Αν και το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη έχει περάσει σε μια φάση «συμβίωσης» με τον κορωνοϊό, προσπαθώντας να προσαρμοστεί σε μια κοινή ζωή μαζί του και να τον κατανοήσει, στην Κίνα, στη γενέτειρα του, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν με μένος τον «ατίθασο ιό». Σε τέτοιο βαθμό που μόλις μερικά κρούσματα φτάνουν για να κλείσουν ολόκληρες γειτονιές και μεγαλουπόλεις, αναγκάζοντας τους πολίτες σε πολυήμερες καραντίνες και απομόνωση αλλά και σε ένα καθημερινό, εξαντλητικό testing που έχει εξελιχθεί σε ψυχαναγκαστική εμμονή.
Την 1η Σεπτεμβρίου η μητρόπολη Τσενγκντού των 21 εκατομμυρίων κατοίκων στα νοτιοδυτικά της Κίνας μπήκε σε lockdown για 156 κρούσματα, ενώ και η Σενζέν (πόλη – τεχνολογικό hub) «έκλεισε» ολόκληρες γειτονιές της για μόλις 35 κρούσματα, εκ των οποίων τα 11 ήταν ασυμπτωματικά.
https://www.youtube.com/watch?v=_UP26hwWk48
Αντίστοιχος παραλογισμός και αλλού, όπως π.χ. στη Γουιγιάνγκ όπου μερικές δεκάδες κρούσματα έκλεισαν μια πόλη 6 εκατομμυρίων ή στη Σανγκάη όπου επιβλήθηκε lockdown μιας εβδομάδας σε ξενοδοχείο διότι ένοικος του ήρθε σε επαφή με πιθανό κρούσμα.
Το οικονομικό κόστος από αυτή την πολιτική είναι ήδη μεγάλο. Εκτιμάται πως το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά περίπου 3% το 2022 (έναντι προβλέψεων για 5,5%) λόγω των συνεχών lockdown, τη στιγμή που η ανεργία στους νέους έχει φτάσει στο 20%, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κινδυνεύουν με κατάρρευση και οι εξαγωγές είναι σε διαρκή πτώση.
Στην Τσενγκντού, οι αρχές δεν επέτρεψαν στους κατοίκους να βγουν από τα σπίτια
τους ακόμα και όταν έπληξε την πόλη ένας σεισμός 6,6 Ρίχτερ.
Το Πεκίνο αναφέρει πως η ακολουθούμενη στρατηγική είναι απαραίτητη μια και μόλις
το 61% των ατόμων άνω των 80 ετών έχει εμβολιαστεί πλήρως, ενώ είναι μικρός και ο
αριθμός όσων έχουν νοσήσει και άρα έχουν φυσική ανοσία.