Η Λιζ Τρας είναι η νέα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, όπως ανακοινώθηκε κι επίσημα το μεσημέρι της Δευτέρας.
Ετσι, το άλλοτε «χρυσό αγόρι» των Τόρις, με τη ζηλευτή μόρφωση, τη δισεκατομμυριούχο σύζυγο, τον μεγιστάνα πεθερό και την τεράστια περιουσία, Ρίσι Σούνακ έχασε από τη Λιζ Τρας, η οποία μόλις και μετά βίας, την ύστατη στιγμή κατάφερε να μπει στον «τελικό».
Σπύρος Χριστόπουλος/ ActionPress
Η 47χρονη Λιζ Τρας, η οποία ήταν υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Τζόνσον, από τη στιγμή που μπήκε στην τελική δυάδα, θεωρούταν βέβαιο ότι θα επικρατούσε του Σούνακ. Αυτό έλεγαν οι δημοσκοπήσεις, βάσει των οποίων ο σούπερσταρ, ινδικής καταγωγής, Σούνακ θα έχανε, όποιον υποψήφιο και εάν είχε απέναντι του, κάτι που μάλλον θα πρέπει να αποδοθεί στη «σύνθεση» των 160.000 με 180.000 μελών του Συντηρητικού κόμματος, οι οποίοι είναι δυσανάλογα λευκοί, άντρες, ηλικιωμένοι, κυρίως από τη νότια Αγγλία και βαθιά Δεξιοί.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν ότι η Τρας τους είπε όλα εκείνα που ήθελαν να ακούσουν, παρά το γεγονός ότι κανείς Βρετανός δεν είναι σίγουρος τι ακριβώς θα κάνει και ποια είναι η πολιτική της κατεύθυνση και στρατηγική, καθώς είναι γνωστή η τάση της να υποστηρίζει αυτό που κάποτε πολεμούσε φανατικά (π.χ. Brexit, μοναρχία).
Το βασικότερο όλων είναι ότι έχει δεσμευτεί να μειώσει τους φόρους (λέει ότι έχει έτοιμο σχέδιο για μείωση της φορολογίας κατά 30 δισεκατομμύρια λίρες), υπόσχεση που εξαρχής σαγήνευσε τους Συντηρητικούς, οι οποίοι ονειρεύονται μια μικρότερη κυβέρνηση, χαμηλούς φόρους και ένα σκληρότερο Brexit.
Άλλωστε αυτή ήταν η επιθυμία των μελών: να επιστρέψει το κόμμα στις παραδοσιακές του πολιτικές αξίες και ο νέος αρχηγός να πάρει αποστάσεις από την υψηλή φορολογία της κυβέρνησης Τζόνσον, εκφραστής της οποίας ήταν ως υπουργός Οικονομικών, ο Ρίσι Σούνακ, ο οποίος κατά την προεκλογική εκστρατεία ουδέποτε έθεσε ως προτεραιότητα του τη μείωση των φόρων, εάν πρώτα δεν υποχωρούσε ο πληθωρισμός. Πολιτική στάση που προφανώς και θα του στοιχίσει.
Η σκιά του Μπόρις
Δεύτερο συστατικό της επιτυχίας της Τρας ήταν η πίστη της στον Τζόνσον, τον οποίο στήριξε μέχρι την τελευταία στιγμή, σε αντίθεση με τον Σούνακ, η παραίτηση του οποίου ήταν και αυτή που άνοιξε το δρόμο για την κατάρρευση της κυβέρνησής του.
Δημοσκοπήσεις στα μέλη των Συντηρητικών δείχνουν πως εάν ο Τζόνσον ήταν υποψήφιος για την αρχηγία, θα κέρδιζε άνετα κάθε αντίπαλο. Το ότι έφερε εις πέρας το Brexit και έδωσε το 2019 στους Τόρις τη μεγαλύτερη εκλογική τους νίκη από την εποχή της Θάτσερ είναι παράμετροι που δείχνουν πως κανένα σκάνδαλο δεν μπορεί να επισκιάσει τη δημοφιλία του Τζόνσον. Και ακριβώς αυτήν «καρπώνεται» πολιτικά η Τρας.
Το μεγάλο ερωτηματικό όμως είναι εάν η Τρας ως πρωθυπουργός θα καταφέρει να υλοποιήσει όλα αυτά που έχει υποσχεθεί, με πρώτο και καλύτερο τη μείωση της φορολογίας. Αναλυτές υποστηρίζουν ότι λόγω του πολύ υψηλού πληθωρισμού, της εκτίναξης των τιμών στην ενέργεια και της εύθραυστης κατάστασης της βρετανικής οικονομίας, θα είναι ακατόρθωτο να υλοποιηθεί το εξαιρετικά φιλόδοξο μα και δαπανηρό κυβερνητικό πρόγραμμα της. Η Τρας ευελπιστούσε ότι μειώνοντας τους φόρους κατά 30 δις λίρες θα «χρηματοδοτούσε» την ανάπτυξη, μόνο που η «ιδέα» της μοιάζει παράταιρη σε μια χρονική στιγμή που το οικονομικό τοπίο επιδεινώνεται ραγδαία μέρα με την ημέρα.
Θα αντέξει;
Αλλά το πρόβλημα της δεν είναι μόνο η πολιτική της αξιοπιστία και το εάν θα καταφέρει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της. Είναι ότι αποτελεί εξαρχής μια αδύναμη πρωθυπουργό, δεδομένου ότι έχει οριστεί μέσω μιας εξωκοινοβουλευτικής διαδικασίας, μέσω των μελών του κόμματος της που αποτελούν μόλις το 0,3% των ενήλικων Βρετανών με δικαίωμα ψήφου.
Και μπορεί αυτό να έχει προηγούμενο στην βρετανική πολιτική ιστορία (μέχρι στιγμής έχει γίνει τέσσερις φορές), αλλά αυτό που είναι πρωτοφανές είναι ότι για να γίνει πρωθυπουργός η Τρας, τα μέλη έπρεπε να ανατρέψουν την προηγούμενη ψήφο των βουλευτών, οι οποίοι ψήφισαν μαζικά υπέρ του Σούνακ.
Σε αντίθεση με την Μέι το 2016 αλλά και με τον Τζόνσον το 2019, η Τρας όχι μόνο δεν ήταν η πρώτη επιλογή των βουλευτών (μόλις 50 από τους 357 την ψήφισαν στον α’ γύρο της εσωκομματικής διαδικασίας) αλλά μέχρι τον προτελευταίο γύρο αποτελούσε την τρίτη επιλογή, όντας πίσω από τον Σούνακ και την Μορντόντ, την οποία και κατάφερε να περάσει στην τελευταία ψηφοφορία με τις ψήφους 113 βουλευτών.
Συνεπώς η Τρας καλείται να κυβερνήσει μια χώρα με ένα πρόγραμμα που μάλλον δεν βγαίνει και να διαχειριστεί ένα κόμμα, έχοντας βουλευτές που οι περισσότεροι δεν την θέλουν (εξίσου αρνητική εντύπωση για το πρόσωπο της έχουν και και πολλοί ηγέτες της Δύσης).
Πρόωρες εκλογές
Πρόκειται λοιπόν για ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πολιτικό περιβάλλον, στο οποίο η Τρας καλείται από τη μια να ηγηθεί ενός κόμματος που είναι άγνωστο αν ελέγχει τη στιγμή που θα πρέπει να βρει την κατάλληλη ισορροπία με στελέχη υψηλού προφίλ και φιλοδοξιών, όπως π.χ. ο Μπόρις Τζόνσον ή ο Μάικλ Γκρόουβ και από την άλλη να επιλέξει ικανούς υπουργούς σε ένα κυβερνητικό σχήμα που θα κληθεί να φέρει εις πέρας ένα μάλλον ανεφάρμοστο πρόγραμμα σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας της Μ. Βρετανίας εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης, της διαφαινόμενης οικονομικής ύφεσης και των επερχόμενων απεργιακών κινητοποιήσεων.
Καλείται δηλαδή να κυβερνήσει αποτελεσματικά με μια κοινωνία σε αναβρασμό και με ένα κόμμα γεμάτο υποψήφιους «αντάρτες» που υπολείπεται των Εργατικών στις δημοσκοπήσεις, γνωρίζοντας ότι σε μια διετία από σήμερα θα πρέπει να οδηγήσει το κόμμα σε εκλογές, έχοντας δημιουργήσει όλες τις συνθήκες για να επικρατήσει.
Είναι ένα τεράστιο στοίχημα που ενδεχομένως να μην μπορούσαν να κερδίσουν πολύ πιο ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες. Μια άποψη λέει πως για να διασωθεί πολιτικά, και να μετατρέψει τη σημερινή αδύναμη πρωθυπουργία της σε ισχυρή, θα πρέπει να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές. Αλλά αυτή είναι μια εξαιρετικά δύσκολη απόφαση με μεγάλο ρίσκο. Είναι άραγε τόσο τολμηρή η Τρας;