Με την πανδημία του COVID-19 και τα lockdown πολλοί ήταν αυτοί που ένιωσαν ότι αυξήθηκε το βάρος τους. Και παρότι για την πανδημία του COVID όλοι ενημερώνονταν καθημερινά, λίγοι είναι αυτοί που μιλάνε ανοιχτά για μια άλλη πανδημία που μας απειλεί τα τελευταία 40 χρόνια και τις αιτίες της: την παχυσαρκία. Οι αριθμοί από μόνοι τους είναι σοκαριστικοί. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι αυτή τη στιγμή το ¼ του παγκόσμιου πληθυσμού είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και μέχρι το 2030 υπολογίζεται ότι το ½ των ανθρώπων θα είναι υπέρβαροι, εκ των οποίων τα 250 εκατομμύρια θα είναι παιδιά. Στην Ελλάδα μόνο, 6 στους 10 είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και κρατάμε τα σκήπτρα στην ΕΕ της παιδικής παχυσαρκίας.
Η βιομηχανία ενδυμάτων προσαρμόστηκε με ευκολία στην παραγωγή ενδυμάτων για μεγαλύτερα σώματα. Πώς όμως φτάσαμε από το small στο xx-large;
Η εμφάνιση των υπέρβαρων γίνεται εύκολα θέμα κριτικής ή χλευασμού. Υπάρχει η γενική αντίληψη ότι οι υπέρβαροι αντικαθιστούν το οποιοδήποτε συναισθηματικό κενό με την τροφή, άλλοι τους περιγράφουν ως άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αδύναμα να μειώσουν το βάρος τους, άλλοι πάλι μιλάνε για γενετικούς ή παθολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν την όρεξή μας και το βάρος μας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι διαφημίσεις που στοχεύουν στην ευαισθητοποίηση κατά της παχυσαρκίας έχουν την ίδια αντιμετώπιση: οι παχύσαρκοι εμφανίζονται σαν άτομα νωθρά, λαίμαργα και η μόνη λύση που προτείνεται είναι η σωματική άσκηση. Οι έρευνες ξεκάθαρα δείχνουν ότι οι παχύσαρκοι κρίνονται τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, και έχουν, λόγω εικόνας και όχι προσόντων, περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν μακροχρόνια άνεργοι, να λαμβάνουν μικρότερους μισθούς, και άρα η επαγγελματική τους επιτυχία είναι στατιστικά μικρή. Δηλαδή, το βάρος τους είναι ένας παράγοντας προσωπικής αποτυχίας. Είναι όμως δυνατόν το ¼ του πλανήτη να είναι προσωπικά αποτυχημένο και να μη μιλάμε για μια συνολική αποτυχία;
Παρατηρώντας τα διαγράμματα, είναι φανερό ότι σε παγκόσμιο επίπεδο το ζήτημα της παχυσαρκίας δεν υφίστατο καν μέχρι την δεκαετία του 1980, όταν ξαφνικά το κλίμα άλλαξε και το διάγραμμα παίρνει μια ανοδική πορεία, που καμία χώρα δεν κατάφερε να σταματήσει. Ελάχιστοι μιλάνε όμως για τον ρόλο που έχουν παίξει οι πολυεθνικές εταιρείες τροφίμων και τα έτοιμα επεξεργασμένα τρόφιμα στην πανδημία αυτή. Πώς έγινε αυτό;
Την δεκαετία του 1970, η διεθνής μάστιγα ήταν οι καρδιοπάθειες. Το διεθνές λόμπι της ζάχαρης, εξαγοράζοντας και διευθύνοντας τις επιστημονικές έρευνες, επιτέθηκε στα λιπαρά, ώστε να αναδειχθεί η ζάχαρη στο κατάλληλο υποκατάστατο τους, και φαίνεται ότι για την αντικατάσταση λιπαρών με την ζάχαρη είχαν προετοιμαστεί από την δεκαετία του 1960. Το πρωινό, που ήταν αποκλειστική φροντίδα των γυναικών, απαρτιζόταν από υλικά που ήταν λιπαρά, όπως αυγά, μπέικον, πολλές φορές και ό,τι είχε απομείνει από το προηγούμενο βράδυ. Σταδιακά, ξεκίνησε και η διασπορά της ιδέας ότι τα δημητριακά, και οι υδατάνθρακες εν γένει, είναι η βάση ενός υγιεινού πρωινού που κάνει τους ανθρώπους πιο παραγωγικούς. Οι εταιρείες παραγωγής δημητριακών, με πρώτη την Kellogg’s, επέμεναν παράλληλα, ότι τα δημητριακά ήταν πηγή βιταμινών. Σε μια ιστορική αναδρομή, βλέπουμε ότι το πλήρες πρωινό ήταν προνόμιο των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων για αιώνες, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η διατροφή των κατώτερων στρωμάτων βασιζόταν στους υδατάνθρακες, που κράταγαν την γλυκόζη σε υψηλά επίπεδα και καίγονταν δυσκολότερα, όμως και οι εργασίες τους ήταν κατά βάση χειρωνακτικές. Επομένως, το ισοζύγιο θερμίδων ήταν σε ισορροπία. Όμως, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, που οι εργασίες άρχισαν να γίνονται περισσότερο καθιστικές, και οι γυναίκες μπήκαν μαζικά στην αγορά εργασίας, αφήνοντας πίσω τους τις παραδοσιακές δουλειές του σπιτιού, όπως και την προετοιμασία των οικογενειακών γευμάτων, οι πολυεθνικές βρήκαν το κατάλληλο κλίμα για να εκτοξεύσουν τις πωλήσεις τους, χωρίς όμως ποτέ να επισημαίνονται τα κρυφά υλικά που μπαίνουν στα έτοιμα προϊόντα.
Οι έρευνες στο Ηνωμένο Βασίλειο έδειξαν ότι το 1980, το 58% των τροφίμων που καταναλώνονταν ήταν λαχανικά και ωμά τρόφιμα και μόνο το 26% προερχόταν από βιομηχανικά επεξεργασμένα τρόφιμα, και μόνο το 7% ήταν υπέρβαροι. Μέσα σε 20 χρόνια, το 2000, τα ωμά τρόφιμα ήταν ένα μόλις 28% έναντι 44% επεξεργασμένων τροφίμων, με 20% των ατόμων να θεωρούνται υπέρβαρα. Σήμερα, η μέση κατανάλωση επεξεργασμένων έτοιμων τροφίμων έχει σκαρφαλώσει στο 57% στους ενήλικες, στο 64% στα παιδιά και στο 68% στου εφήβους. Για έναν στους πέντε ενήλικες, το ποσοστό κατανάλωσης έτοιμων τροφίμων φτάνει το 80% και η χώρα μετρά ένα 63% ενηλίκων που είναι υπέρβαροι. Αριθμοί που δεν διαφέρουν και πολύ σε άλλες χώρες.
Σε μια εκπομπή-έρευνα του BBC, ένας γιατρός σε συνεργασία με μια γιατρό εξειδικευμένη σε θέματα παχυσαρκίας, έκανε ένα πείραμα. Χωρίς να αλλάξει τις καθημερινές του συνήθειες, θα έτρωγε αποκλειστικά έτοιμα επεξεργασμένα τρόφιμα για ένα μήνα, αυτή τη διατροφή που ακολουθεί ένας στους πέντε στην Βρετανία. Τα αποτελέσματα ήταν συγκλονιστικά: μέσα σε τέσσερις εβδομάδες, είχε πάρει 6,5 κιλά, το BMI του είχε ανέβει κατά 2 μονάδες, ανεβάζοντάς τον στην κατηγορία του υπέρβαρου, και οι λιπώδεις ιστοί του είχαν πάρει 3 κιλά. Το σημαντικότερο όμως ήταν το εξής: οι ορμόνες που στέλνουν το μήνυμα της πείνας στον εγκέφαλο είχαν αυξηθεί αισθητά, ρίχνοντας αντίστοιχα αυτές που δίνουν το σήμα του κορεσμού. Τέλος, μέσω μαγνητικού τομογράφου, βρέθηκε ότι τα κέντρα του εγκεφάλου που νιώθουν επιβράβευση, με αυτά που οδηγούν στις αυτόματες συμπεριφορές είχαν αποκτήσει άμεση σύνδεση. Για να χάσει αυτά τα κιλά κανείς η καλύτερη λύση είναι η άσκηση;
Οι έρευνες των τελευταίων ετών και τα αποτελέσματά τους αποδεικνύουν ότι η άσκηση από μόνη της δεν είναι η λύση για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας. Ένα αναψυκτικό 330ml περιέχει ούτε λίγο ούτε πολύ 10 κουταλιές ζάχαρης και χρειάζεται τρέξιμο 1,5 χιλιομέτρων για να καεί, ενώ μια σοκολάτα 546 θερμίδων χρειάζεται περίπου 80 λεπτά περπάτημα. Χρόνοι και στόχοι που για πολλούς είναι αδύνατον να επιτευχθούν μέσα σε μια γεμάτη ημέρα, στόχοι που δεν επιτυγχάνονται με μόνο 30 λεπτά περπατήματος ανά μέρα. Το μυστικό κατά της παχυσαρκίας είναι μια σωστή ισορροπημένη δίαιτα που βασίζεται στα φρέσκα τρόφιμα.
Τόσο η υπερβολική ζάχαρη, όσο και το αλάτι, αλλά και τα συντηρητικά που περιέχουν τα περισσότερα έτοιμα τρόφιμα και πολλές φορές περνούν απαρατήρητα, δημιουργούν μια ανισορροπία ορμονών στο σώμα μας, κρατώντας τα επίπεδα ινσουλίνης μονίμως υψηλά. Με την ινσουλίνη να ανεβαίνει σε οριακά επίπεδα, τα λιπώδη κύτταρά μας κατακρατούν τις περισσότερες θερμίδες κι έτσι δεν μένουν αρκετές θερμίδες για τους μύες και τον εγκέφαλό μας, ενώ παράλληλα μας ανεβάζουν σε υψηλά επίπεδα και τις ορμόνες του εγκεφάλου που μας κάνουν να νιώθουμε πιο ευτυχείς. Κοινώς, μας εθίζουν. Κι έτσι, ένα υπέρβαρο σώμα πριν την ενηλικίωση, όσα κιλά κι αν χάσει στην ενήλικη ζωή του, θα έχει πάντα την τάση να παίρνει κιλά, όπως ισχύει και το αντίστροφο. Το σώμα έχει μνήμη. Και σε όλα αυτά παίζουν μεγάλο ρόλο, τόσο η διαφήμιση, όσο και τα συστατικά των έτοιμων τροφίμων.
Αυτή τη στιγμή, η διατροφή μας ελέγχεται σε ένα τεράστιο ποσοστό από μάρκες που ανήκουν στις πολυεθνικές τροφίμων. Συγκεκριμένα, οι Nestle, Unilever, Coca-Cola, Kellogg’s, Pepsico, Danone, Associated British Foods και Mondelez, κάνουν ετήσιο τζίρο 500 δις δολλαρίων και ελέγχουν την διατροφή μας σε τεράστιο βαθμό. Είναι σχεδόν αδύνατον να μην βάλουμε κάτι στο τραπέζι μας που να μην ανήκει σε κάποια από αυτές τις εταιρείες σε καθημερινή βάση. Και διαθέτουν δύο πολύ σημαντικά όπλα: τις χαμηλές τιμές και την διαφήμιση. Επίσης, έχουν την αποκλειστικότητα εντός εισαγωγικών, αφού σε πολλές περιπτώσεις, εταιρείες που δουλεύουν σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο είτε εξαγοράζονται, είτε δεν έχουν την δυνατότητα να τις ανταγωνιστούν μέσω της διαφήμισης και των τιμών. Χωρίς επίσης αυτό να σημαίνει ότι και οι μικρότερες εταιρείες δεν προσθέτουν ποσότητες αλατιού ή ζάχαρης, και σίγουρα συντηρητικών για την παρασκευή των έτοιμων προϊόντων τους.
Έχει πλέον αποδειχτεί από έρευνες ότι η διατροφή των παιδιών έχει άμεση σχέση με τις διαφημίσεις. Και συνήθως οι διαφημίσεις στοχεύουν στα παιδιά. Αλλά αν όλα αυτά τα επικίνδυνα συστατικά κάνουν κακό στους ενήλικες, ας σκεφτούμε πόσο κακό μπορούν να κάνουν σε ένα παιδί του οποίου ο εγκέφαλος ακόμη βρίσκεται σε ανάπτυξη. Χρησιμοποιώντας το μάρκετινγκ και την άγνοιά μας ενίοτε, οι πολυεθνικές έπεισαν τους καταναλωτές ότι η λήψη σιδήρου, για παράδειγμα, επιτυγχάνεται μέσω των γαλακτοκομικών προϊόντων, που άρα είναι καλά ιδίως για τα παιδιά, πράγμα που επιστημονικά είναι αναληθές. Όμως αυτό είναι το λιγότερο κακό.
Στις μέρες μας, ένας άνθρωπος πεθαίνει κάθε 60 περίπου δευτερόλεπτα από διαβήτη, μια ασθένεια άμεσα συνδεδεμένη με την διατροφή μας και την παχυσαρκία, και χτυπά όλο και μικρότερες ηλικίες. Σκεφτείτε ότι κάθε χρόνο περισσότερα από 96.000 παιδιά στον κόσμο εμφανίζουν διαβήτη, και στην Ελλάδα υπάρχουν 7-10 περιπτώσεις παιδιών κάτω των 15 ετών με σακχαρώδη διαβήτη ανά έτος.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, αν γίνεται κάτι για όλα αυτά. Είμαστε τελικά καταδικασμένοι στο βωμό του κέρδους των πολυεθνικών τροφίμων; Το πρόβλημα είναι ότι μέχρι στιγμής, οι πολυεθνικές έχουν καταφέρει να βρίσκονται ένα βήμα μπροστά. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Coca-Cola. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που πολίτες κατέφυγαν στα δικαστήρια εναντίον του γνωστού αναψυκτικού με σκοπό να αλλάξει η πολιτική πώλησης του. Από τα Coke Leaks του 2016, μαθαίνουμε όμως ότι το λόμπι της εταιρείας δούλεψε μέσα στα υψηλά κλιμάκια για να μην περάσει μια τέτοια πολιτική. Κάποιοι επίσης θα νομίσουν ότι οι πολυεθνικές κοιτάνε να καλύψουν τα ηθικά τους κενά με την ευρεία παραγωγή light προϊόντων. Όμως αυτή είναι ακόμη μια τακτική μάρκετινγκ. Τα light προϊόντα, δεν εξασφαλίζουν την έλλειψη ζάχαρης ή αλατιού, αντιθέτως μπορεί να περιέχουν περισσότερα συντηρητικά ή γλυκαντικά που είναι εξίσου επιβλαβή για τον οργανισμό μας.
Αποδεδειγμένο είναι επίσης ότι η πληθώρα των «απενοχοποιητικών» ερευνών που προσπαθούσαν να διαλύσουν την σχέση επεξεργασμένων τροφίμων και παχυσαρκίας, ήταν στην ουσία χρηματοδοτούμενες από τις ίδιες τις πολυεθνικές βιομηχανίες τροφίμων. Παράλληλα, όταν η ΕΕ, πήρε την απόφαση να φέρουν τα έτοιμα τρόφιμα σήμανση, το nutri-score, το λόμπι των πολυεθνικών χρηματοδότησε την ΕΕ με 1 δις ευρώ για να μην κάνουν την απόφαση υποχρεωτική. Το nutri-score σήμερα υπάρχει σε μόνο έξι χώρες της ΕΕ, αλλά χωρίς την ύπαρξη ευρωπαϊκού νόμου, δεν είναι καν υποχρεωτικό στις χώρες αυτές.
Έτσι τίθεται το εξής ερώτημα: αν για τα τηλεοπτικά προγράμματα υπάρχει η κατάλληλη σήμανση, αν οι προειδοποιήσεις για τα τσιγάρα έχουν μέχρι στιγμής σώσει εκατομμύρια ζωών, τότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει κατάλληλη σήμανση ή προειδοποίηση στις διαφημίσεις για το κακό που προκαλούν αυτά τα τρόφιμα; Αν ακόμη και οι διαφημίσεις των στοιχηματικών εταιρειών προειδοποιούν για τον εθισμό που προκαλούν τα τυχερά παιχνίδια, γιατί να μην υπάρχουν προειδοποιήσεις για τον εθισμό και τις ασθένειες που προκαλούν οι τροφές μας;
Ας το δούμε από πολιτικής άποψης. Αυτή τη στιγμή, ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει το σύστημα μοιάζει με μια εξίσωση όπου οι αυξημένες πωλήσεις επεξεργασμένων τροφίμων, χωρίς την κρατική παρέμβαση, ισούνται με προβλήματα υγείας που προκαλούνται από την διατροφή μας και αντιμετωπίζονται φαρμακευτικά. Η αλλαγή μιας πολιτικής που θα στόχευε τα προϊόντα, θα σήμαινε όχι μόνο λιγότερα κέρδη για το λόμπι των πολυεθνικών τροφίμων, αλλά και λιγότερα έσοδα για τις πολυεθνικές φαρμάκων. Και παρότι δεν υπάρχει κάποια έρευνα που να αποδεικνύει ότι αυτά τα δύο λόμπι δουλεύουν μαζί, υπάρχουν έρευνες που αποδεικνύουν ότι δουλεύουν παράλληλα. Οι έρευνες έδειξαν ότι μόνο στις ΗΠΑ, από το 1999 έως το 2018, το φαρμακευτικό λόμπι ξόδεψε 4,7 δις δολλάρια, περίπου 233 εκ. δολλάρια ανά έτος, χρήματα που πήγαν σε υψηλόβαθμα άτομα του Κογκρέσου ή υποψηφίους, για να επηρεάσουν την νομοθεσία υπέρ τους.
Τελικά πώς μπορούμε να προστατευτούμε;
Αν γυρίσουμε δύο γενιές πίσω, θα δούμε ότι ακόμη και η παρασκευή σάλτσας ήταν καθαρά οικιακή εργασία. Η κονσερβοποίηση και η συντήρηση τροφίμων ήταν τέχνες υπαρκτές μέσα σε κάθε νοικοκυριό, εγγυώμενες την ποιότητα της διατροφής μας. Γυρνώντας σε τακτικές του παρελθόντος και αντικαθιστώντας τα έτοιμα επεξεργασμένα τρόφιμα, στο μέτρο που ο καθένας μπορεί, βασίζοντας την διατροφή μας σε φρέσκα τρόφιμα, και απαιτώντας συλλογικά ως καταναλωτές και ως κοινωνία την αλλαγή πολιτικής των βιομηχανιών τροφίμων, έχουμε την δυνατότητα να ελέγχουμε την ποιότητα των υλικών και των τροφίμων που βάζουμε στο τραπέζι μας, βοηθάμε όχι μόνο τους εαυτούς μας, αλλά κυρίως τις νεότερες γενιές στις οποίες έχουμε και την μεγαλύτερη υποχρέωση.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι αυτή τη στιγμή το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και μέχρι το 2030 υπολογίζεται ότι το 50% των ανθρώπων θα είναι υπέρβαροι, εκ των οποίων τα 250 εκατομμύρια θα είναι παιδιά.
Παρατηρώντας τα διαγράμματα είναι φανερό ότι σε παγκόσμιο επίπεδο το ζήτημα της παχυσαρκίας δεν υφίστατο καν μέχρι την δεκαετία του 1980, όταν ξαφνικά το κλίμα άλλαξε και το διάγραμμα παίρνει μια ανοδική πορεία, που καμία χώρα δεν κατάφερε να σταματήσει. Ελάχιστοι μιλάνε όμως για τον ρόλο που έχουν παίξει οι πολυεθνικές εταιρείες τροφίμων και τα έτοιμα επεξεργασμένα τρόφιμα στην πανδημία αυτή.