To 1999 δεν υπήρχε μπάντα στο mainsteam ροκ που να εξέφραζε τις πολιτικές της θέσεις τόσο ανοικτά όσο οι Rage Against the Machine.
Στην εμφάνισή τους στο Woodstock εκείνη τη χρονιά, οι RATM αποφάσισαν εν μέσω των μαζικών κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, να πάρουν για ακόμη μία φορά θέση καίγοντας την αμερικανική σημαία επί σκηνής.
Η 30ή επέτειος του Woodstock ήταν ένα μεγάλο γεγονός. Περισσότεροι από 200 χιλιάδες θεατές είχαν συγκεντρωθεί στην πόλη Rome της Νέας Υόρκης για να γιορτάσουν τα γενέθλια του ιστορικού φεστιβάλ.
Λόγω όμως των τραγικών ελλείψεων σε βασικά αγαθά, όπως οι τουαλέτες και το πόσιμο νερό, με ευθύνη των διοργανωτών, το φεστιβάλ θεωρείται ως ένα από τα πιο αποτυχημένα όλων των εποχών. Βέβαια, για την προβληματική φύση του φεστιβάλ δεν ευθύνονταν μόνο οι διοργανωτές αλλά και οι θεατές.
Η υποτιθέμενη ατμόσφαιρα «ελευθερίας και αγάπης» που διαφήμιζε το φεστιβάλ δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Μετά το τέλος του φεστιβάλ ακολούθησαν πολυάριθμες καταγγελίες γυναικών για περιστατικά βιασμών και σεξουαλικής παρενόχλησης μέσα στον χώρο της εκδήλωσης, ενώ σημειώθηκαν εκτεταμένοι βανδαλισμοί και επεισόδια.
«Τρεις άνδρες κρατούσαν τα χέρια και τα πόδια μου και άλλοι τρεις ή τέσσερις είχαν απλώσει τα χέρια τους πάνω μου. Ενας άλλος φώναζε “σκίστε την”» περιέγραφε μία γυναίκα στο περιοδικό Spin που προτίμησε να παραμείνει ανώνυμη. Αν και τελικά κατάφερε να ξεφύγει θυμάται ότι «το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να σκοτώσω κάποιον».
Αυτές οι ματσό συμπεριφορές βρήκαν «καταφύγιο» στις εμφανίσεις των nu-metal μπαντών όπως, όπως οι Limp Bizkit, οι Korn και οι Insane Clown Posse που στα τέλη της δεκαετίας του 1990 είχαν «καταλάβει» τα μουσικά charts, έχοντας ξεχωριστή θέση στα Walkmans των εφήβων της εποχής.
Οι Rage Against The Machine αν και συχνά κατατάσσονταν στο ίδιο ρεύμα με τις προαναφερθείσες μπάντες λόγω της ποιότητας των στίχων του Zack de la Rocha και τους ηχητικούς πειραματισμούς του Tom Morello γρήγορα ξεχώρισαν.
«F@ck you I won’t do what you tell me!»
Το 1999 ήταν το έτος γιγάντωσης του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό. Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς διοργανώθηκαν μαζικές διαδηλώσεις σε συνέδριο του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου στο Σιάτλ, οι οποίες λόγω της βίαιης αστυνομικής καταστολής και των εκτεταμένων επεισοδίων που σημειώθηκαν έμειναν γνωστές ως «η μάχη του Σιάτλ».
Αν και η εμφάνιση των RATM προηγήθηκε των κινητοποιήσεων στο Σιάτλ, οι στίχοι της μπάντας εξέφραζαν μέρος των κοινωνικών κινημάτων της εποχής. Πριν λοιπόν οικειοποιηθούν τον στίχο «F@ck you, I won’t do what you tell me!» 15χρονοι έφηβοι που «επαναστατούσαν» απέναντι στον μικροαστισμό των γονιών τους, υπήρχε ένας κόσμος που έβρισκε πραγματικά τον εαυτό του μέσα στη μουσική της μπάντας.
Πριν εμφανιστούν οι Rage είχε προηγηθεί το set των Limp Bizkit στο οποίο ο τραγουδιστής της μπάντας Fred Durst ενθάρρυνε συνεχώς τις βίαιες διαθέσεις του κοινού. Μόλις ανέβηκαν στη σκηνή οι RATM δεν έδειξαν πως είχαν σκοπό να «ηρεμήσουν» τα πνεύματα.
«Know Your Enemy», «Βullet In The Head», «Born of a Broken Man», «Bombtrack», «Bulls On Parade». Η μπάντα δεν άφησε κανένα hit έξω από το setlist.
Μετά από μία ώρα «χάους» όμως είχε ήρθε η στιγμή για τον απόλυτο «αντί-συστημικό» ύμνο των 90s: το «Killing in the Name».
Οπως ήταν λογικό το κομμάτι λειτούργησε σαν «βαλβίδα αποσυμπίεσης» για την ένταση που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα από την αρχή του φεστιβάλ. Η κορύφωση ήρθε όταν ο μπασίστας της μπάντας Tim Commerford πήρε την αμερικανική σημαία που ήταν κρεμασμένη πάνω στον ενισχυτή του και της έβαλε φωτιά, προκαλώντας πανδαιμόνιο.
Στον απόηχο της συναυλίας χύθηκαν τόνοι μελάνης από τους υπερασπιστές της υποτιθέμενης «σιωπηλής πλειοψηφίας» (ή αλλιώς μεσαίας τάξης) καταδικάζοντας τον «αντί-πατριωτισμό» και την «προκλητική συμπεριφορά» της μπάντας.
Ενα χρόνο μετά το φεστιβάλ ο Morello σε συνέντευξή του, παρόλο που καταδίκασε απερίφραστα τις σεξουαλικές επιθέσεις που σημειώθηκαν στο φεστιβάλ, υπερασπίστηκε τους νέους απέναντι στη «δαιμονοποίησή» τους από τα μίντια. «Πιστεύω ότι οι σεξουαλικές επιθέσεις που συνέβησαν ήταν απαίσιες και απαράδεκτες», είχε δηλώσει. «Αλλα σε γενικές γραμμές, πιστεύω ότι η κάλυψη από τα μίντια ήταν εντελώς άδικη και προσπάθησε να “δαιμονοποιήσει” μία ολόκληρη γενιά επειδή υπήρχαν μερικοί ηλίθιοι».
Σήμερα, ο Morello έχει διαφορετική άποψη. «Για μένα το Woodstock ‘99 ήταν το χαμηλότερο σημείο του nu metal» ανέφερε σε συνέντευξή του για το βιβλίο «Louder Than Hell». «Οι βιασμοί και οι βανδαλισμοί έμοιαζαν να αποπνέουν τα χειρότερα στοιχεία του metal και μισογυνισμό, ενώ όσα συνέβησαν στο φεστιβάλ δεν πέρασαν στην ιστορία ως ένα απαίσιο γεγονός, αλλά σαν αυτή να ήταν η νέα γενιά του Woodstock – ένα μάτσο βλάκες».