Ο γνωστός ηθοποιός μιλά στην Action Press για τις φετινές του θεατρικές εμφανίσεις αλλά και για το «βάπτισμα του πυρός» σε μια τηλεοπτική σειρά πολλών επεισοδίων: ερμηνεύει τον ρόλο του Δημοσθένη Μαντά στον Β΄κύκλο του σήριαλ του Open το «Κόκκινο Ποτάμι» κι αισθάνεται ότι το βήμα αυτό ήρθε στη σωστή στιγμή…
Συνέντευξη στην Ίσμα Τουλάτου//Action Press
Ο Ομηρος Πουλάκης είναι από τους γνωστότερους ηθοποιούς της γενιάς του και όχι μόνο. Εκτός σκηνής ή κάμερας, εντυπωσιάζει τον συνομιλητή του με την ευγένεια αλλά και με τον οργανωμένο τρόπο σκέψης κι έκφρασης που αποκαλύπτει. Φέτος συμμετέχει στην παράσταση-αναλόγιο «Μπάιρον, Τελευταίος Σταθμός, Μεσολόγγι» που παρουσιάζει το Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με το Θέατρο Σημείο στους χώρους της Βιβλιοθήκης του Μουσείου ως τον Δεκέμβριο θέτοντας ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα ερωτήματα: Πού συναντώνται άραγε ο επιστημονικός λόγος και η ποίηση; Πώς σχετίζεται η σπειρωτή εξέλιξη της Ιστορίας με τη μοναδική στιγμή της δημιουργίας; Μπορεί η επιστήμη να κάνει τον άνθρωπο να ονειρεύεται;
Παράλληλα, ο Ομηρος Πουλάκης ερμηνεύει τον ρόλο του τίτλου στον «Ντον Ζουάν» του Μολιέρου που επαναλαμβάνεται στο Θέατρο Σημείο σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Διαμαντή έχοντας γνωρίσει μεγάλη επιτυχία την περισυνή σεζόν.
Πέρα από τα παραπάνω, όμως, εφέτος συμμετέχει για πρώτη φορά σε μια τηλεοπτική σειρά πολλών επεισοδίων: ο λόγος για τον β΄κύκλο του σήριαλ το «Κόκκινο Ποτάμι» σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη που προβάλλεται από το Open. Ο Ομηρος Πουλάκης ερμηνεύει τον ρόλο του ιδεαλιστή γιατρού Δημοσθένη Μαντά ο οποίος θα αψηφήσει τους κινδύνους προκειμένου να σταθεί στο πλευρό της νεαρής Ιφιγένειας…
-Να ξεκινήσουμε την κουβέντα από τον Μπάιρον; Μοιάζει διαφορετικό εγχείρημα…
-Είναι ένα αναλόγιο. Δεν ερμηνεύεται από κανέναν μας απευθείας ένας ρόλος. Πρόκειται περισσότερο για τεκμήρια της έρευνας, είτε φωτογραφικά είτε αναγνωστέα, τα οποία συνθέτουν μια ωριαία αναλογιακή παράσταση στην οποία περιγράφονται τα δυο ταξίδια του Λόρδου Μπάιρον στην Ελλάδα και παράλληλα, στο μεσαίο τμήμα, παρακολουθούμε τον δημόσιο εορτασμό που έλαβε χώρα στη μνήμη του 100 χρόνια μετά τον θάνατό του. Μέσα απ΄αυτές τις τρεις ιστορικές στιγμές μας αποκαλύπτεται ένα ψηφιδωτό σε σχέση με το τί σήμαινε, τί σημαίνει και τί θα μπορούσε να σημαίνει η προσωπικότητα του Μπάιρον στη συνύφανσή της με την Ελλάδα…
-Το γεγονός ότι δεν παρουσιάζεται σ΄έναν κλασικό θεατρικό χώρο πώς το αντιμετωπίζετε;
-Οι παραστάσεις που γίνονται σε χώρους οι οποίοι δεν είναι αμιγώς θεατρικοί είναι μια συνθήκη η οποία μ΄ενδιαφέρει πολύ. Το πώς δηλαδή οι χώροι μπορούν να καταστούν παραστατικοί, δυνητικά θεατρικοί, είναι κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον και ιδιαιτέρως προκλητικό, διεγερτικό θα’ λεγα. Αφυπνίζει τη δημιουργικότητα. Κατ΄αρχάς τοποθετεί συντελεστές και κοινό σε μια διαφορετική συνθήκη θέασης, άρα εκ των πραγμάτων μετατοπίζεται λίγο η πρόσληψη και η λειτουργία ανάδρασης ανάμεσα σε ηθοποιό και θεατή. Πέρα απ΄αυτό, ο χώρος, ακριβώς επειδή δεν είναι θεατρικός, δημιουργεί εμπόδια που απαιτούν δημιουργικές λύσεις κι επεμβάσεις αλλά παράλληλα μπορεί ν΄αποκαλύψει και δυνατότητες ως προς το πώς μπορείς να τοποθετήσεις χωροταξικά μια σκηνή στον χώρο ή πώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου κι ευρύτερα την οργανικότητά σου, το υποχρεωτικό σου εργαλείο, ώστε να επικοινωνήσεις, ν΄αφηγηθείς, να παραστήσεις ο,τιδήποτε σε κάθε περίπτωση έχεις να παραστήσεις. Η διαφορά με τον Μπάιρον είναι ότι τα κείμενα είναι προϊόντα έρευνας και πρωτογενές υλικό δημοσιευμάτων της εποχής. Είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζω κάτι τέτοιο όπου το υλικό της επιστημονικής έρευνας γίνεται θεατρικός λόγος που μιλιέται σε αναλογιακή μορφή…
Θεωρείτε πως είναι μια φρέσκια, αναζωογονητική διαδικασία για το θέατρο;
Κατά τη γνώμη μου κάθε παράσταση εμπεριέχει αυτή τη δυνατότητα όπου κι αν τελείται, ακόμη και σ΄έναν γνωστό και οικείο θεατρικό χώρο. Ωστόσο, μιας τέτοιας λογικής παράσταση ανοίγει το μυαλό ώστε να συνειδητοποιήσει ότι πολλοί χώροι γύρω μας μπορούν να λειτουργήσουν ως χώροι παραστάσεων κι αυτό μου φαίνεται εξαιρετικά γόνιμο καλλιτεχνικά. Γιατί και η θεωρητική μελέτή γύρω από το ζήτημα του χώρου και του θεάτρου που προϋπάρχει είναι σημαντική αλλά και η πρακτική του θεάτρου συνδέεται με τον χώρο που επιτελείται κι έχει μεγάλη σημασία να διευρύνουμε λίγο τις προοπτικές και τις αντιλήψεις ως προς το πού μπορούμε, τελικά, να κάνουμε θέατρο…
Σ΄έναν τέτοιο, μη συμβατικό χώρο, η έκθεση για έναν ηθοποιό είναι μεγαλύτερη κατά τη γνώμη σας;
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι σε τοποθετεί σε μια πιο ανοίκεια κατάσταση σε σχέση με την έκθεση. Η έκθεση είναι παρόμοια και πάντα υπάρχει για έναν ηθοποιό. Είναι τόσο σύμφυτη με τη δουλειά μας όσο η μπάλα για έναν ποδοσφαιριστή. Ωστόσο, επειδή δεν είναι σύνηθες να παίζεις σ΄ένα μουσείο, η συνειδητοποίηση της έκθεσης είναι πιο αυξημένη γιατί καλείσαι να λειτουργήσεις σε ανοίκειο χώρο και θυμάσαι την έκθεση η οποία ούτως ή άλλως υφίσταται, απλώς έχεις συνηθίσει να την αντιμετωπίζεις σ΄έναν κλασικό θεατρικό χώρο…
Να πάμε τώρα και στον «Ντον Ζουάν»;
Είναι μια παράσταση που δημιουργήσαμε με τον Αλέξανδρο Διαμαντή, τη Μάνια Παπαδημητρίου, τη Δανάη Παπουτσή, τη Λέα Κούση στα σκηνικά και τα κοστούμια…Πέρισυ πήγε εξαιρετικά και είμαστε παρα πολύ χαρούμενοι γι΄αυτό κι εφέτος επαναλαμβάνεται. Τρία σκηνικά πρόσωπα ερμηνεύουν όλα τα δραματικά πρόσωπα του έργου κα ουσιαστικά αυτό το αίνιγμα που λέγεται Ντον Ζουάν το αντιμετωπίζουμε με όσο μεγαλύτερη ουσία μπορούμε να προσδώσουμε στη δουλειά μας.
Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε αυτή τη μορφή;
Ως ένα αρχέτυπο που ευρωπαϊκού πολιτισμού το οποίο δεν ανάγεται στην Αρχαία Ελλάδα. Ο Ντον Ζουάν κι ο Φάουστ είναι τα δυο πιο ισχυρά ευρωπαϊκά αρχέτυπα τα οποία δεν ανάγονται στην Αρχαία Ελλάδα. Το ένα εκφράζει την απελευθέρωση του αναγεννησιακού ανθρώπου ως προς τον έρωτα – ο Ντον Ζουάν- και το άλλο εκφράζει την απελευθέρωση του αναγεννησιακού ανθρώπου ως προς τη γνώση. Εμένα αυτό το πρόσωπο και η συγκεκριμένη θεατρική του εκδοχή και μορφή – αλλά και ευρύτερα- μου φαίνεται τόσο πολυδιαστρωματωμένη η οποία δε θεωρώ ότι μπορεί να περιοριστεί σε μια στατική απάντηση. Εχω την εντύπωση ότι το ερώτημα γι΄αυτό το πρόσωπο είναι πιο κινητοποιητικό στοιχείο απ΄ότι η απάντηση. Κάποτε είχε αντιμετωπιστεί μέσω της ψυχανάλυσης ως ένας τραυματισμένος ναρκισσιστής, αλλά προσωπικά δε θεωρώ ότι αυτή η απάντηση επαρκεί πλέον για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Περισσότερο λοιπόν, μέχρι να ολοκληρωθούν και οι παραστάσεις της φετινής σεζόν – γιατί η τέχνη μας είναι και λίγο πρακτική- καταλαβαίνουμε τη συνολικότερη εικόνα αφού παίξουμε και την τελευταία παράσταση και περάσει λίγος καιρός. Το να σκέπτομαι τον Ντον Ζουάν ως ένα αίνιγμα που γνωρίζω ότι δε θα λύσω μου φαίνεται το πιο δίκαιο πράγμα που μπορώ να κάνω απέναντι σ΄αυτή την πολλαπλότητα που εντοπίζω σ΄αυτό το πρόσωπο…
Να περάσουμε τώρα στα τηλεοπτικά και στον ρόλο του Δημοσθένη Μαντά που ερμηνεύετε στον β΄κύκλο της σειράς το « Κόκκινο Ποτάμι»;
Ο ρόλος μου δεν υπήρχε στον πρώτο κύκλο της σειράς, είναι καινούριος. Παράλληλα, είναι και η πρώτη φορά στην καριέρα μου που κάνω τηλεοπτική σειρά πολλών επεισοδίων. Είναι κάτι το οποίο από το 2004 που εργάζομαι δεν το έχω ξανακάνει κι έρχεται τώρα, στο μεσοστράτι, μπορεί να πει κανείς, της διαδρομής, σε μια καλή στιγμή θεωρώ. Και το γεγονός ότι πρόκειται για μια σειρά που σκηνοθετεί ο Μανούσος Μανουσάκης μου φάνηκε εξαιρετικά ευοίωνο γιατί είναι ένας άνθρωπος που έχει ταυτιστεί με σημαντικές στιγμές της ελληνικής τηλεόρασης οπότε η εμπειρία που ζω εκεί είναι πολύ γόνιμη και δημιουργική. Περνάω όμορφα, με διεγείρει γιατί μου θέτει ερωτήματα γύρω από το πώς μπορώ ν΄αντιμετωπίσω μια σειρά πολλών επεισοδίων η οποία είναι κι αυτή μια ξεχωριστή οντότητα στη δουλειά μας. Οπως είναι διαφορετική μια ταινία, ένα αυτοτελές επεισόδιο ή μια θεατρική παράσταση, εξίσου διαφορετική είναι και μια σειρά πολλών επεισοδίων την οποία, όπως είπα, δεν έχω αντιμετωπίσει ως τώρα και μου είναι terra incognita. Από κάποια πλευρά υπάρχουν ομοιότητες, κάποια στοιχεία κοινά στην υποκριτική τα οποία ισχύουν οπουδήποτε, αλλά υπάρχουν κι αρκετά πρωτόγνωρα στοιχεία με τα οποία σμιλεύομαι, τα μελετάω, προσπαθώ να τα προσεγγίσω οπότε όλο αυτό με βάζει σε μια αρκετά κινητοποιητική κατάσταση η οποία μου αρέσει, μου δημιουργεί αναστοχασμούς, ανάγκη για νέες προσπάθειες…
Ολη αυτή η διαδικασία που περιγράφετε δεν είναι κάπως πολυτελής για τους χρόνους της τηλεόρασης; Υπάρχει αυτή η δυνατότητα;
Είμαι ακριβώς στο όριο των δυνατοτήτων του χρόνου. Δηλαδή, δε θα μπορούσα ν΄αναλάβω κάτι παραπάνω. Το γεγονός ότι ο «Ντον Ζουάν» και το «Χιροσίμα αγάπη μου» επαναλαμβάνονται φέτος, μου προσφέρει μια δυνατότητα παραπάνω. Δεν είναι το ίδιο να ξεκινάς μια πρόβα από το μηδέν και να ξεκινάς έχοντας ήδη παίξει 50-60 φορές την παράσταση. Η τηλεόραση είναι ένα γρήγορο μέσο όπως το αντιλαμβάνομαι κι εγώ τώρα, το υποπτευόμουν, βέβαια, αλλά τώρα το βιώνω κιόλας. Κι αυτό αποτελεί για μένα στοιχείο πρόκλησης. Προσπαθώ να βρω με ποιά διαδικασία, με ποιούς τρόπους, δε θα κάνω αυτή την ταχύτητα βιασύνη. Θεωρώ ότι η βιασύνη είναι πονηρός σύμβουλος, όχι καλός. Οπότε, αυτός ο μετασχηματισμός της ταχύτητας με τέτοιους όρους ώστε να μη γίνει βιασύνη μου φαίνεται αρκετά ενδιαφέρον κομμάτι…Η τηλεόραση ως μέσο ουδέποτε μου φαινόταν δομικά αρνητικό. Εκείνο με το οποίο διαφωνώ – είτε συμβαίνει στην τηλεόραση είτε στο θέατρο είτε στο σινεμά- είναι η προχειρότητα…
Info: Η παράσταση «Μπάιρον, Τελευταίος Σταθμός, Μεσολόγγι» σε κείμενο Πανωραίας Μπενετάτου και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Διαμαντή θα παίζεται ως τον Δεκέμβριο στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού (Κουμπάρη 1). Με τους Μάνια Παπαδημητρίου, Δανάη Παπουτσή, Ομηρο Πουλάκη. Ο «Ντον Ζουάν» του Μολιέρου παίζεται στο Θέατρο Σημείο (Κεντρική Σκηνή) σε σκηνοθεσία Α. Διαμαντή.