Μετά τα δημοψηφίσματα στις ουκρανικές επαρχίες και τη μερική επιστράτευση των Ρώσων, το μεγάλο ερώτημα είναι ποια θα είναι η επόμενη ημέρα και κατά πόσο μπλόφα θα αποδειχθεί η χρήση των πυρηνικών αν ο Πούτιν «στριμωχτεί».
Σπύρος Χριστόπουλος// Action Press
Το πρώτο μέρος του νέου σεναρίου του Πούτιν για την Ουκρανία ολοκληρώθηκε. Τα δημοψηφίσματα που έγιναν στις επαρχίες του Ντονέτσκ, του Λουχάνσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια απλά επιβεβαίωσαν αυτό που είχε προαναγγελθεί εδώ και πολύ καιρό: την ένταξη τους στη Ρωσική Ομοσπονδία ως ανεξάρτητες Δημοκρατίες.
Πλέον τα βλέμματα είναι στραμμένα στο δεύτερο μέρος, το οποίο περιλαμβάνει αφενός την ανάπτυξη 300.000 και πλέον ρώσων στρατιωτών σε ένα μέτωπο 1.000 χιλιομέτρων μέσα στην ουκρανική επικράτεια που «βαφτίστηκε» ρωσική, αφετέρου την αντίδραση των Ουκρανών και της Δύσης στην παράνομη όπως υποστηρίζουν, προσάρτηση αυτών των περιοχών. Και αυτό που μένει να απαντηθεί, είναι πώς θα γραφτεί το τέλος της ιστορίας. Θα συνεχιστεί δηλαδή η ουκρανική αντεπίθεση με τη στήριξη των Δυτικών προκειμένου να διαπιστωθεί αν μπλοφάρει ή όχι ο Πούτιν με τα πυρηνικά;
Τα δημοψηφίσματα
Πολύ πριν αρχίσουν τα δημοψηφίσματα στις τέσσερις αυτές επαρχίες της Ουκρανίας, τις οποίες τώρα η Μόσχα τις θεωρεί δικές της, το αποτέλεσμα ήταν εν πολλοίς γνωστό. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση, οι εναπομείναντες κάτοικοι των επαρχιών αυτών, οι οποίοι ψήφισαν με την κάλπη να έρχεται σπίτι τους συνοδεία αστυνομικών και στρατιωτικών, να επέλεγαν κάτι διαφορετικό. Και είναι εξίσου προφανές πως όταν στήνονται κάλπες στη Γιακουτία, στη ρωσική Σιβηρία (αξίζει να την αναζητήσει κανείς στον χάρτη) για να ψηφίσουν οι «εκτοπισμένοι» κάτοικοι των περιοχών αυτών, το αποτέλεσμα δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «κρυστάλλινο», αντιπροσωπευτικό και κυρίως αντικειμενικό.
Ούτως ή άλλως η Ρωσία δεν έχει καμία ιδιαίτερη πρόθεση να πείσει την Ουκρανία ή τη διεθνή κοινότητα για τη νομιμότητα αυτών των δημοψηφισμάτων, μια και η θέση του Κιέβου και της Δύσης είναι και αυτή γνωστή και ξεκάθαρη: πρόκειται για ψευδό – δημοψηφίσματα, τα οποία είναι παράνομα και τα οποία σε καμία περίπτωση δεν γίνονται αποδεκτά όχι μόνο γιατί παραβιάζουν κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου ή γιατί δεν υπάρχουν διεθνείς παρατηρητές για να ελέγξουν την όλη διαδικασία αλλά και γιατί το μεγαλύτερο μέρος του ντόπιου πληθυσμού έχει φύγει λόγω της ρωσικής εισβολής.
Δεν πρόκειται για κάτι πρωτοφανές, καθώς οι ίδιες θέσεις διατυπώνονται από το 2014 και για την Κριμαία. Κατόπιν δημοψηφίσματος (με τα «σοβιετικά» ποσοστά του 83% όσον αφορά τη συμμετοχή και του 96% των ψηφισάντων υπέρ της ένωσης) η Ρωσία την προσάρτησε και τη θεωρεί ανεπιστρεπτί δικό της έδαφος, κάτι που δεν αποδέχεται ούτε η Ουκρανία ούτε η συντριπτική πλειοψηφία της Δύσης, οι οποίες ζητούν την άμεση επιστροφή τους στην ουκρανική επικράτεια.
Η επόμενη ημέρα
Όλες αυτές οι εξελίξεις δεν προκαλούν καμία ιδιαίτερη εντύπωση. Το μεγάλο ερωτηματικό είναι ποια θα είναι η επόμενη ημέρα, αν και για αυτήν «δούλευαν» από την έναρξη της εισβολής οι Ρώσοι. Για παράδειγμα στις επαρχίες της Χερσώνας και της Ζαπορίζια, έθεσαν σε κυκλοφορία το ρούβλι με το οποίο έκαναν μια σειρά από συναλλαγές, άνοιξαν τραπεζικά υποκαταστήματα μέσω των οποίων δίνονταν επιδόματα και πληρώνονταν συντάξεις, άρχισαν να εκπέμπουν ρωσικά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοφωνικοί σταθμοί ενώ δόθηκε η δυνατότητα σε όσους το επιθυμούσαν να λάβουν ρωσική υπηκοότητα και ρωσικά διαβατήρια.
Προφανώς και πιο διαχειρίσιμα ήταν τα πράγματα για τους Ρώσους σε Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, μέρος των οποίων ήδη κατελήφθη το 2014 από φιλορωσικές δυνάμεις με αποτέλεσμα την ίδρυση των «ανεξάρτητων» Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, τις οποίες έχουν αναγνωρίσει μόνο η Ρωσία, η Συρία και η Βόρεια Κορέα (αλλά και η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία, «ανεξάρτητες» επαρχίες της Γεωργίας). Πριν από την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου, αυτές οι Λαϊκές Δημοκρατίες καταλάμβαναν το ένα τρίτο της έκτασης των δύο επαρχιών (γνωστές ως Ντονμπας), η «απελευθέρωση» των οποίων αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο του Πούτιν.
Τη νέα αυτή πραγματικότητα των Ρώσων, όπως είναι αναμενόμενο, δεν την αποδέχονται οι Ουκρανοί, οι οποίοι συνεχίζουν τις επιθέσεις για την ανακατάληψη των εδαφών τους, όπως ακριβώς έκαναν με το Χάρκοβο. Ύστερα από επτά μήνες επιχειρήσεων, οι Ρώσοι ελέγχουν σχεδόν ολόκληρη την Χερσώνα και το Λουχάνσκ, το 60% του Ντονέτσκ και το 73% της Ζαπορίζια, όπου όμως δεν έχουν καταφέρει να κυριεύσουν την ομώνυμη πρωτεύουσα.
Οι Ρώσοι ξανάρχονται
Όλη αυτή η εικόνα όμως τελεί υπό αναθεώρηση, διότι το σενάριο του πολέμου στην Ουκρανία ξαναγράφεται μετά τα δημοψηφίσματα και τη μερική επιστράτευση (για πρώτη φορά μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο) στη Ρωσία. Εξελίξεις που στέλνουν ουκρανικά εδάφη στη Ρωσία και Ρώσους στρατιώτες στην Ουκρανία, διαμορφώνοντας νέες ισορροπίες και προκαλώντας νέα κρίσιμα ερωτήματα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επίσπευση των δημοψηφισμάτων (αρχικά ήταν προγραμματισμένα για τις πρώτες δύο εβδομάδες του Σεπτεμβρίου, αλλά αναβλήθηκαν για λόγους ασφαλείας λόγω της ουκρανικής αντεπίθεσης) ήταν μια ύστατη προσπάθεια του Πούτιν να προλάβει τα χειρότερα και να μην βρεθεί αντιμέτωπος με διαδοχικές ήττες και μια κατάρρευση του μετώπου – τόσο στα βορειοανατολικά στο Χάρκοβο όσο και στα νότια στην Χερσώνα – πριν από την έλευση του χειμώνα, στον οποίο έχει ποντάρει τα πάντα για να βγει νικητής από αυτήν την παγκόσμια κρίση.
Στόχος του ήταν να διασφαλίσει τα σημερινά του κεκτημένα. Για να το επιτύχει αυτό έπρεπε να ενισχύσει τη στρατιωτική του δύναμη, η οποία παρέπαιε. Αλλά χρειαζόταν μια επαρκή δικαιολογία τόσο για τη μερική επιστράτευση όσο και για να μην περάσει το μήνυμα ότι η μέχρι τώρα ειδική στρατιωτική επιχείρηση όδευε προς παταγώδη αποτυχία. Κι έτσι προέκυψε η ανάγκη να «τρέξουν» εσπευσμένα τα δημοψηφίσματα, που φέρνουν νέα εδάφη, άρα που δικαιολογούν ισχυρότερη στρατιωτική παρουσία, η οποία με τη σειρά της και το σημερινό μέτωπο μπορεί να κρατήσει «όρθιο» και το πολιτικό αφήγημα του Πούτιν «ζωντανό».
Αλλά αυτή η στρατηγική, η οποία ικανοποιεί και τους πιο «σκληροπυρηνικούς», έχει σοβαρά μειονεκτήματα. Και δεν είναι μόνο ότι φέρνει τον πόλεμο στις μεγάλες πόλεις και στην καθημερινότητα των Ρώσων, εντείνοντας τις μέχρι τώρα χλιαρές αντιδράσεις και τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης κατά της ηγεσίας, η οποία θα αυξάνεται κατακόρυφα όσο αυτές οι συγκρούσεις θα διαρκούν και το αδιέξοδο θα παραμένει.
Πυρηνική μπλόφα; Ή όχι;
Η Μόσχα αναγκάζεται να υπενθυμίσει στους αντιπάλους της πως από τη στιγμή που οι νέες επαρχίες αποτελούν ρωσικό έδαφος, είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει κάθε όπλο που έχει στη διάθεση της για το υπερασπίσει. Αυτό σημαίνει ότι ο Ρώσος πρόεδρος έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει ακόμα και την χρήση πυρηνικών όπλων σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση. Πρόκειται για μια παράμετρο που βάζει τη σύγκρουση στην Ουκρανία σε άλλη διάσταση, πολύ πιο επικίνδυνη. Και το κυριότερο ανεξέλεγκτη, καθώς κανείς δεν γνωρίζει πως θα κλιμακωθούν τα γεγονότα.
Πάντως, όλα τα σενάρια καταλήγουν σε αρνητικό αποτέλεσμα. Διότι ό,τι και να κληθούν να κάνουν τελικά οι 300.000 Ρώσοι στρατιώτες, δηλαδή είτε χρησιμοποιηθούν για να υπερασπιστούν τα νέα «ρωσικά εδάφη» είτε για να καταλάβουν και άλλες περιοχές της Ουκρανίας, θα βρουν απέναντι τους τις επιθέσεις/αντεπιθέσεις των Ουκρανών και των δυτικών τους συμμάχων. Είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση το Κίεβο και η Δύση να υποκύψουν και να υποχωρήσουν λόγω της πυρηνικής απειλής που διατύπωσε ο Πούτιν. Άρα οι επιθέσεις στο «ρωσικό έδαφος» θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Και το μείζον ερώτημα είναι εάν αυτές θα πυροδοτήσουν ή όχι τα πυρηνικά της Ρωσίας.