To 1972 υπήρχε μόνο μία μπάντα στον πλανήτη και άκουγε στο όνομα Rolling Stones.
«Ηταν η μόνη μπάντα από τη δεκαετία του 1960 που συνέχισε να παίζει ροκ εν ρολ με το αρχικό της σχήμα… Ηταν η αριστοκρατία» λέει ο μουσικοκριτικός Ρόμπερτ Γκρίνφιλντ.
O Μικ Τζάγκερ θυμάται ξεκάθαρα να βρίσκεται επί σκηνής το καλοκαίρι του 1972, τραγουδώντας το «Love in Vain» του Ρόμπερτ Τζόνσον, το οποίο οι Rolling Stones είχαν πρόσφατα διασκευάσει σε μία soul μπαλάντα. Ο Τζάγκερ είναι εξαιρετικός στη ζωντανή εκδοχή του τραγουδιού, το ίδιο και ο Μικ Τέιλορ η κιθάρα του οποίου «κάνει θαύματα».
«Επαιζε τόσο όμορφα τότε» λέει ο Τζάγκερ. «Ηταν ανατριχιαστικό. Ηταν θλιμμένο και καθηλωτικό. Τα πνευστά ήταν διακριτικά. Ο ρυθμός και οι παύσεις ήταν τέλειες. Αυτό (σ.σ.: το κομμάτι) ήταν ένα από τα αγαπημένα μου».
Οι Rolling Stones ήταν στο απόγειο της καριέρας τους το 1972. Ο Κιθ Ρίτσαρντς έπαιζε την καλύτερη κιθάρα της καριέρας του, ο Τέιλορ είχε πάει τη μουσική της μπάντας σε νέα επίπεδα και ο Τζάγκερ είχε τελειοποιήσει τη σκηνική του παρουσία, έχοντας πλέον τη δυνατότητα, όπως είχε παρατηρήσει ο Γκρινφιλντ, να μετατρέπει τη μουσική των Stones σε «ψυχόδραμα».
Ήταν το πρώτο τουρ της μπάντας στη Βόρεια Αμερική μετά το καταστροφικό και θανατηφόρο φεστιβάλ στο Αλταμοντ της Καλιφόρνιας τον Δεκέμβριο του 1969. Η μπάντα κλονίστηκε από αυτό το γεγονός και σε συνδυασμό με τον θάνατο του ιδρυτικού μέλους του συγκροτήματος Μπράιαν Τζόουνς, αποφάσισε να «κλειστεί» στο στούντιο.
Μέσα σε τρία χρόνια οι Rolling Stones ηχογράφησαν τρία αριστουργήματα: το «Let It Bleed» το 1969, το «Sticky Fingers» το 1971 και το «Exile on Main Street» το 1972. Οι μουσικοί συνοδοιπόροι τους (Beatles και Μπομπ Ντίλαν) ήταν λιγότερο ενεργοί εκείνη την περίοδο έχοντας απομακρυνθεί από τη δημοσιότητα. Στην απουσία τους οι Stones «μεγάλωσαν» ακόμη περισσότερο.
«Επειτα από 10 χρόνια, οι Stones είχαν γίνει η νούμερο ένα ατραξιόν στον κόσμο» γράφει ο Γκρίνφιλντ στο βιβλίο του «A Journey Through America With the Rolling Stones». «Ηταν η μόνη μπάντα από τη δεκαετία του 1960 που συνέχισε να παίζει ροκ εν ρολ με το αρχικό της σχήμα… Ηταν η αριστοκρατία».
Ο Τζάγκερ και ο Ρίτσαρντς θυμούνται τον ενθουσιασμό που ένιωθαν πριν ξεκινήσουν για αυτό το δίμηνο τουρ. Και σαν να μην «έφταναν» μόνο οι Stones, τις συναυλίες τους άνοιγε ο τότε 22χρονος Στίβι Γουόντερ, τον οποίο ο Τζάγκερ παρακολουθούσε συχνά από το πλάι της σκηνής.
«Ηταν συναρπαστικό, το αίσθημα της προσμονής. Θέλαμε να επιστρέψουμε σε αυτό που ξέραμε να κάνουμε» λέει ο Ρίτσαρντς. «Προσπαθούσαμε να βγούμε εκτός στούντιο, εκτός της Νότιας Γαλλίας (σ.σ.: η μπάντα είχε νοικιάσει την ιστορική Villa Nellcote στη Γαλλική Ριβιέρα) και ο Κιθ είχε όλα αυτά τα προβλήματα με τα ναρκωτικά. Συνεπώς μας έκανε καλό να βγούμε στο δρόμο».
Τα τηλέφωνα της μπάντας δεν σταμάτησαν να χτυπούν από οπαδούς που έψαχναν απεγνωσμένα ένα εισιτήριο, η τιμή του οποίου ήταν στα 6,5 δολάρια.
Στην πρώτη βραδιά του τουρ στο Βανκούβερ, δύο χιλιάδες φαν της μπάντας προσπάθησαν να «μπουκάρουν» στη συναυλία, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν συγκρούσεις με την αστυνομία που οδήγησαν στον τραυματισμό 31 αστυνομικών. Αυτό ήταν το πρώτο βίαιο περιστατικό του τουρ. «Τότε ήταν οι εποχές που ακόμα και όσοι δεν είχαν εισιτήριο εμφανίζονταν στη συναυλία» λέει ο Τζάγκερ «και πίστευαν ότι “αφού είμαστε εδώ θα μπούμε”».
Σε αντίθεση με το τουρ του 1969 που το τέμπο ήταν πιο αργό η μπάντα βγήκε «μουσικά εκτός ελέγχου» το 1972. «Ο Κιθ ευθύνεται για αυτό» τονίζει ο Τζάγκερ. «Δεν λέω ότι φταίει για κάτι. Απλά αυτός το ξεκινούσε». «Προσπαθούσα μάλλον να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο» λέει από τη μεριά του ο Ρίτσαρντς.
Για εκείνον οι καλύτερες στιγμές ήταν όταν έπαιζαν τα νέα τους κομμάτια από το «Exile on the Main Street». «Οταν παίζαμε κομμάτια από το “Exile” για πρώτη φορά την έβρισκα πάρα πολύ» θυμάται. Η μπάντα «άνοιγε» με το «Brown Sugar» και στη συνέχεια ακολουθούσε ένα μπαράζ κλασικών κομματιών μεταξύ των οποίων τα «Rocks Off», «Rip This Joint» και «Sweet Virginia».
Στο συγκεκριμένο τουρ οι Rolling Stones «γνωρίστηκαν» και με ένα μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό, με τις ηλικίες να κυμαίνονται μεταξύ 15 και 30 χρονών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η μπάντα να παίζει πιο συγκεντρωμένα. Βέβαια, βοήθησαν και οι τεχνικές αναβαθμίσεις στα ηχοσυστήματα.
Όσο επαγγελματισμός υπήρχε πάνω στη σκηνή τόσο έλειπε στα παρασκήνια, τα οποία ήταν ακριβώς όπως φαντάζεστε ένα ροκ εν ρολ τουρ. Δημοσιογράφοι, μάνατζερ και διάφοροι ακόμη ακολουθούσαν την περιοδεία της μπάντας, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Τρούμαν Καπότε για ένα διάστημα. Ο Καπότε είχε αναλάβει να γράψει ένα άρθρο για τη μπάντα στο Rolling Stone.
«Για εκείνον ήταν περισσότερο μία κοινωνική εκδήλωση» λέει ο Τζάγκερ, που θυμάται ότι ο Καπότε μισούσε το γεγονός ότι ο τραγουδιστής των Stones φορούσε τα ίδια ρούχα κάθε βράδυ. «Θα με συμπαθούσε περισσότερο τώρα, έχω μεγαλύτερη γκαρνταρόμπα». Τελικά ο Καπότε δεν έγραψε ποτέ το άρθρο υποστηρίζοντας ότι «δεν του προκαλούσε δημιουργικό ενδιαφέρον».
O Τζάγκερ παραδέχεται ότι η κατάσταση στο παρασκήνιο «ήταν λίγο ενοχλητική». Έπρεπε να προσέχει πόσα ναρκωτικά παίρνει ώστε να μπορεί να βγει στη σκηνή. «Δεν έκανα μεθαμφεταμίνη, δεν ήμουν εκτός ελέγχου ή κάτι τέτοιο» τονίζει. «Αλλά πέρναγα τέλεια».
Η αγαπημένη ιστορία του Ρίτσαρντς από την περιοδεία ήταν όταν μαζί με τον Μπόμπι Κις παραλίγο να βάλουν φωτιά στην έπαυλη του Πλέιμποι. Ο Ρίτσαρντς και ο Κις μέναν στο σπίτι του Χιου Χέφνερ, όταν ο τελευταίος έβαλε καταλάθος φωτιά σε ένα από τα μπάνια. «Κάτι ψάχναμε και ρίξαμε ένα κερί» θυμάται ο Ρίτσαρντς.
Η περιοδεία ολοκληρώθηκε με τέσσερις συναυλίες στο Madison Square Garden. Παρόλο που οι Rolling Stones είχαν παίξει 48 συναυλίες σε 54 ημέρες δεν είχαν κουραστεί. Στις 25 Ιουλίου του 1972 έδωσαν μία από τις καλύτερες συναυλίες τους. Το κοινό τραγούδησε μαζί με τη μπάντα το «You Can’t Always Get What You Want» και η καλύτερη εκδοχή του «All Down the Line» έχει ακουστεί πιθανότατα σε αυτό το live.
«Νιώθεις σαν να αιωρείσαι από την ενέργεια του κοινού» λέει ο Ρίτσαρντς. «Είναι μία περίεργη εμπειρία». Το τουρ ολοκληρώθηκε την επόμενη μέρα ανήμερα των 29ων γενεθλίων του Τζάγκερ. Ο Γουόντερ ανέβηκε στη σκηνή και έπαιξε μαζί με τους Stones. Η συναυλία τελείωσε με έναν τουρτοπόλεμο μεταξύ των μελών. Στο afterparty ήρθαν μεταξύ άλλων οι Μάντι Γουότερς, Μπομπ Ντίλαν και Ζα Ζα Γκαμπόρ.
Ήταν το τέλος μίας εποχής. Μετά την περιοδεία ο Ρίτσαρντς κύλησε ακόμη περισσότερο στα ναρκωτικά, ενώ συνελήφθη για κατοχή ηρωίνης και όπλων την επόμενη χρονιά. Το 1974, ο Τέιλορ έφυγε από τη μπάντα επιδιώκοντας σόλο καριέρα.
«Δεν υπήρχαν κανόνες» θυμάται ο Ρίτσαρντς. «Τους εφεύρισκες στην πορεία. Ήταν ωραίο αυτό το τουρ. Λίγο τρελό και λίγο θόλο σαν μία παλιά ταινία».
με πληροφορίες από Rolling Stone