Για όλους όσοι μεγάλωσαν με τη «Λιλιπούπολη», τη θρυλική εκπομπή του Γ΄προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας την εποχή που βρισκόταν υπό την εμπνευσμένη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, ο Νίκος Κυπουργός είναι μια ξεχωριστή καλλιτεχνική προσωπικότητα. Προφανώς, όχι μόνο γι΄αυτούς αφού ο συνθέτης μετρά δεκαετίες μιας εξαιρετικά ποικιλόμορφης δημιουργικής διαδρομής η οποία μάλιστα κατά καιρούς τιμήθηκε με σημαντικά βραβεία.
Συνέντευξη στην Ίσμα Τουλάτου//ActionPress
Φέτος το καλοκαίρι δίνει διπλό «παρών» στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ. Στις 22 και 23 Ιουλίου, θα παρουσιαστεί σε μουσική του η κωμωδία «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου. Νωρίτερα, όμως, στις 9 του ίδιου μηνός, υπό τον τίτλο «Τα Κυπο-θεατρικά» μας καλεί σε μια ατμοσφαιρική βραδιά, αφιερωμένη στο πολύπλευρο έργο του για το θέατρο, το οποίο εκτείνεται από το αρχαίο δράμα ως το μιούζικαλ. Μέσα από απρόσμενες συναντήσεις, καταξιωμένοι προσκεκλημένοι θα αποκαλύψουν σ΄όλους όσοι βρεθούν εκεί τα πολλά πρόσωπα της μακρόχρονης διαδρομής του συνθέτη μέσα από άγνωστα αλλά και αγαπημένα τραγούδια του, με τον ίδιο να διευθύνει την ορχήστρα.
Με την ευκαιρία της βραδιάς αυτής, λοιπόν, ο Νίκος Κυπουργός μιλά στην Action24Press για το πώς «γεννήθηκε» αυτή η συναυλία, για τη σχέση του με το θέατρο, θυμάται περιστατικά με πρωταγωνιστές κορυφαίες προσωπικότητες του χώρου ενώ παράλληλα, εξηγεί πώς λειτουργεί η έμπνευση σε ζοφερούς καιρούς όπως αυτοί που διανύουμε…
Πώς προέκυψαν τα «Κυπο-θεατρικά»; Να μιλήσουμε λίγο για τη λογική και τη φιλοσοφία της εκδήλωσης;
Από την περίοδο της καραντίνας είχα συγκεντρώσει τα τραγούδια που είχα γράψει για το θέατρο τα τελευταία σαράντα χρόνια και συνειδητοποίησα ότι πολλά απ΄αυτά θα μπορούσαν να αυτονομηθούν από την παράσταση για την οποία γράφτηκαν. Πρόκειται για μια συναυλία που μας ταξιδεύει σε τόπους και σ΄εποχές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, από τον Αριστοφάνη ως τον Μποστ, από τον Σαίξπηρ ως τον Πιραντέλλο. Με μουσικές αναφορές από την Αναγέννηση ως την σύγχρονη μουσική, από την τζαζ ως την παραδοσιακή. Γι΄αυτό επέλεξα τραγουδιστές με ιδιαίτερο στίγμα που να προέρχονται από διαφορετικούς χώρους. Ετσι, θα μοιραστούμε αυτή τη βραδιά με τον Γιάννη Διονυσίου, τον Χρήστο Θηβαίο, τη Μαρία Κατριβέση, τον Δημήτρη Πακσόγλου, αλλά και τη Μαρίνα Σάττι με την Ερασμία Μαρκίδη και την Ελενα Παπαδημητρίου. Τη σκηνοθετική επιμέλεια της βραδιάς έχει ο Θοδωρής Αμπαζής.
Aναφερθήκατε ήδη στο ευρύ φάσμα της μουσικής σας για το θέατρο. Υπάρχει, άραγε, κάποιο είδος που προτιμάτε;
Για ν΄ασχοληθείς με τη μουσική για το θέατρο, όπως και για τον κινηματογράφο, δεν αρκεί να την αγαπάς, πρέπει να χαίρεσαι να μεταμορφώνεσαι, όπως, ας πούμε, ένας ηθοποιός. Κάθε φορά είναι ένα διαφορετικό ταξίδι στον κόσμο του συγγραφέα αλλά και στον κόσμο που γεννιέται μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη επάνω στο έργο. Εμβάθυνα σε είδη μουσικά που αγαπούσα μεν, αλλά χωρίς τις συγκεκριμένες αφορμές δεν θα τα είχα, ίσως, προσεγγίσει. Θα είχα γράψει, άραγε, αλλιώς ένα «παραδοσιακό» νανούρισμα όπως το «Βλέφαρό μου» ή ένα «ροκ» τραγούδι όπως το «Saved»;
Αναρωτιέμαι, τώρα που δουλεύετε για τη συναυλία αυτή, σας έρχονται στο μυαλό ιστορίες από αντίστοιχες παραστάσεις; Θυμάστε κάποια ή κάποιες που σας έχει μείνει ιδιαίτερα στο μυαλό; Κάποιον συνεργάτη, για παράδειγμα, κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό;
Οι ιστορίες είναι πραγματικά ατελείωτες… Θυμάμαι ένα βράδυ στην πρόβα του αείμνηστου Λευτέρη Βογιατζή για τη «Νύχτα της Κουκουβάγιας», μπαίνω στο θέατρο και λέω «μα είναι δυνατόν να κάνετε ακόμα πρόβα τη στιγμή που έξω έχει έκλειψη σελήνης;». Πετάχτηκαν όλοι έξω, ανακουφισμένοι, ύστερα από τη δεκάωρη πρόβα, ο Λευτέρης μου έριξε ένα βλέμμα δολοφονικό και μας ακολούθησε με βαριά καρδιά. Δε νομίζω ότι μου το συγχώρησε ποτέ..
Μπορώ επίσης να θυμηθώ όταν πήγα και βρήκα τον Σπύρο Ευαγγελάτο στη Λυρική Σκηνή και του ζήτησα ν΄αλλάξω ένα χορικό, δε θυμάμαι, αυτή τη στιγμή, αν ήταν για την «Ηλέκτρα» ή για τις «Βάκχες», που είχα παραδώσει και διδάξει, αλλά εκείνη την ώρα είχα μια καλύτερη ιδέα. Μου είπε: «Νίκο μου, με τις ευλογίες μου, αλλά δεν θα φύγεις από εδώ αν δεν μου παραδώσεις τη νέα παρτιτούρα». Κάθισα μια-δυο ώρες σε μια καρέκλα στη μέση της σκηνής, θυμάμαι, μπροστά σ΄ένα τραπέζι του σκηνικού μέχρι που τελείωσα και φύγαμε μαζί από το θέατρο «Ολύμπια»…
Να μιλήσουμε λίγο για το κομμάτι της συνεργασίας που προϋποθέτει μια μουσική για το θέατρο σε σχέση με την «αυτόνομη» συνθετική δουλειά; Πώς προσεγγίζετε αυτή την πτυχή; Θα λέγατε ότι η συνεργασία, και όσα αυτή συνεπάγεται, είναι πιο δημιουργική ή πιο δύσκολη διαδικασία;
Πάντοτε πίστευα ότι η παραγγελία είναι μια συνθήκη που σου λύνει τα χέρια. Είναι το έργο πρώτα-πρώτα που σου γεννάει ιδέες. Κι έπειτα, η ματιά του σκηνοθέτη την οποία καλείσαι να υπηρετήσεις. Νομίζω ότι το δυσκολότερο κομμάτι στη δημιουργία είναι η αρχή, η επιλογή των ορίων, το ύφος… Εφόσον λοιπόν το πλαίσιο και τα όρια έχουν ήδη τεθεί, έξωθεν, ξεκινάς από το Β, από την ουσία, βουτάς κατευθείαν στη δημιουργία. Η πρόβα γεννάει ιδέες, σε εμπνέει, σε κινητοποιεί. Επιπλέον, είναι μια ωραία άσκηση κοινωνικότητας, ιδίως όταν αυτή δε σε χαρακτηρίζει όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μου. Στο θέατρο συναντιέσαι με πολλούς ανθρώπους, συνταξιδεύεις, μοιράζεσαι εμπειρίες και ιδέες με πολύ μεγαλύτερη ευκολία απ΄ό,τι το κάνεις στην καθημερινή ζωή.
Το γεγονός ότι οι κρίσεις στην κοινωνία μας διαδέχονται η μία την άλλη τα τελευταία χρόνια (οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος) πώς λειτουργεί για σας σε σχέση με τη δημιουργία, με το κομμάτι της έμπνευσης;
Οι δύσκολοι καιροί κάθε άλλο παρά αποθαρρύνουν τη δημιουργία. Αρκεί βέβαια να μην είσαι στο νοσοκομείο ή στα χαρακώματα. Αν και, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, ακόμα κι εκεί μπορούν να γεννηθούν ιδέες και μάλιστα όχι κατ΄ανάγκη συνδεδεμένες με το παρόν. Επειδή η μουσική αλλά και η Τέχνη, γενικότερα, λειτουργεί και ως καταφύγιο, όσο πιο σκοτεινό γίνεται το τοπίο έξω τόσο πιο πολύ έχεις την ανάγκη να καταφύγεις σ΄αυτήν προκειμένου να αντλήσεις δύναμη. Υπ΄αυτήν την έννοια, όσοι ασχολούμαστε με την τέχνη είμαστε τυχεροί.
Σε περιόδους κρίσης, κατά κανόνα ακούγονται διάφορα για την Τέχνη και τον ρόλο που μπορεί να παίξει στην ανακούφιση της κοινωνίας. Εσείς, αλήθεια, τί πιστεύετε; Μπορεί όντως να παίξει σημαντικό ρόλο;
Ναι. Η Τέχνη δεν είναι καταφύγιο μόνο για τους καλλιτέχνες αλλά και για όλους όσοι την έχουν ανάγκη. Λειτουργεί τότε ως φάρμακο. Πόσοι όμως και πόσο την έχουν στ΄αλήθεια ανάγκη; Και τί εννοούμε Τέχνη; Όλα εξαρτώνται και από τον εκάστοτε δέκτη. Ως μουσική, ας πούμε, ο καθένας εννοεί κάτι άλλο. Οι περισσότεροι την ταυτίζουν με το τραγούδι: κανένα πρόβλημα ως εδώ, αν και είναι κρίμα. Άλλες ανάγκες εξυπηρετεί η κατά μόνας ακρόαση ή η ακρόαση μιας συναυλίας κλασικής ή τζαζ μουσικής και άλλες η μουσική για διασκέδαση ή εκτόνωση. Και άλλες, τέλος, η μουσική ηχορύπανση που σου επιβάλλει ο «κάγκουρας» περνώντας απ΄τον δρόμο με τα ηχεία στη διαπασών. .. Τελοσπάντων, πιστεύω ότι θα υπάρχουν πάντοτε αρκετοί άνθρωποι να φωτίζουν την Τέχνη αλλά και να φωτίζονται απ΄αυτήν…