλεόραση και χαίρομαι που ξαναβγαίνω με μία τόσο ωραία δουλειά. Τις δουλειές μου, ξέρετε, τις αντιμετωπίζω πάντα και σαν παιχνίδια – είτε πρόκειται για κωμωδία, είτε για δράμα, είτε παίζω στο θέατρο, στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση. Επίσης κάθε δουλειά την αντιμετωπίζω ως την καλύτερη του κόσμου. Πρόκειται για μία καλοστημένη παραγωγή σε μία συνθήκη εποχής που ιντριγκάρει και τον τηλεθεατή, αλλά κι εμάς τους ηθοποιούς που έχουμε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε στον χωροχρόνο, εν προκειμένω έναν αιώνα πριν. Από κει και πέρα, είναι διαφορετικό να παίζεις έναν ρόλο που είναι μόνο στο χαρτί και διαφορετικό έναν ρόλο που είναι βεβαίως στο χαρτί, αλλά υπήρξε κάποτε.
– Τι διαφορετικό απαιτεί δηλαδή στην ερμηνεία;
– Στη δεύτερη περίπτωση πρέπει να μάθεις κάποιες πληροφορίες, να έχεις κι ένα πάτημα ρεαλιστικό και υπαρκτό και μέσα σ΄αυτό να βάλεις τη φαντασία σου, διότι εσύ δημιουργείς τον ρόλο. Αλλιώς, είναι ντοκιμαντέρ, είναι μίμηση. Εμείς οφείλουμε να κάνουμε κάτι που έχει τη σφραγίδα μας, την προσωπικότητά μας ως προς το πώς φανταζόμαστε αυτό τον άνθρωπο, που κάποτε υπήρξε, αλλά δεν τον γνωρίσαμε και δεν έχουμε πάρα πολλά στοιχεία γι΄αυτόν. Μπήκα πολύ χαρούμενος σ΄αυτή τη δουλειά, οι συνθήκες ήταν πολύ καλές, η σκηνοθέτις μας, η Ρέινα Εσκενάζι, δημιούργησε την εποχή και μας έκανε μπαίνοντας στο γύρισμα να μπαίνουμε και στο παραμύθι του πράγματος. Γενικά ήταν μία πολύ ωραία εμπειρία για μένα.
– Την έκρηξη αυτή των τηλεοπτικών σειρών που βλέπουμε φέτος πώς την αντιμετωπίζετε;
– Απ΄τη μία είναι ωραίο, παρ’ όλο που δεν μπορούμε να προδικάσουμε ότι όλες οι σειρές θα είναι καλές. Συνήθως, όταν υπάρχει μεγάλη ποσότητα, υπάρχουν και διακυμάνσεις. Αντικειμενικά αυξάνονται οι πιθανότητες για μας να συμμετέχουμε σε δουλειές και δη σε καλές δουλειές διότι έχει ανεβεί το επίπεδο από πλευράς παραγωγής. Από πλευράς ηθοποιών, πάντα υπήρχαν οι καλοί, οι κακοί κι οι μέτριοι. Δεν είναι ότι τώρα, ξαφνικά, υπάρχουν πιο καλοί ηθοποιοί από πριν. Συμβαίνει κι αυτό…
Καμιά φορά βλέπω ότι γειώνουμε όλο το παρελθόν – ότι πριν, δηλαδή, όλοι οι ηθοποιοί που έπαιζαν στην τηλεόραση ήταν τηλεοπτικοί, ενώ τώρα είναι θεατρικοί. Ο καθένας έχει την αξία του και οι περισσότεροι που έπαιζαν και παλιά στην τηλεόραση είχαν παράλληλα διανύσει και χιλιόμετρα στο θεατρικό σανίδι. Το αποτέλεσμα μετράει, τι δίνουμε στον θεατή. Εγώ δεν θέλω να υπάρχω στη δουλειά για να πληρώνομαι και να λέω ότι δουλεύω.
Θέλω να είμαι σε κάτι που πιστεύω ότι μπορεί να γίνει καλό και να κρατά ωραία συντροφιά στον κόσμο που το βλέπει. Περάσαμε μία πολύ κακή περίοδο, τώρα φαίνεται μία ανάκαμψη, με μαθηματική ακρίβεια θα υπάρξει και πάλι μία κάθοδος… Δεν με φοβίζει αυτό. Υπάρχει το θέατρο, παλεύω για τη δουλειά μου καθημερινά, κοπιάζω κι αντιμετωπίζω και τις εύκολες και τις δύσκολες φάσεις. Δεν μ’ αρέσει η λέξη φόβος – έτσι κι αλλιώς…
Info: Το «Φιλιά, Οσκαρ…» θα παίζεται στο Θέατρο Αθηνών (Βουκουρεστίου 10) απ’ τις 9 Οκτωβρίου. Με τους Θανάση Τσαλταμπάση, Αγοραστή Αρβανίτη, Ισαβέλλα Κασιμάτη, Τάσο Θεοφιλάτο, Ελένη Νάτση, Eντγκεν Λέιμ.