Η φοροδιαφυγή αποτελεί πλέον τη μάστιγα του καλοκαιριού για την οικονομία. Οι έλεγχοι της πολιτείας δεν αποδίδουν αφού οι επιχειρήσεις βελτιώνουν όλο και περισσότερο τους τρόπους να ξεγλιστρούν από την τσιμπίδα της εφορίας.
Ρενάτο Λέκκα/ ActionPress
Δεν λείπουν από κανένα ελληνικό τουριστικό καλοκαίρι τα φαινόμενα της φοροδιαφυγής, της μαύρης εργασίας αλλά και των ανύπαρκτων ελέγχων της πολιτείας. Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις οι έλεγχοι ενώ δρομολογούνται να γίνουν κανονικά, επιχειρηματίες και μάνατζερ έχουν τον τρόπο να… ξεφεύγουν. Φέτος, έχουν βρεθεί μετά από ελέγχους να μη συνδέονται οι ταμειακές μηχανές στην εφορία καθώς και πολλοί εργαζόμενοι να δουλεύουν με «μαύρα».
Πώς φοροδιαφεύγουν
Σύμφωνα με μελέτες της ΑΑΔΕ μόνο το 10% των επιχειρήσεων κόβει αποδείξεις όλες τις ώρες στα νησιά και τους τουριστικούς προορισμούς. Οι τρόποι που φοροδιαφεύγουν ποικίλλουν. Κάποιοι είναι διασκεδαστικοί, κάποιοι άλλοι εντυπωσιακοί.
Χαρτί παραγγελίας: Σε πολλές περιπτώσεις αντί για απόδειξη σε κατάστημα εστίασης ή ακόμα και ενοικιαζόμενα δωμάτια δίνεται χαρτί παραγγελίας, το οποίο ξεγελά τον πολίτη καθώς έχει κοινά χαρακτηριστικά με την απόδειξη, ενώ πουθενά δεν αναγράφει ότι δεν είναι νόμιμη απόδειξη. Στα δωμάτια επίσης εκτός απ’ τη συνεννόηση που γίνεται ανάμεσα σε πελάτη και ιδιοκτήτη δίνονται αποδείξεις, οι οποίες δεν έχουν σφραγίδα εφορίας και απλώς είναι ένα χαρτί απόδειξης αγορασμένο από βιβλιοπωλείο.
Viber: Σε όλα τα νησιά και τα παράλια μέρη υπάρχουν ομαδικές συνομιλίες στο viber που λειτουργούν ως «τσιλιαδόροι». Με το που δοθεί σήμα για κάθοδο κλιμακίου ειδοποιούν ο ένας τον άλλον για να είναι προσεκτικοί. Οι υπάλληλοι προσποιούνται τους πελάτες, οι ταμειακές μηχανές μπαίνουν στο πατάρι, ενώ οι αποδείξεις πηγαίνουν σε όλα τα τραπέζια και τις ομπρέλες. «Το Viber μάς έχει λύσει τα χέρια. Με το που δούμε κάτι ύποπτο, η πληροφορία είναι άμεση και σε όλους, οπότε εμείς μετά είμαστε πιο προσεκτικοί και φροντίζουμε να τα έχουμε όλα στην εντέλεια», εξηγεί μετρ μιλώντας στο Action24Press.
«Φίλοι» με τα κλιμάκια και τους ελεγκτές: Πάντως, πολλοί ελεγκτές τόσο της ΑΑΔΕ όσο και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας είναι «φίλοι» με τους επιχειρηματίες που διατηρούν εστιατόρια και κλαμπ. Στην επαρχία -όπως μας εξηγούν- γνωρίζονται, γι’ αυτό πολλές φορές κάνουν τα… στραβά μάτια. Παράλληλα υπάρχουν και καταγγελίες για «τραπεζώματα» αλλά ακόμα και για δωροδοκία. Οι προσωπικές σχέσεις ελεγκτών-επιχειρηματιών έχουν συζητηθεί έντονα και στην κυβέρνηση. Μάλιστα, στο παρελθόν υπήρξαν σκέψεις ακόμα και για μετακίνηση ελεγκτών τα καλοκαίρια. Μέτρο όμως που και για τις δύο Ανεξάρτητες Αρχές είναι δαπανηρό.
«Δεν δουλεύει το POS»: Σε πολλές επιχειρήσεις η δικαιολογία «δεν δουλεύει το POS» είναι συχνή. Ωστόσο, αυτό που κάνει μεγαλύτερη εντύπωση είναι η σύνδεση του POS με τράπεζες του εξωτερικού. Μάλιστα, αυτή η πρακτική δεν ακολουθείται από μικρές επιχειρήσεις, αλλά από μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας. Πολλά μπαρ και κλαμπ επίσης έχουν σύνδεση του POS με τράπεζες του εξωτερικού (Βουλγαρία κυρίως). Στις επιχειρήσεις που εντοπίζονται να μην κόβουν αποδείξεις, αρχικά επιβάλλεται πρόστιμο, αλλά εάν είναι πάνω από δέκα οι αποδείξεις που δεν κόπηκαν ή η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 500 ευρώ, τότε οι ελεγκτές βάζουν λουκέτο.
Η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα
Παρά τις προσπάθειες περιορισμού της φοροδιαφυγής και τη βελτίωση που παρατηρείται σε σχέση με παλαιότερα η χώρα μας παραμένει στις κορυφαίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε απώλεια εσόδων απ’ τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), με το δημόσιο ταμείο να χάνει δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο. Στην Ελλάδα η φοροδιαφυγή στον τομέα του ΦΠΑ ανέρχεται στα 5,35 δισ. ευρώ, όσο είναι περίπου τα έσοδα δύο ετών απ’ τον ΕΝΦΙΑ. Δηλαδή ετησίως χάνεται το 25,8% των εσόδων απ’ τον ΦΠΑ που δυνητικά θα μπορούσαν να εισπραχθούν. Το ποσοστό αυτό είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην ΕΕ μετά τη Ρουμανία. Κοντά στη χώρα μας είναι η Μάλτα κι η Ιταλία. Σύμφωνα με μελέτες η φοροδιαφυγή στη χώρα μας είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, πράγμα που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την πολύ άσχημη οικονομική κατάστασή της. Από τη φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ εκτιμάται ότι χάνουμε το 3,5% του ΑΕΠ τον χρόνο. Συνολικά απ’ το 2000 μέχρι και το 2019 η χώρα μας έχει χάσει περισσότερα από 120 δισ. ευρώ απ’ τον ΦΠΑ. Το ποσό αυτό όχι μόνο θα μπορούσε να διευκολύνει τις πολιτικές των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, δεδομένου ότι θα οδηγούσε στη μείωση αρκετών φόρων που σηκώνει σήμερα η μισθωτή εργασία, κυρίως η μεσαία τάξη, αλλά θα μπορούσε να περιορίσει δραστικά και το δημόσιο χρέος για το οποίο άλλωστε οδηγηθήκαμε στο Μνημόνιο. Σύμφωνα με πληροφορίες μια νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα, μέσω της οποίας οι πολίτες θα μπορούν να καταγγέλλουν περιπτώσεις φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίου, παράνομου πλουτισμού, «μαύρου» χρήματος ετοιμάζει η ΑΑΔΕ. Η πλατφόρμα αναμένεται να λειτουργήσει στις αρχές του 2023 και θα συγκεντρώνονται σε αυτή όλες οι καταγγελίες των πολιτών. Επώνυμες και ανώνυμες καταγγελίες.
Προτάσεις της Κομισιόν για ΦΠΑ
Την άνοιξη του 2022 η Κομισιόν έστειλε τις προτάσεις της προς τις χώρες της ΕΕ για τη φοροδιαφυγή. Μεταξύ άλλων στην έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει:
- Να υπολογιστεί και να αναλυθεί το εθνικό έλλειμμα ΦΠΑ
- Να ενημερώνονται διαδικτυακά οι φορολογούμενοι σχετικά με τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τον ΦΠΑ και να παρέχεται δυνατότητα ηλεκτρονικής εγγραφής
- Να βελτιωθεί η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών διοικήσεων κι άλλων εθνικών φορέων
- Να τηρείται βάση δεδομένων ΦΠΑ
- Να διενεργούνται νομικές επαληθεύσεις κι επαληθεύσεις ταυτότητας
- Να τηρείται αρχείο των αιτούντων στους οποίους δεν χορηγήθηκε εγγραφή
- Να διασταυρώνονται οι πληροφορίες που περιέχονται στη βάση δεδομένων εγγραφής στα μητρώα ΦΠΑ έναντι τρίτων πηγών πληροφοριών
- Να ενσωματωθεί διαδικασία εκτίμησης κινδύνου στη διαδικασία εγγραφής
- Να παρέχεται στους υπόχρεους σε ΦΠΑ δυνατότητα πρόσβασης, απεικόνισης και τροποποίησης των σχετικών με τον ΦΠΑ στοιχείων τους μέσω ασφαλούς διαδικτυακής σύνδεσης
- Να δημιουργηθεί μητρώο φορολογουμένων που ασκούν δραστηριότητες ηλεκτρονικού εμπορίου
- Να σχεδιαστεί ένα σύστημα χρηματικών ποινών για τη μη υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ και τη μη έγκαιρη καταβολή, λαμβανομένων υπόψη δύο βασικών αρχών: της απλούστευσης και της αναλογικότητας.