Σε μία περίοδο που ο πλανήτης είχε σταματήσει να κινείται λόγω της πανδημίας κι εν μέσω ενεργειακής κρίσης η Ελλάδα βρίσκεται πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα. Ο πληθωριστικός εφιάλτης κι η υποχρέωση για την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων αποτελούν καταλύτες για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας
Action24Press Team
Στην ταραγμένη θάλασσα των αγορών κωπηλατούν οι οικονομίες κι η Ευρώπη βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή, καθώς μετά τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια δανεισμού περνά σε μία φάση αυξημένων αποδόσεων εν μέσω πολεμικού κλίματος και ενεργειακής κρίσης. Το ελληνικό δεκαετές ομόλογο κινείται κοντά στο 4%, ενώ της Ιταλίας στο 3%. Αυτά τα επίπεδα χτυπούν… καμπανάκια για το ενδεχόμενο κρίσης στην ευρωπεριφέρεια (λόγω των υψηλών επιπέδων χρέους), όμως οι μέχρι τώρα αναλύσεις δεν θολώνουν το αφήγημα για τον ελληνικό εθνικό στόχο. Αυτός δεν είναι άλλος απ’ την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως το 2023. Μετά την έξοδο απ’ την ενισχυμένη εποπτεία τον Αύγουστο, η Ελλάδα -έπειτα από δώδεκα έτη- πορεύεται στον δρόμο προς την αναβάθμιση του αξιόχρεου στο πρώτο σκαλοπάτι. Να ξεχάσει δηλαδή ότι στην κρίση του 2010 μπήκε στην κατηγορία «σκουπίδια» κι ότι -εμμέσως, πλην σαφώς- αποκλείστηκε απ’ τις διαδικασίες δανεισμού απ’ τις αγορές.
Το μονοπάτι μέχρι την «επενδυτική βαθμίδα» είναι δύσκολο κι έχει πολλές προκλήσεις λόγω της πληθωριστικής καταιγίδας και της αβεβαιότητας στις διεθνείς αγορές. Απ’ την άλλη, η αλλαγή της πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κι οι αυξήσεις επιτοκίων δεν φαίνεται να… εκτροχιάζουν τον στόχο της Ελλάδας. O πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έχει ήδη ξεπεράσει το 8%, ήτοι πάνω από τέσσερις φορές πάνω απ’ το όριο ασφαλείας του 2% που θέτει η ΕΚΤ κι η εξέλιξη αυτή υποχρέωσε το συμβούλιο να αλλάξει ρότα και να στείλει ήδη σήμα για αύξηση των ευρωεπιτοκίων μέσα στον Ιούλιο, αλλά τον Σεπτέμβριο.
Παρά τις διαδοχικές κρίσεις απ’ το 2019, η πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας δέχτηκε 11 αναβαθμίσεις. Μάλιστα σε μία περίοδο που ο πλανήτης είχε σταματήσει να κινείται λόγω της πανδημίας ενώ οι τελευταίες τρεις έγιναν εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα μετά την αναβάθμιση απ’ τον ιαπωνικό οίκο αξιολόγησης R&I την περασμένη εβδομάδα. Αποτελεί εξάλλου τον τέταρτο οίκο -μετά τη Standard & Poor’s, την DBRS και τη SCOPE Ratings- που αναβαθμίζει τη χώρα μας στο σκαλοπάτι ΒΒ+, δηλαδή μία βαθμίδα πριν απ’ την επενδυτική. Ο επόμενος γύρος των αξιολογήσεων ξεκινά με τον οίκο Fitch στις 8 Ιουλίου, ακολουθεί η διπλή ετυμηγορία από Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου. Η τρίτη αξιολόγηση της Fitch είναι στις 7 Οκτωβρίου κι η τελευταία για το έτος της S&P στις 21 Οκτωβρίου.
Προϋπόθεση η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων
Οι αναβαθμίσεις παρά τις κρίσεις στέλνουν ένα βασικό μήνυμα: οι οίκοι αξιολόγησης κοιτούν θεμελιώδη μεγέθη κι όχι έκτακτες συγκυρίες. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους κι οι δημοσιονομικοί στόχοι αποτελούν βασικά κριτήρια για τις αναβαθμίσεις. Η Ελλάδα βελτίωσε τη δημοσιονομική της εικόνα, οι τράπεζες μείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προχώρησε τις μεταρρυθμίσεις και κλείνει το κεφάλαιο των Μνημονίων. Εξάλλου, το Απρίλιο του 2022 προέβη στην πρόωρη εξόφληση ύψους 1,81 δισ. ευρώ, απ’ το υπόλοιπο των δανείων προς το ΔΝΤ, όπως έκαναν κι όλες οι υπόλοιπες χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα διάσωσης.
Σημειώνεται δε ότι το 2020, το έτος δηλαδή που ξέσπασε η υγειονομική κρίση, το ελληνικό χρέος έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 206,3% του ΑΕΠ και το έλλειμμα στο 10%.Οι προβλέψεις δείχνουν μείωση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης σε περίπου 184% του ΑΕΠ το 2022, από περίπου 193% το 2021, πριν υποχωρήσει περαιτέρω την περίοδο 2023-25. Η ανάπτυξη θα είναι μεν μειωμένη, σε σχέση με τις εκτιμήσεις προ πολέμου, στο 3% φέτος, όμως θα είναι ισχυρή καθώς η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί απ’ τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, τις επενδύσεις και την άνοδο του τουρισμού με τις εισπράξεις να αναμένονται στα επίπεδα του 2019 (18 δισ. ευρώ). Η χώρα μας θα λάβει απ’ το Ταμείο επιχορηγήσεις 17,8 δισ. ευρώ έως το 2026 και δάνεια 12,7 δισ. ευρώ.
Η ελληνική οικονομία κι η κυβέρνηση έχουν μπροστά τους μία μεγάλη πρόκληση, που δεν είναι άλλη απ’ την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων σε μία συγκυρία άκρως απαιτητική πολιτικά λόγω της ακρίβειας και των πυροσβεστικών μέτρων που καλείται να πάρει το Μέγαρο Μαξίμου. Το πρωτογενές έλλειμμα έχει αναθεωρηθεί απ’ το 1,4% του ΑΕΠ στο 2% του ΑΕΠ λόγω των κυβερνητικών παρεμβάσεων έναντι της ενεργειακής κρίσης άνω των 3,2 δισ. Επίσης η ανάπτυξη απ’ το 8,3% το 2021, φέτος θα πέσει στο 3%, απ’ τις προβλέψεις στο 4,5% προ πολέμου. Η πρόβλεψη για άνοδο του πληθωρισμού στο 5,6% μπορεί να αναθεωρηθεί προς τα πάνω αν επιβεβαιωθούν σενάρια περί κλιμάκωσης της ενεργειακής κρίσης με άμεσες επιπτώσεις σε εισοδήματα και στο δημοσιονομικό μέτωπο. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών μία αύξηση κατά 10 ευρώ πέραν των 100 ευρώ στο φυσικό αέριο κοστίζει στην οικονομία περί τα 500 εκατ. ευρώ σε όρους ΑΕΠ σε ορίζοντα ενός έτους και η δημοσιονομική επίπτωση είναι στα 300-400 εκατ. ευρώ.
Ακριβό… ψωμάκι για καιρό
Σε μηνιαίο σημείωμα της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προειδοποιεί πως οι τιμές των τροφίμων θα συνεχίσουν να καλπάζουν σε ρυθμό-ρεκόρ για τουλάχιστον άλλον έναν χρόνο, παρά τον σημαντικό αγροτικό τομέα που διαθέτει η Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση παράγει περισσότερα αγροτικά προϊόντα απ’ όσα καταναλώνει, αυτό, όμως, δυστυχώς δεν τη θωράκισε απ’ το ράλι των διεθνών τιμών που συγκλονίζουν την παγκόσμια κοινότητα, εξαιτίας της εκτόξευσης του κόστους των καυσίμων και των λιπασμάτων ως αποτέλεσμα του πολέμου και της διαταραχής που προκάλεσε σε βασικά προϊόντα. Οι τιμές των τροφίμων στα 19 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αυξήθηκαν κατά 7,5% τον Μάιο, αγγίζοντας το υψηλότερο σημείο τους απ’ την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, το 1999. Ο πληθωρισμός των τροφίμων σε ετήσια βάση ξεπερνά τον αντίστοιχο δείκτη σε ΗΠΑ και Βρετανία, καθώς οι τιμές αυξάνονται συνεχώς το τελευταίο τρίμηνο. Η εκτίναξη των τιμών χονδρικής στον κλάδο των τροφίμων κατά πάνω από 40% θα κρατήσει ζωντανές τις πιέσεις στο επίπεδο των καταναλωτικών τιμών, για αρκετούς μήνες ακόμη. Η ΕΚΤ εκτιμά πως ο πληθωρισμός των τροφίμων θα παραμείνει ψηλά, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη χρονιά, παρά την ύπαρξη κάποιων ευνοϊκών αντισταθμιστικών παραγόντων, όπως η αύξηση της εγχώριας παραγωγής. Σημείο-κλειδί για τη συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών των τροφίμων και την επόμενη χρονιά είναι η εκτόξευση του κόστους των λιπασμάτων. Σημειώνεται ότι τον Απρίλιο η αύξηση έφτασε το 151% σε ετήσια βάση.
Σενάρια τρόμου
Το ενδεχόμενο να συμβεί μία μεγάλη κρίση στη ανεφοδιαστική αλυσίδα ή στην παροχή ενέργειας προς την Ευρώπη είναι κάτι που τρομάζει τους αναλυτές. Σύμφωνα μάλιστα με έκθεση της Citigroup, η πιθανότητα η παγκόσμια οικονομία να βυθιστεί σε ύφεση φέτος πλησιάζει το 50%, καθώς οι κεντρικές τράπεζες αυστηροποιούν τη νομισματική πολιτική τους και η ζήτηση γι’ αγαθά αποδυναμώνεται. Οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας αναφέρουν ότι οι κρίσεις στο πεδίο της προσφοράς συνεχίζουν να ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις και να φρενάρουν την ανάπτυξη, ενώ οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τώρα επιθετικά τα επιτόκια και η καταναλωτική ζήτηση για αγαθά αμβλύνεται.
- Ιστορικά οι υφέσεις διαφέρουν ως προς τον χρόνο, την ένταση, αλλά και τη διάρκειά τους. Υπάρχουν και ονομασίες με πιο ενδιαφέρουσα να είναι η ύφεση του… κήπου. Το εν λόγω σενάριο της Citigroup, ίσως το πιο θετικό, είναι αυτό που αναφέρεται ως «garden variety», μια ορολογία που χρησιμοποιείται για να αναδείξει το κοινό, το πιο συνηθισμένο. Σε ένα τέτοιο σενάριο η ανεργία θα αυξανόταν, αφήνοντας πίσω της τις ημέρες των εκατομμυρίων κενών θέσεων εργασίας και η ανάπτυξη θα κατέγραφε μερικά αδύναμα τρίμηνα. Η επιβράδυνση της οικονομίας, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των επιτοκίων απ’ τις Κεντρικές Τράπεζες, θα ήταν αρκετή για να μειώσει τον πληθωρισμό σύμφωνα με τους στόχους.
- Το επώδυνο σενάριο είναι το ενδεχόμενο η διαδικασία για χαλιναγώγηση των τιμών να αναδειχτεί δύσκολη. Αν ο πληθωρισμός αποδειχτεί πιο επίμονος απ’ ό,τι αναμένεται σήμερα, οι Κεντρικές Τράπεζες θα πρέπει να ακολουθήσουν πιο επιθετική νομισματική πολιτική, με αποτέλεσμα πιο μεγάλη αύξηση της ανεργίας και βαθύτερη και παρατεταμένη επιβράδυνση της ανάπτυξης. Ετσι, με τον πληθωρισμό να «τρέχει» πάνω απ’ το 8% στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη ζώνη του ευρώ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι κίνδυνοι αυτοί παραμένουν στο… τραπέζι.
- Το τρίτο σενάριο είναι ο γνωστός μας στασιμοπληθωρισμός. Είναι η περίπτωση εκείνη όπου η οικονομία φρενάρει, αλλά ο πληθωρισμός συνεχίζει να καλπάζει. Οπως εξηγούν οι οικονομολόγοι, ενώ αυτό το εφιαλτικό σενάριο βρίσκεται στις οθόνες των ραντάρ μας, συνεχίζουμε να δίνουμε σχετικά χαμηλή πιθανότητα σε μία τέτοια έκβαση. Στις περιόδους στασιμοπληθωρισμού, που καταγράφηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, προηγήθηκαν πολλά χρόνια υψηλού και αυξανόμενου πληθωρισμού.