Ο δικηγόρος, θεσμικός εγγυητής του κράτους δικαίου

© Shutterstock

Προς έκπληξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του νομικού κόσμου, εισήχθη στο νέο ψηφισθέντα Ν. 4908/2022, με το άρθρο 72, τροποποιητική του άρθρου 187 ΠΚ διάταξη, με την προσθήκη έκτης παραγράφου, η οποία προβλέπει ότι: «στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ.».

Αρθρο του Θεόδωρου Π. Μαντά για το εβδομαδιαίο έντυπο Action24Press.


Η εν λόγω διάταξη, προβλέπει ότι ύστερα από καταδικαστική απόφαση, αφενός δεν είναι δυνατή η χορήγηση του ευεργετήματος της τριετούς αναστολής από την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής αφετέρου δεν επιτρέπεται η κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, μετατροπή της ποινής σε μη στερητική της ελευθερίας ποινή, ενώ παράλληλα, το ανασταλτικό αποτέλεσμα της τυχόν ασκηθείσης έφεσης, δεν επέρχεται, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Είναι εμφανέστατη η κατάλυση του τεκμηρίου αθωότητας των καταδικασθέντων, με ουσιαστική επιβολή προ-ποινής και αντιμετώπιση των κατηγορουμένων, ως ενόχων, δίχως να έχει καν μεσολαβήσει η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό και πολλώ δε μάλλον, δίχως να έχει επέλθει το αμετάκλητο της καταδίκης αυτών. Επί της ουσίας, η πρωτόδικη απόφαση εξοπλίζεται με άμεση εκτελεστότητα, δίχως να παρέχεται η παραμικρή δυνατότητα άμυνας εκ μέρους του καταδικασθέντος.
Συγχρόνως, παραβιάζεται εντελώς η αρχή της δίκαιης δίκης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς κάθε πρόσωπο που φέρεται προ των δικαστικών Aρχών, οφείλει να γνωρίζει εξαρχής τα σχετικά με την κατηγορία που του αποδίδεται, το πλαίσιο ποινής αλλά και εν γένει τις δικονομικές εγγυήσεις της διαδικασίας, δίχως αυτές να μεταβάλλονται, ώστε να προκαλείται ο αιφνιδιασμός του και η αναπότρεπτη βλάβη των δικαιωμάτων αυτού.


Περαιτέρω, η ισχύς της διάταξης, διαλαμβάνει δικονομική υφή και ως εκ τούτου, άμεση εφαρμογή σε εν εξελίξει δίκες, παρότι, τοποθετείται εντός κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Πέρα από το άτοπο της δικονομικής ρύθμισης από το ουσιαστικό δίκαιο, η εφαρμογή της διατάξεως σε δικαστηριακό επίπεδο, δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τη θέση του κατηγορουμένου και προκαλεί σύγχυση σε σχέση με την υποχρεωτική επιλογή του ηπιότερου ποινικού νόμου, η οποία αφορά στο ουσιαστικό και όχι στο δικονομικό δίκαιο.


Τέλος, η αφαίρεση της δυνατότητας για απόφαση εκ μέρους του φυσικού Δικαστή, σε σχέση με την χορήγηση αναστολής ή μετατροπής της ποινής, καθώς επίσης και της ανασταλτικής ισχύος ασκηθείσας έφεσης, διαρρηγνύει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Η νομοθετική λειτουργία οφείλει, σεβόμενη τις συνταγματικές επιταγές και με ιδιαίτερη έμφαση την αρχή της αναλογικότητας να νομοθετεί και σε καμία περίπτωση να διαμορφώνει τη δικανική πεποίθηση, ή να καθιστά αυτή δέσμια.


Εν προκειμένω, η ανασφάλεια του νομοθέτη σε σχέση με τις εγκληματικές οργανώσεις, οδηγεί στο απολύτως παράδοξο, δυνητικά έστω, να προκύπτει η δυνατότητα χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής σε καταδικασθέντες για αδικήματα για τα οποία προβλέπεται πρόσκαιρη ως και ισόβια κάθειρξη. Η αρχή της αναλογικότητας, συνιστά τη ρυθμιστική παράμετρο και το εχέγγυο ανάμεσα στη δικαιότητα της δικαστικής διαδικασίας και στη νομοθετική πρωτοβουλία. Δεν είναι δυνατό συνεπώς, να προκαλούνται κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, αξιολογικές αντινομίες τέτοιας έκτασης.
Μάλιστα, η ποινική μεταχείριση των κατηγορουμένων για αδικήματα στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας, οδηγεί στην ταυτόχρονη εξομοίωση, κατά την ποινική αξιολόγηση των συναφών εγκλημάτων που συνεκδικάζονται, εντός των ανωτέρω πλαισίων. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω αδικήματα δεν διαλαμβάνουν την απαραίτητα ξεχωριστή ποινική αξιολόγηση, ως προς το μέρος της εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης και αναγκαστικά, οι καταδικασθέντες οδηγούνται στη φυλακή.


Από την άποψη αυτή ήταν επιβεβλημένη η απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, για την πραγματοποίηση στοχευμένης αποχής από τις ποινικές δίκες πλημμεληματικές και κακουργηματικές πρώτου βαθμού σε υποθέσεις που υπάρχει κατηγορία για σύσταση και συμμορία, σύμφωνα με το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα.
Με τον τρόπο αυτό, οι δικηγόροι και τα θεσμικά τους όργανα παρεμβαίνουν αποτελεσματικά σε νομοθετικό επίπεδο για τη διασφάλιση των κανόνων του κράτους δικαίου και ταυτόχρονα ευθυγραμμίζονται με την ελληνική κοινωνία στην προσπάθεια της να μην αποδεχθεί μια κατασταλτική λειτουργία της Πολιτείας.

Ο Θεώδορος Π. Μαντάς είναι Ποινικολόγος – Μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

Για να ενημερώνεστε πάντα πρώτοι!

Κάνε εγγραφή στο Newsletter μας και απόκτησε πρόσβαση στα νέα πριν από όλους τους άλλους.