Οκτώ μήνες μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και μαζί με το ερώτημα για το ποιος υπερισχύει στο μέτωπο, ερωτηματικό παραμένει και το ποιος αποκομίζει κέρδη από αυτόν – Η «μάχη» των τραπεζών με τον πληθωρισμό, η μεγάλη ευκαιρία των ΗΠΑ, το ερώτημα για τις αντοχές της ρωσικής οικονομίας και ο δύσκολος ευρωπαϊκός χειμώνας.
Σπύρος Χριστόπουλος//Action Press
Πριν ξεσπάσει η ουκρανική κρίση, διάφορα σοκ – π.χ. εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, Brexit, πανδημία – είχαν ταράξει την παγκόσμια οικονομία με μια σειρά από «ανωμαλίες», όπως ελλείψεις προϊόντων και διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, σε τέτοιο βαθμό που πολλοί μιλούσαν ακόμα και για το τέλος της παγκοσμιοποίησης.
Μέσα σε αυτήν την ανισορροπία η ρωσική εισβολή ξαναγύρισε τον κόσμο ανάποδα, καθώς οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία συνέδραμαν ώστε μια ενεργειακή κρίση που «σιγόκαιε», να πάρει τεράστιες διαστάσεις και να πυροδοτήσει ένα πρωτοφανές εδώ και τέσσερις δεκαετίες πληθωριστικό κύμα, αλλά και έναν χορό δισεκατομμυρίων που αλλάζουν χέρια με τέτοιο ρυθμό που κανείς δεν γνωρίζει που καταλήγουν.
Παγκόσμια ύφεση
Για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια τους για να καταστήσουν ακριβότερο το χρήμα, να μειώσουν την κατανάλωση και να ρίξουν τις τιμές. Πρώτη η Fed, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, έσυρε τον χορό, καθώς μέσα σε 96 ημέρες αύξησε τρεις φορές τα επιτόκια της (θα το πράξει και τέταρτη φορά στις αρχές Νοεμβρίου). Όσο η Fed αυξάνει τα επιτόκια, τόσο ενισχύει το δολάριο (ξαναβρήκε την αίγλη του ως «ασφαλές καταφύγιο») γεγονός που αναγκάζει και τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες να πράξουν ανάλογα (π.χ. τον περασμένο Σεπτέμβριο η ΕΚΤ αύξησε για πρώτη φορά στην ιστορία της τα επιτόκια) ώστε να αποτρέψουν πληθωριστικές πιέσεις στα νομίσματα τους.
Υπάρχει όμως μια ακόμα προβληματική παραδοχή. Λόγω των πολλαπλών κρίσεων και του αυξημένου κόστους διαβίωσης, οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, κάτι που συνεπάγεται υψηλότερο δανεισμό και άρα χρέος. Ο συνδυασμός του πρωτοφανούς πληθωρισμού, των υψηλών επιτοκίων και της αύξησης του χρέους προκαλεί τεράστιες διακυμάνσεις στην αγορά των ομολόγων, προκαλώντας αντιδράσεις στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα που δύσκολα μπορεί να αποτιμηθούν (χαρακτηριστική η περίπτωση της Μ. Βρετανίας όπου έπρεπε να παρέμβει η Τράπεζα της Αγγλίας για να μην «σκάσουν» τα συνταξιοδοτικά ταμεία).
Γίνεται φανερό πως το κυρίαρχο μοντέλο χαμηλών επιτοκίων και φθηνού δανεισμού, δεν υπάρχει πια. Τι θα ακολουθήσει είναι άγνωστο, αν και βασική εκτίμηση είναι ότι η παγκόσμια οικονομία (ακόμα και των ΗΠΑ και της ΕΕ) οδεύει σε ύφεση εντός του 2023, ενώ δεν λείπουν και τα σενάρια για μεγάλη οικονομική κρίση.
Οι ΗΠΑ κερδίζουν
Ακόμα και αν η αμερικάνικη οικονομία περάσει σε ύφεση, οι ΗΠΑ είναι στους οικονομικά κερδισμένους του πολέμου. Δεν είναι μόνο ότι θα αναλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, ούτε ότι οι βιομηχανίες όπλων της είναι αυτές που προμηθεύουν και θα προμηθεύουν τον ουκρανικό στρατό αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη (τα κράτη της ΕΕ έχουν δεσμευτεί να δαπανήσουν πάνω από 230 δις ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου τους). Είναι κυρίως ότι αντικαθιστούν τη Ρωσία ως προμηθευτή της Ευρώπης και γίνονται ηγέτιδα δύναμη στην εξαγωγή ενέργειας.
Με την απεξάρτηση τους από τα ρωσικά καύσιμα, οι Ευρωπαίοι παραδίδουν στους Αμερικάνους την αμυντική και ενεργειακή τους ασφάλεια. Εάν η Ρωσία δεν δώσει καθόλου αέριο στην Ευρώπη το 2023, τότε θα προκύψει ένα έλλειμμα 140 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί ως επί το πλείστον από ποσότητες αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Εάν συνυπολογιστεί πως οι τιμές θα αυξηθούν περαιτέρω (τον Σεπτέμβριο οι Ευρωπαίοι αγόραζαν το αμερικανικό LNG στα 57,8 δολάρια όταν στις ΗΠΑ ήταν 8 δολάρια ανά εκατομμύριο θερμικές μονάδες) και ότι οι πληρωμές θα γίνονται σε δολάρια (με αδύναμο ευρώ), τότε οι ΗΠΑ θα έχουν «πατήσει» για τα καλά στην Ευρώπη, απολαμβάνοντας σημαντικά κέρδη τις επόμενες δεκαετίες.
Οι Ρώσοι δεν χάνουν
Σε αυτό το συσχετισμό δυνάμεων και παρά τα 8 πακέτα κυρώσεων, η Ρωσία δεν χάνει. Προς το παρόν η οικονομία της αντέχει. Αντί για συρρίκνωση 12% το 2022, πλέον γίνεται λόγος για 4%, το ρούβλι παραμένει ισχυρό, η ανεργία διαμορφώνεται στο ιστορικό χαμηλό του 3,8% με έναν πληθωρισμό στο 13,7% ενώ το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε στα 51,9 δισεκατομμύρια δολάρια το τρίτο τρίμηνο του 2022. Όμως η επίδραση των κυρώσεων αρχίζει να φαίνεται. Τον Αύγουστο τα έσοδα από το αέριο έπεσαν στα 11,1 δις δολάρια (μειωμένα κατά 13% σε σχέση με τον Ιούλιο), ενώ το δημοσιονομικό πλεόνασμα υποχώρησε στα 850 εκατομμύρια δολάρια στο 9μηνο από 8 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν στο 6μηνο του 2022.
Όμως το ερώτημα είναι πόσο θα αντέξει. Από τον Δεκέμβριο αρχίζουν οι κυρώσεις της ΕΕ στο ρωσικό πετρέλαιο, αν και μέχρι στιγμής η Μόσχα έχει καταφέρει να διοχετεύσει το 75% των ποσοτήτων που προορίζονταν προς την Ευρώπη, σε Κίνα και Ινδία, με πολύ χαμηλές τιμές, περίπου 25 δολάρια το βαρέλι (υπό την έννοια αυτή Κίνα και Ινδία συγκαταλέγονται στους κερδισμένους του πολέμου). Μείζον ζήτημα για τη Ρωσία είναι τι θα γίνει με τα 140 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου που έδινε ετησίως στην Ευρώπη, καθώς δεν υπάρχουν οι υποδομές για να ανακατευθυνθούν οι ποσότητες αυτές προς την Κίνα και την ασιατική αγορά. Ίσως για αυτό, και σκεπτόμενος τα ημερήσια έσοδα του 1 δις ευρώ που λάμβανε από τους Ευρωπαίους, ο Πούτιν επανέφερε πρόσφατα την πρόταση του για άμεση επαναλειτουργία του αγωγού Nord Stream 2.
Η Ευρώπη βυθίζεται
Η μεγάλη χαμένη είναι η Ευρώπη. Οι επόμενοι 5 με 10 χειμώνες περιγράφονται εφιαλτικοί εξαιτίας της έλλειψης ενέργειας και της καταβολής υπέρογκων ποσών για την κάλυψη των αναγκών της. Η απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου, την οδηγεί σε αναζήτηση άλλων προμηθευτών – ΗΠΑ, Νορβηγία, Αζερμπαϊτζάν, Αλγερία -, οι οποίοι όμως δεν είναι σίγουρο ότι μπορούν να ανταποκριθούν. Ως βασική διέξοδος προβάλλει η προμήθεια του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ, αν και σε πολύ υψηλές τιμές σε μια εξαιρετικά ανταγωνιστική, ευμετάβλητη και αναξιόπιστη αγορά.
Εξαρτημένη όμως θα είναι η ΕΕ από τις ΗΠΑ και για το πετρέλαιο, καθώς αν και φέτος η δίψα της καλύφθηκε σε μεγάλο ποσοστό (κατά 1,2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως) από τα κράτη του Κόλπου, αυτά δεν είναι σε θέση να αυξήσουν την παραγωγή για να αντικαταστήσουν το ρωσικό πετρέλαιο.
Έτσι η Ευρώπη απομένει στην αγκαλιά των ΗΠΑ, όπου όμως οι Ευρωπαίοι θα υποφέρουν από την ακρίβεια, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες και επιχειρήσεις θα υπολειτουργούν ή θα λειτουργούν υπό συνθήκες τεράστιου κόστους (η βιομηχανική παραγωγή τον Ιούλιο υποχώρησε κατά 2,3% στην Ευρωζώνη, το υψηλότερο των τελευταίων δύο ετών), το ευρώ θα βυθίζεται στην αβεβαιότητα και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα χάνει διαρκώς σε πολιτική και οικονομική ισχύ.