Η «μόδα» βλάπτει σοβαρά το περιβάλλον

© Shutterstock

Καταστροφική για το περιβάλλον αποδεικνύεται η βιομηχανία της γρήγορης μόδας και η υπερκαταναλωτική μανία που επιβάλλει το μάρκετινγκ.

Χριστίνα Πολυγένη/ ActionPress

Στην έρημο Ατακάμα της Χιλής, το πιο ξηρό μέρος του πλανήτη, κάθε μέρα σχηματίζονται νέοι λόφοι όχι από άμμο, αλλά από ρούχα. Πολύχρωμες ίνες γεμάτες χρωστικές και τοξίνες που δεν πρόκειται να διασπαστούν. Εκτιμάται ότι από τους 92.000 τόνους ρούχων που μένουν απούλητα στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ασία, 59.000 φτάνουν εκεί μέσω του λιμανιού Ικίκε στην βόρεια Χιλή, αλλά μόνο 20.000 τόνοι από αυτούς καταλήγουν στη αγορά της Λατινικής Αμερικής, όπως είναι η αρχική πρόθεση. Οι υπόλοιποι μένουν στην ελεύθερη ζώνη της ερήμου, όπου κανείς δεν φέρει την ευθύνη για την μετακίνηση ή τον καθαρισμό τους. Ακόμη πιο σοκαριστικό είναι το γεγονός ότι κάθε δευτερόλεπτο μόλις ένα φορτηγό γεμάτο ρούχα φτάνει σε κάποια χωματερή. Αυτό όμως είναι μια από τις πτυχές της οικολογικής καταστροφής που προκαλεί η βιομηχανία γρήγορης μόδας.

Η βιομηχανία μόδας βρίσκεται στην δεύτερη θέση των πιο ρυπογόνων βιομηχανιών του κόσμου με ετήσια έσοδα για το 2021 κοντά στο 1 τρις και αναμένεται άνοδος 4% για κάθε έτος από το 2022 έως το 2030. Οι Ευρωπαίοι υπολογίζεται ότι δαπανούν το 5% του ετήσιου εισοδήματός του στην βιομηχανία ενδυμάτων, με το 80% να είναι σε ενδύματα και το 20% σε υποδήματα. Το 2015, αναλογούσαν περίπου 13 κιλά καινούργιων ενδυμάτων ανά άτομο, κάπου 6.4 τόνοι για όλη την ήπειρο. Στην Ευρώπη, ο τζίρος της βιομηχανίας για το 2021 έφτασε τα περίπου 583 εκ. δολάρια και αναμένεται ότι το 2025 θα φτάσει τα 716 εκ. δολάρια. Οι Έλληνες, υπολογίζεται ότι ξόδεψαν για το 2021 690 δολάρια κατά μέσο όρο για ένδυση.

«Καταναλώστε!»

Κι όμως, το 30% των ενδυμάτων χρησιμοποιούνται για λιγότερο από ένα χρόνο ή, κάποιες φορές, ποτέ. Πίσω από τις βιτρίνες και τα νούμερα αυτά, υπάρχει η fast fashion βιομηχανία, δηλαδή πολυεθνικές εταιρείες λιανικής πώλησης, που βασίζονται στην τριγωνική παραγωγή, προτρέποντάς μας να καταναλώσουμε περισσότερο ακολουθώντας τα τελευταία trends: μαζική παραγωγή με χαμηλής ποιότητας πρώτες ύλες, χαμηλές τιμές και μεγάλος όγκος πωλήσεων.

Η Shein, για παράδειγμα, ως B2C (business-to-consumer) εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου, με βάση δήλωση της διευθύντριας μάρκετινγκ Molly Miao, παράγει 700-1000 νέα κομμάτια την ημέρα. Χρειάζεται μόλις μία εβδομάδα για να περάσει από το σχέδιο, στην επιλογή υφάσματος, το ράψιμο και την πώληση, λανσάροντας έτσι πολύ περισσότερες κολεξιόν ανά έτος, από τις 52 των Zara και τις 12-16 των H&M. Σε πωλήσεις η πολιτική αυτή μεταφράζεται με 16 δις δολάρια κερδών για το 2021. Παρά τις διαβεβαιώσεις της εταιρείας προς τους καταναλωτές της για τις φιλικές περιβαλλοντικές μεθόδους που ακολουθούνται, η Shein δεν παρέχει καμία απόδειξη για αυτό.

Αντιθέτως, η παραγωγή των ρούχων της βασίζεται στο νάιλον και τον πολυεστέρα, δύο φθηνά υλικά που ευθύνονται τόσο για την μόλυνση του αέρα, όσο και των υδάτων και κυρίως δεν διασπώνται στο περιβάλλον. Το όλο σύστημα με το οποίο λειτουργεί η Shein ασκεί φοβερή χρονική πίεση, κυρίως στους ράφτες. Χίλια κομμάτια την ημέρα ράβονται από έναν μόνο άνθρωπο, 300-400 αν το σχέδιο είναι περίπλοκο, καθημερινά, με βάρδιες που κρατάνε 10-12 ώρες και μόνο μια μέρα χωρίς υπερωρίες. Ακόμη κι αν ο μισθός είναι αξιοπρεπής – γύρω στα 1.200-1.500 ευρώ το μήνα, η εργασία δεν παύει να είναι εξαντλητική.  

Δεν είναι μόνο η Shein που δέχεται κριτική για τις ανήθικες εργασιακές πρακτικές της. Τα Zara που ανήκουν στον όμιλο Inditex (Zara, Bershka, Stradivarius, Massimo Dutti, Oysho, Pull & Bear, Uterque), έχουν κατηγορηθεί για στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Κίνα και την Βραζιλία, για παράνομη εργασία ανήλικων Σύριων μεταναστών στην Τουρκία που εργάζονταν παράνομα, αλλά και για ανήλικα κορίτσια στο Μπαγκλαντές, που εργάζονται σε άθλιες συνθήκες. Και φυσικά, στο Μπαγκλαντές ράβονται όχι μόνο ρούχα για την Inditex, αλλά και για τα H&M, μεταξύ άλλων εταιρειών. Αυτό όμως είναι μόνο μια από τις σκοτεινές πλευρές της fast fashion βιομηχανίας.

Το 2021, η Inditex είχε καθαρά κέρδη ύψους 3,25 δις δολαρίων και η Η&Μ 1,78 δις δολάρια.

Μπροστά στον ανταγωνισμό και την επιθυμία για αύξηση των κερδών, εκτός από τον πολυεστέρα και το νάιλον, οι εταιρείες προτιμούν την χρήση βισκόζης, ως την φθηνότερη εναλλακτική του μεταξιού και πιο οικολογική αφού παράγεται από πολτό ξύλου. Υπάρχουν ελάχιστες εταιρείες παραγωγής βισκόζης στον κόσμο, με τις μεγαλύτερες στην Ινδία, την Κίνα και την Ινδονησία, όπου υπάρχουν αποδείξεις ότι οι κατασκευαστές απορρίπτουν ακατέργαστα λύματα, τα οποία μολύνουν τις τοπικές λίμνες, τα ποτάμια και τον υδροφόρο ορίζοντα. Για την παραγωγή της βισκόζης χρειάζονται δυνατοί διαλύτες, ο πιο επικίνδυνος εκ των οποίων είναι o διθειούχος άνθρακας. Ο διθειούχος άνθρακας ανακατεύεται με τον πολτό και μετά πλένεται με θειικό οξύ για να πάρει την μεταξένια υφή. Τα δύο αυτά χημικά με την ανάμειξή τους προκαλούν δηλητηριώδεις ατμούς, καταστροφικούς για την υγεία των εργαζομένων, και η όλη επεξεργασία του τελικού προϊόντος, μαζί με την βαφή, αφήνει επικίνδυνα χημικά στο νερό με καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων. 

Ανακυκλώσιμα υλικά

Η βιομηχανία, για να εξαγοράσει τις συνειδήσεις των καταναλωτών μετά από κριτικές, υποσχέθηκε την χρησιμοποίηση ανακυκλώσιμων υλικών. Μια από τις πρωτοπόρους είναι η H&M και η πρωτοβουλία του να επιστραφούν παλιά ρούχα στους κάδους της με πρόσχημα την ανακύκλωση, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει κουπόνι έκπτωσης για την επόμενη αγορά, ακούγεται ιδιαίτερα δελεαστική και καλή για το περιβάλλον ταυτόχρονα.

Ας πάρουμε για παράδειγμα μια βαμβακερή μπλούζα. Το βαμβάκι, ένα από τα πιο συνηθισμένα είδη υφάσματος, είναι γενικά συνώνυμο του φιλικού στο δέρμα και στο περιβάλλον. Δεν είναι όμως έτσι. Το 99% της παγκόσμιας παραγωγής προέρχεται από γενετικά μεταλλαγμένους σπόρους και χρειάζεται λίπασμα για την ανάπτυξή του. Το βαμβάκι αντιπροσωπεύει το 35% των εντομοκτόνων που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως, μολύνοντας το υπέδαφος. Ταυτόχρονα, απαιτούνται 20.000 λίτρα νερού για την παραγωγή ενός κιλού, οδηγώντας χώρες παραγωγής όπως την Ινδία σε λειψυδρία. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η ανακύκλωσή του δεν είναι εύκολη υπόθεση, όσο και η ρίψη του στα σκουπίδια.

Η H&M έχει λανσάρει χρόνια τώρα ρούχα με τις ετικέτες Conscious και Conscious Exclusive, για να υπογραμμίσει την χρήση ανακυκλωμένων υλικών, όμως το ποσοστό τους δεν υπερβαίνει ποτέ το 10% στο νέο προϊόν. Τα παλιά ρούχα μαζεύονται και αποστέλλονται σε μια εταιρεία ανακύκλωσης στην Γερμανία. Εκεί διαχωρίζονται σε 400 περίπου κατηγορίες. Περίπου το 60% πάει σε αγορές second hand για μεταπώληση, πολλά από τα υπόλοιπα καταλήγουν σε πανιά καθαρισμού και μονωτικά υλικά. Τελικά, το 7% θα καταλήξει να γίνει ανακυκλώσιμο υλικό για νέα ρούχα, κι αυτό γιατί δεν έχει βρεθεί μέθοδος που να διασπά τις ίνες χωρίς να τις καταστρέφει. Όσον αφορά πάλι τα συνθετικά ρούχα, όπως τα πολυεστερικά, η ανακύκλωση είναι ακόμη δυσκολότερη.

Για τους καταναλωτές οι ετικέτες, τόσο στα H&M όσο και στα Zara με το Join Life πρόγραμμα, είναι σε μεγάλο βαθμό παραπλανητικές και η ένδειξη στις ετικέτες ότι το ρούχο προέρχεται από ανακυκλώσιμα υλικά, είναι συνήθως χωρίς αναγραφή του ποσοστού ή του υλικού. Από τους 53 εκατομμύρια τόνους ρούχων που παράγονται παγκοσμίως κάθε χρόνο, μόνο το 1% προέρχεται από ανακυκλωμένα υλικά. Για τους ειδικούς από την άλλη, είναι σχεδόν αδύνατον να ανακυκλωθεί ένα παλιό ρούχο.

Ασφυκτιούν οι χωματερές ρούχων

Αλλά ακόμη κι έτσι, το πρόβλημα για τις εταιρείες παραμένει. Το 2018, η H&M έμεινε με απούλητα ρούχα αξίας 4,3 δις δολαρίων. Ακόμη και με τις προσφορές ή τις εκπτώσεις, ο όγκος απούλητων ρούχων που μένουν σε κάθε εταιρεία είναι τεράστιος. Και δεν είναι μόνο η έρημος Ατακάμα που αντιμετωπίζει το πρόβλημα των τεράστιων χωματερών ρούχων. Το 2019, στην Κένυα έφτασαν 185.000 τόνοι ρούχων, εκ των οποίων 55-74.000 τόνοι χωρίς καμία αξία μεταπώλησης έμειναν στις χωματερές, στην Γκάνα την ίδια μοίρα ακολουθεί το 40% από 15 εκατομμύρια κομμάτια που φτάνουν από την Δύση κάθε εβδομάδα. Και μπορεί η Χιλή, η Γκάνα και η Κένυα να φαντάζουν μακριά από εμάς, αλλά υπολογίζεται ότι 14.000 τόνοι φτάνουν κάθε χρόνο και στην Βουλγαρία που είναι δίπλα μας. Εκεί που τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αγοράζουν τα ρούχα ως καύσιμη ύλη για θέρμανση, απελευθερώνοντας με την καύση δηλητηριώδη χημικά στην ατμόσφαιρα.

Οι fast fashion βιομηχανία έχει ακόμα δρόμο για να πετύχει τους περιβαλλοντικούς της στόχους. Για παράδειγμα η H&M στέλνει πλέον κάθε χρόνο 15 τόνους ενδυμάτων στο εργοστάσιο ενέργειας του Västerås, στην Σουηδία προς καύση για την παραγωγή ενέργειας. Δεν παύει όμως να είναι μια μικρή ποσότητα σε σχέση με αυτή που καταλήγει σε χωματερές. Τα Zara από την πλευρά τους δεσμεύονται ότι μέχρι το 2023 θα χρησιμοποιούν μόνο 100% οργανικό βαμβάκι, το πλέον φιλικό για το περιβάλλον, και διαβεβαιώνουν ότι τα καταστήματά τους σε όλο τον κόσμο είναι οικολογικά αποδοτικά.

Αλλαγή στις συνήθειες

Ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί η περιβαλλοντική καταστροφή που δημιουργείται θα ήταν η αλλαγή των συνηθειών μας. Άλλωστε, η ψυχολογία πίσω από την αγορά καινούργιων ρούχων παίζει τον ρόλο της. Με κάθε καινούργια αγορά, ο εγκέφαλός μας εκκρίνει σερετονίνη στο αντίστοιχο τμήμα του εγκεφάλου μας και νιώθουμε ικανοποίηση. Η συνειδητοποίηση του προβλήματος όμως που δημιουργείται θα μας ωθούσε στην μείωση της κατανάλωσης και αυτό θα είχε οικονομικές επιπτώσεις στην βιομηχανία μόδας, από την εργασία στην παραγωγή υφασμάτων, μέχρι τους εργαζόμενους στην πώληση. Και πράγματι, φαίνεται ότι οι καταναλωτές αλλάζουν τις συνήθειες τους: με βάση την έκθεση Nielsen, το 48% των Αμερικανών προτίθεται να μειώσει την κατανάλωση για να βοηθήσει το περιβάλλον, το 53% των νέων στις ηλικίες 21-34 υποστηρίζουν ότι σταμάτησαν να αγοράζουν ρούχα από τις μεγάλες fast fashion βιομηχανίες και προτιμούν αυτές που είναι φιλικές προς το περιβάλλον. Το 81% παγκοσμίως υποστηρίζει ότι η ίδια η βιομηχανία θα πρέπει να βελτιωθεί.

Για αυτό χρειάζονται και αυστηρότεροι κανόνες με στόχο την κυκλική οικονομία των ενδυμάτων, όπως η στρατηγική που προτείνει η ΕΕ, δηλαδή να βεβαιωθούμε ότι τα ενδύματα παράγονται από ασφαλή και ανακυκλώσιμα υλικά, ότι νέα επαγγελματικά μοντέλα αναπτύσσονται, όπως η παράταση κάθε κολεξιόν, και μέθοδοι ανακύκλωσης των παλιών ρούχων σε νέα μπορούν να εφαρμοστούν.

Για να ενημερώνεστε πάντα πρώτοι!

Κάνε εγγραφή στο Newsletter μας και απόκτησε πρόσβαση στα νέα πριν από όλους τους άλλους.