Η θλιμμένη πριγκίπισσα πρωταγωνιστεί ξανά στη μεγάλη οθόνη, όχι με το χαραγμένο στις «καρδιές των ανθρώπων» όνομά της αυτή τη φορά, αλλά με το επώνυμο της οικογένειάς της, Σπένσερ.
Υακίνθη Βουλέλη//ActionPress
Η αναζήτηση του εαυτού και η αμφισβήτηση του «παρόντος» πρέπει να ξεκινήσει από το «παρελθόν». Από τις ρίζες και την παιδική ηλικία, από το σακάκι του πατέρα. Ακόμη κι αν στο βασίλειο οι «χρόνοι» έχουν καταργηθεί.
Το «Spencer» (2021) συστήνεται ως μύθος μιας αληθινής τραγωδίας. Λίγο ενδιαφέρει το αν τα γεγονότα είναι φανταστικά ή πραγματικά γιατί η αλήθεια της διασημότερης γυναίκας στον κόσμο στέκει μπρος σου ατόφια και ξεγυμνωμένη. Ο Πάμπλο Λαρέν κατασκευάζει ένα αριστοτεχνικό ψυχόδραμα με μορφή ψυχεδελικού θρίλερ αγωνίας, φωτίζοντας μονάχα τρεις μέρες από τη ζωή της Νταϊάνα, αυτές του εορτασμού των Χριστουγέννων. Δεν χρειάζονται παραπάνω άλλωστε για να αισθανθείς την ασφυκτική φυλακή της και την απεγνωσμένη κραυγή της για αέρα, αγάπη και ελευθερία.
Μέσα στο παγωμένο παλάτι που δεν ανεβάζουν ποτέ τη θέρμανση, κάθε κίνηση της πριγκίπισσας παρακολουθείται από άγρυπνα μάτια, ενώ έξω από αυτό, πίσω απ’ τις βαριές σφαλισμένες κουρτίνες, οι φωτογράφοι παραφυλούν αδιάκοπα. Η Νταϊάνα του Λαρέν στο πορσελάνινο πρόσωπο της Κρίστεν Στιούαρτ δεν είναι μόνο θλιμμένη, είναι εξοργισμένη και εξουθενωμένη. Μια γυναίκα που πνίγεται και μάχεται για να σωθεί, μα κυρίως, για να προστατεύσει τους δυο λατρεμένους της γιους από τον προδιαγεγραμμένο από το πρωτόκολλο ευνουχισμό τους. Σαν λέαινα ή τίγρης ή κάποιο άλλο άγριο θηλαστικό τούς υποθάλπει κάτω από το παλιό σακάκι. Τους χαρίζει γέλιο, απέραντη μητρική στοργή και όλα για όσα διψάει η δική της εφηβική ψυχή.
Η «Diana» (2013) με την εξαιρετική -και ιδανική ως προς την ομοιότητα- Ναόμι Γουότς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αφορά στην τελευταία περίοδο της ζωής της πριγκίπισσας. Στην σκηνή του χωρισμού της με τον καρδιοχειρουργό, που συνδεόταν τότε, του λέει: «Λες πως με αγαπάς, πως θα με αγαπάς για πάντα, πέντε εκατομμύρια άνθρωποι πάνω στον πλανήτη μπορούν να το πουν αυτό! Υπάρχει όμως ένας που μπορεί να μείνει μαζί μου;»
Στο «Spencer», που διαδραματίζεται τη χρονική περίοδο πριν το διαζύγιο, η Νταϊάνα λέει ακριβώς το ίδιο. Όχι όμως με λόγια, γιατί δεν βρισκόμαστε στο ρεαλισμό. Το σύμπαν του Χιλιανού σκηνοθέτη, που αγαπά τις βιογραφίες, είναι ποιητικό. Σουρεαλιστικό και συνάμα νατουραλιστικά ωμό, τόσο όσο χρειάζεται για να νιώσεις τη βία της χαμένης τρυφερότητας και της μοναξιάς.
Η καταπληκτική μουσική επένδυση που έγραψε ο Τζόνι Γκρίνγουντ για την ταινία σε στοιχειώνει: μια ασήκωτη σαν ταφόπλακα μπαρόκ σύνθεση στην οποία παρεισφρέουν ήχοι από γυαλιά που συγκρούονται. Μαζί με τα αμέτρητα κεριά της σκηνογράφου Γιεσίμ Ζολάν δημιουργείται ατμόσφαιρα κηδείας όπου το φάντασμα της Άνν Μπολέιν ζωντανεύει και το μαργαριταρένιο κολιέ της Νταϊάνας, το ίδιο που ο Κάρολος είχε διαλέξει για την Καμίλα, παίρνει τερατώδη υπόσταση. Η Νταϊάνα σκιαγραφείται σαν ένα σπάνιο, παγιδευμένο πουλί που αιμορραγεί. Σαν τους πολύχρωμους φασιανούς που ο Κάρολος αρέσκεται να σκοτώνει όπως ο Τριγκόριν στον «Γλάρο» του Τσέχωφ. Ο Λαρέν χλευάζει απροκάλυπτα τη σοβαροφάνεια και σκηνοθετεί με ευαισθησία πάνω στο σενάριο του Στήβεν Νάιτ ενώ την έξοχη φωτογραφία της ταινίας διευθύνει η Κλαιρ Ματόν. Ως προς το εκλεκτό καστ, δεν μπορούν να μην αναφερθούν οι πάντοτε άψογοι Τίμοθι Σπολ και Σάλι Χόκινς.
Όλοι οι συντελεστές συμβάλλουν στην κινηματογραφική αρτιότητα του «Spencer», κανείς όμως τόσο όσο η ίδια η Κρίστεν Στιούαρτ, γιατί οι ταινίες είναι πρόσωπα και στην προκειμένη το πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας. Η ξεχωριστή εσωτερικότητα στο παίξιμο της Στιούαρτ, που ήδη από το «Personal Shopper» (2016) του Ολιβιέ Ασαγιάς είχε βρει το έδαφος να εκφραστεί, και η έμφυτη γλυκύτητα και μελαγχολία της -στοιχεία που χαρακτήριζαν και την Νταϊάνα- αποδίδουν υπέροχα τη συστολή και τον τραυματισμένο ψυχισμό της πριγκίπισσας.
Ρωτάει αν είναι όμορφη μα ο Κάρολος δεν τη βλέπει· η θλίψη στο βλέμμα της Στιούαρτ είναι αρκετή για να χωρέσει όλη της την ανάγκη για συναίσθημα και αποδοχή.
Η ομιλία της, η κινησιολογία και το ευάλωτο, καμπουριασμένο της κορμί την μεταμορφώνουν ολοκληρωτικά στο ρόλο της ζωής της, ένα ρόλο τόσο παράδοξα κοντά στο δικό της ανυπότακτο πνεύμα, και πολύ γρήγορα, μέσω της ερμηνείας της, το αίσθημα του εγκλωβισμού καθίσταται ανυπόφορο. Στη σκηνή όπου η ηθοποιός ξεσπάει σε κλάματα νομίζεις πως βλέπεις το πρόσωπο της ίδιας της Νταϊάνα. Στον κάμπο, όταν τρέχει προς το σκιάχτρο, η Κρίστεν Στιούαρτ είναι η Νταϊάνα.