Τάκης Μηλιάδης: Ο αξέχαστος, καλόκαρδος και μόνιμα ερωτοχτυπημένος Έλληνας Σεβαλιέ

©ΑΠΕ-ΜΠΕ

   Ταλαντούχος, πολυσύνθετος, χαρισματικός, πνευματώδης και το κυριότερο ένας καλός και ευγενικός άνθρωπος. Α, και ένας αθεράπευτος “προσκυνητής” του έρωτα, των γυναικών.

Ο Τάκης Μηλιάδης, ενώ έφτασε γρήγορα στην κορυφή, χαρακτηρίστηκε ως ο “Έλληνας Μορίς Σεβαλιέ”, για την ικανότητά του, εκτός την υποκριτική, να τραγουδά και να χορεύει εξαιρετικά, κάτι πρωτόγνωρο για τη μεταπολεμική Ελλάδα, τελικά υποχώρησε -ειδικά στον κινηματογράφο- σε δεύτερους ρόλους, για να αναδειχθεί από τους καλύτερους καρατερίστες του παλαιού ελληνικού σινεμά.

   Αν και έχουν περάσει 37 χρόνια από τον αδόκητο χαμό του, είναι τόσο οικεία η εικόνα του, που νομίζεις ότι θα βγεις στο δρόμο, θα περάσεις από κανένα κομμωτήριο και θα ακούσεις με τη χαρακτηριστική μελωδική φωνή του «και περιμένω ένα φάρμακο από το Μπάααντεν, Μπάααντεν που ρίχνει δέκα κιλά ημερησίως…», όπως έλεγε ως “Λουκιανός” στην ταινία του 1965 “Η Εύα δεν Αμάρτησε”. Μία ασήμαντη κωμωδιούλα, απ’ τις πάρα πολλές της δεκαετίας του ’60, που περιμένεις σε όλη την ταινία να εμφανιστεί ο Μηλιάδης για να κάνει τα δικά του.

   Ο Τάκης Μηλιάδης, που εν πολλοίς τυποποιήθηκε με τον καιρό, κυρίως σε θηλυπρεπείς ρόλους, κατάφερε μέσα από τα κλισέ του ελληνικού σινεμά να ξεφύγει από τα τετριμμένα, δημιουργώντας ανεπανάληπτους χαρακτήρες, ειδικά από τη συνεργασία του με τον καλό του φίλο Θανάση Βέγγο.

   Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (26 Σεπτεμβρίου 1922), θα θυμηθούμε τα πρώτα του βήματα, την εκτόξευσή του στα θεατρικά πράγματα της Αθήνας, την πορεία του, αλλά και το αναπάντεχο τέλος του. Και συνάμα στο πρόσωπό του να εκφράσουμε την απεριόριστη εκτίμησή μας σε εκείνη την ατελείωτη μεταπολεμική γενιά από καρατερίστες, που συνέβαλαν τα μέγιστα στην επιτυχία του παλιού εμπορικού σινεμά.

   DNA από θεατρικό σανίδι

   Ο Δημήτριος Μηλιάδης γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1922, από γονείς ηθοποιών, καθώς ο πατέρας, του Νίκος Μηλιάδης, και η μητέρα του, Μαρίκα Ανθοπούλου, ήταν δημοφιλείς πρωταγωνιστές του μουσικού θεάτρου. Επίσης, η γιαγιά του, Μάγδα Κομνηνού, ήταν τραγουδίστρια της όπερας, ενώ ηθοποιοί του μουσικού θεάτρου ήταν ο αδελφός τού πατέρα του, αλλά και η πρώτη σύζυγος του πατέρα του, Ανθή Μηλιάδη, η οποία σκοτώθηκε στη Λούτσα το 1952, στη διάρκεια γυρισμάτων, όταν το αυτοκίνητό που τη μετέφερε πάτησε μια ξεχασμένη από τον πόλεμο νάρκη.

Όπως ήταν λογικό, θα ήταν παράταιρο να ξεφύγει από την υποκριτική και ο Τάκης Μηλιάδης. Και όμως, οι γονείς του, που ήξεραν από πρώτο χέρι τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός -ακόμη και πετυχημένος- στην Ελλάδα, θα τον ωθήσουν να γίνει γιατρός. Και παρότι μπήκε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, δεν θα ξεστρατίσει από το ριζικό του και θα πατήσει το σανίδι, μετά την παρότρυνση του Κωστή Μπαστιά, τότε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και του φημισμένου θεατράνθρωπου Δημήτρη Ροντήρη.

   Ο Σεβαλιέ της Ελλάδας

   Έτσι, το 1944, ήταν αρκετή μία εμφάνισή του, στην επιθεώρηση “Γουέλκαμ”, με τον θίασο Άννας και Μαρίας Καλουτά και Ορέστη Μακρή, για να δείξει το ταλέντο του και να αρχίσει να μιλά όλη η Αθήνα για ένα χαρισματικό νέο που θα αφήσει εποχή. Η επιτυχία του στο μουσικό θέατρο, το ταλέντο του στο τραγούδι, θα τον καταστήσουν αγαπημένο πρωταγωνιστή. ενώ το 1952, οι αδελφές Καλουτά θα τον βαφτίσουν “Σεβαλιέ”. Ήταν τότε που θα τραγουδήσει, μαζί τους, σε ένα κονσέρτο στο Μεζόν Γκαβό του Παρισιού, στο οποίο βρισκόταν και ο διάσημος Γάλλος ηθοποιός και τραγουδιστής Μορίς Σεβαλιέ, που ενθουσιάστηκε από τον νεαρό Έλληνα συνάδελφό του.

   Πάντα απελπισμένα ερωτευμένος

   Ωστόσο, η πορεία του δεν θα είναι ανάλογη καθώς με τα χρόνια, την αλλαγή των καιρών και των προτύπων, κυρίως λόγω του σινεμά, ο Μηλιάδης θα υποχωρήσει σιγά σιγά σε δεύτερους ρόλους. Εκεί που δεν θα υποχωρήσει ποτέ είναι στην αδυναμία του στις γυναίκες, καθώς ή ήταν ερωτευμένος και σχεδόν πάντα απελπισμένος («είμαι ερωτευμένος, εκείνη δεν με θέλει…»). Επιπλέον, αξιομνημόνευτη ήταν η εμμονή του στο καλό ντύσιμο. Τελικά, εκτός από τις πολλές ερωτικές του περιπέτειες, θα παντρευτεί τρεις φορές, τις ηθοποιούς Μπέτυ Μοσχονά και Σάσα Καζέλη, ενώ ενδιάμεσα θα τριτώσει τους γάμους του, με την Παρασκευή Κόλλια, με την οποία θα αποκτήσει και τον μονάκριβο γιο του.

   Πνευματώδεις ερμηνείες

   Ο Τάκης Μηλιάδης, που ασχολήθηκε με όλα τα είδη του θεάτρου, εκτός από την τραγωδία, θα γεμίσει πολλά θέατρα, θα κερδίσει ακόμη περισσότερα χειροκροτήματα, δίπλα σε μεγάλους πρωταγωνιστές, με τις ανάλαφρες ερμηνείες του, το πνευματώδες χιούμορ του, τη χάρη του να μοιράζει ξένοιαστες στιγμές, σε δύσκολες εποχές.

   Το 1947 θα πρωτοεμφανιστεί στο σινεμά, στο ξεχασμένο φιλμ “Μεγάλη Αγάπη”, ενώ ουσιαστικά θα μπει για τα καλά στα κινηματογραφικά πλατό στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, με την κωμική ηθογραφία “Γραφείο Συνοικεσίων” του Φρίξου Ηλιάδη, έχοντας ως συμπρωταγωνιστές τούς Νίκο Σταυρίδη και Νίκο Ρίζο. Στη δεκαετία του ’60 θα παίξει σε περισσότερες από 50 ταινίες, κάνοντας ορισμένες φορές -και όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες- ορισμένες αξέχαστες ερμηνείες. Αλήθεια, ποιος μπορεί να τον ξεχάσει στους ρόλους του ξεπεσμένου Κόντε Λεονάρδου ντε λα Τσίμπιλα, στο “Κολωνάκι Διαγωγή Μηδέν”, του Γερμανού πρώην Ναζί Φον Τζίφρεν, στο “Ένα Ασύλληπτο Κορόιδο”, στον ρόλο του μόνιμα ερωτοχτυπημένου Ναπολέοντα, στο “Πάρε Κόσμε”;

   Ο Θου Βου και ο Λόλος

   Η συνεργασία του με τον φίλο του Θανάση Βέγγο, με τον οποίο έδεναν καλλιτεχνικά αλλά και ψυχικά, ένα καλόκαρδο κοκτέιλ, ήταν μακρά και αποδοτική. Από την ανεπανάληπτη ολιγόλεπτη ερμηνεία του στην ξεκαρδιστική κωμωδία “Θου-Βου φαλακρός πράκτωρ. Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ”, στον ρόλο του “χαριτωμένου” σκηνοθέτη Λόλου (πραγματικά αν η ταινία μπορούσε να αποδοθεί στα αγγλικά, το Όσκαρ Β ρόλου, το είχε στην τσέπη) μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, με τις κοινωνικές κωμωδίες που έκανε ο Βέγγος. Ειδικά στο φιλμ “Από Πάνε στη Χαβούζα”, στον ρόλο ενός αριβίστα πολιτικού κάνει ίσως μία από τις πιο μεστές ερμηνείες του.

   Χαρισματική εύπλαστη φωνή

   Αυτό που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό για την καλλιτεχνική του πορεία, ήταν η συμμετοχή του σε μεταγλωττίσεις διάσημων παιδικών ταινιών κινουμένων σχεδίων, χαρίζοντας τη φωνή του, τη δεκαετία του ’70 στον συναχωμένο νάνο της ταινίας “Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι”, στον Διονύσιο στις “Αριστόγατες”, στον Σερίφη του Νότιγχαμ στο “Ρομπέν των Δασών” και τον έναν εκ των δύο ληστών στα “101 Σκυλιά της Δαλματίας”.

   Το τραγικό φινάλε ενός διασκεδαστή

   Τον Απρίλη του 1985, κι ενώ ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του, θα έχει ένα τροχαίο ατύχημα έξω από τα Γιάννενα, που αρχικώς δεν φαινόταν σοβαρό. Παρά ταύτα, δυο ημέρες μετά, στις 14 Απριλίου, αφού είχε διαγνωστεί με πολλαπλά κατάγματα, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, βυθίζοντας στο πένθος τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας, αλλά και τους αμέτρητους θαυμαστές του.

Μπορεί ο Τάκης Μηλιάδης να μην αξιοποιήθηκε όσο άξιζε, ειδικά στον κινηματογράφο, αλλά η χαρισματική του φιγούρα, με τα μεγάλα μάτια του και το ακόμη μεγαλύτερο στόμα του, που περίμενες πάντα να κελαηδήσει, θα μείνουν για πάντα στην καρδιά μας, ως μια γλυκιά ανάλαφρη ανάμνηση, απ’ αυτές που δεν θα μας πάρει ποτέ ούτε ολόκληρη η κινηματογραφική βιομηχανία ούτε η άτεγκτη πολιτική ορθότητα.

Για να ενημερώνεστε πάντα πρώτοι!

Κάνε εγγραφή στο Newsletter μας και απόκτησε πρόσβαση στα νέα πριν από όλους τους άλλους.