Πώς οι ακραίοι οπαδοί του Brexit «κατέλαβαν» το Συντηρητικό Κόμμα και το διάβρωσαν ολοκληρωτικά
Παναγιώτης Δουδωνής*//Action Press
Τον Ιανουάριο του 2013, ο τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Ντέιβιντ Κάμερον στην ομιλία του στο Bloomberg για τις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δήλωσε την πρόθεσή του να προκαλέσει ένα δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν το κόμμα του ξανακέρδιζε την εκλογική αναμέτρηση του 2015. Επρόκειτο για μια ιδέα του ιδίου και της ομάδας του, με απώτερο σκοπό να ενεργοποιήσουν την ευρωσκεπτικιστική ομάδα του κόμματός του.’
Η ιδέα αυτή μάλλον δεν πήγε καλά: τη στιγμή που εκστόμιζε τις φράσεις «για αυτό είμαι υπέρ ενός δημοψηφίσματος, γιατί πιστεύω στην αντιμετώπιση του ζητήματος», ο Κάμερον υπέγραφε την πολιτική του καταδίκη και άνοιγε την πόρτα για την κατάληψη του ιστορικού κόμματός του, των Συντηρητικών, από τα πλέον ακραία στοιχεία.
Οι Συντηρητικοί ή αλλιώς Τόρηδες ιδρύθηκαν τον 17ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα το μακρινό 1678. Έκτοτε, αποτέλεσαν μέρος όλων των αγγλικών δικομματισμών και κυβέρνησαν τη χώρα για πολλά χρόνια. Σήμερα, μετά και την ανάδειξη του Ρίσι Σούνακ στην πρωθυπουργία, η βασική τους προσφορά στο αγγλικό πολιτικό σύστημα έγκειται στην εξοικείωση με το απόλυτο χάος και στην εναλλαγή τριών διαφορετικών προσώπων στον πρωθυπουργικό θώκο μέσα σε διάστημα δύο μηνών.
Η ομιλία Κάμερον στο Bloomberg απεδείχθη μοιραία για το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και για τη φυσιογνωμία των Συντηρητικών. Εξάλλου η τελευταία φορά που ένας πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου άνοιγε την πόρτα στον ευρωσκεπτικισμό έλαβε χώρα το μακρινό 1988, όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ έδωσε την περίφημη ομιλία της στο Κολλέγιο της Ευρώπης.
Έκτοτε όμως, οι ευρωσκεπτικιστές απoτελούσαν μια υπολογίσιμη όχι πλειοψηφική δύναμη εντός του Συντηρητικού Κόμματος. Καθώς όμως τα στελέχη αυτά άρχιζαν να γίνονται όλο και πιο δραστήρια προκαλώντας διχασμό στους Τόρηδες, ο Κάμερον συνέλαβε την ατυχή ιδέα να διασπάσει τη χώρα του για να ενώσει το κόμμα του.
Η αρχή της αλλοτρίωσης
Διευρύνοντας την εικόνα μας, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, γνωστό και ως UKIP, υπήρξε για πολλά χρόνια ένα μικρό ευρωσκεπτικιστικό κόμμα. Η ανάληψη της ηγεσίας του όμως από τον Νάιτζελ Φάρατζ το 2010 οδήγησε στην εκτόξευση των ποσοστών του και στην πρώτη θέση στις ευρωεκλογές του 2014.
Η εξέλιξη αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Συντηρητικούς που άρχισαν σταδιακά να υιοθετούν ακραίες θέσεις του UKIP, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το μεταναστευτικό. Αν όμως το 2014 υπήρχαν σοβαρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο κομμάτων, σταδιακά το Συντηρητικό Κόμμα έμοιαζε όλο και περισσότερο με το UKIP τόσο που το πρώτο μετετράπη σε ένα UKIP υπό άλλη ονομασία.
Επιστρέφοντας στην αφήγηση του Brexit, ο Ντέιβιντ Κάμερον δεν πήγε στη μάχη του δημοψηφίσματος χωρίς όπλα. «Πέτυχε» τη συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Φεβρουαρίου του 2016, που αποτελούσε την ενσάρκωση ενός ήπιου ευρωσκεπτικισμού. Εξαιρούσε το Ηνωμένο Βασίλειο από την «όλο και στενότερη ένωση», έθετε περιορισμούς στο ζήτημα των κοινωνικών επιδομάτων προς μετανάστες, προέβλεπε έμμεσα την αρχή της πολλαπλότητας των νομισμάτων και της μη αποκλειστικότητας του ευρώ εντός της ΕΕ.
Το πείραμα απέτυχε
Το πείραμα ενός ήπιου ευρωσκεπτικισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο όμως απέτυχε. Ο βρετανικός λαός αγνόησε κάθε ειδική διευθέτηση, δε συμμερίστηκε την άποψη Κάμερον ότι η συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2016 συνιστούσε μια περιφανή νίκη και προσχώρησε στη σκληρή αντί για την ήπια αντιευρωπαϊκή λύση. O Ντέιβιντ Κάμερον με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων δήλωσε ότι θα αποχωρήσει από την πρωθυπουργία και έτσι ένας νέος κύκλος εσωστρέφειας άρχισε για τους Συντηρητικούς.
Εξίσου απέτυχε και η λογική του ήπιου Brexit (soft Brexit) που προώθησε η διάδοχός του στην πρωθυπουργία του Ηνωμένου Βασιλείου, Τερέζα Μέι. H Μέι έμελλε να είναι η τελευταία αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος που δεν υποστήριξε πριν το δημοψήφισμα το Brexit, δεν δυσκολεύτηκε ωστόσο μετέπειτα να υποστηρίξει την επιλογή αυτή δηλώνοντας σε κάθε τόνο πως «το Brexit σημαίνει Brexit». Παρά ταύτα, η λογική του ήπιου Brexit συνάντησε τις αντιρρήσεις του κόμματός της το οποίο την έσπρωξε προς την πόρτα της εξόδου. Στο μεσοδιάστημα, η Μέι πρόλαβε να προκαλέσει την πρωτόγνωρη για τα αγγλικά δεδομένα απόφαση Miller του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία κρίθηκε πως η απόφασή της να παρακάμψει το Kοινοβούλιο στη διαδικασία ενεργοποίησης του άρθρου 50 για την έξοδό του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν παράνομη.
Και κάπως έτσι το Συντηρητικό Κόμμα έφτασε στην εκλογή του πρώτου Brexiteer αρχηγού του και πρωθυπουργού, του Μπόρις Τζόνσον. Μιας χαρισματικής αλλά και αντιφατικής προσωπικότητας, του ίσως υπ’ αριθμόν 1 υπαιτίου του Brexit. Ο Τζόνσον μιμήθηκε την προκάτοχό του στην προσπάθεια παράκαμψης του Κοινοβουλίου, με αποτέλεσμα να εισπράξει και η δική του συντηρητική κυβέρνηση μια καταδίκη των ενεργειών της από το Ανώτατο Δικαστήριο, με την περίφημη απόφαση Miller/Cherry.
Όμως όλα αυτά, που θα φάνταζαν αδιανόητα για την τόσο αυστηρή στην τήρηση της πολιτικής ευπρέπειας κοινή γνώμη του Ηνωμένου Βασιλείου, δικαιώθηκαν εκλογικά με τη νίκη των Συντηρητικών και του Τζόνσον στις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου του 2019. Ένα ιστορικό 43,6% στήριξε εκεί τον Τζόνσον έναντι του 32,1% που υποστήριξε τους Εργατικούς.
Για το αποτέλεσμα αυτό αλλά και την εν γένει διολίσθηση της αγγλικής πολιτικής προς τη λογική των οπαδών του Brexit, ευθύνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και η χλιαρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε το όλο θέμα από τον τότε ηγέτη της αντιπολίτευσης Τζέρεμι Κόρμπιν, που για δικούς του, ιδεολογικούς ή και ιδεοληπτικούς λόγους δεν υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, ελεύθεροι από αντιπολιτευτικά εμπόδια, οι Συντηρητικοί βάδισαν προς την πλήρη διολίσθησή τους προς το αντιευρωπαϊκό άκρο.
Λουσμένοι με τα απόνερα του Brexit
Το Ηνωμένο Βασίλειο πλησιάζει σταδιακά προς τη συνειδητοποίηση των συνεπειών του Brexit και της εξόδου από την ενιαία αγορά με μια κακή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Η ύφεση είναι εδώ, στο 0,3% ήδη από τον Αύγουστο, ο πληθωρισμός καλπάζει και η οικονομία είναι απροστάτευτη απέναντι σε ενδεχόμενες κερδοσκοπικές επιθέσεις. Για αυτό και το τέλος της ανορθόδοξης οικονομικής λογικής της Λιζ Τρας υπήρξε τόσο άμεσο, με την ίδια να γίνεται η πλέον βραχύβια πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου.
Όμως ο βαθμός στον οποίο η μέχρι πριν κάποια χρόνια μειοψηφική λογική των αντιευρωπαϊκών άκρων έχει διαβρώσει το αγγλικό συντηρητικό κόμμα είναι εμφανής ακόμα και στη δήλωση του νέου πρωθυπουργού, Ρίσι Σούνακ, με αφορμή την απόσυρση από την εσωκομματική κούρσα του Μπόρις Τζόνσον. Ο Σούνακ έγραψε πως «θα είμαστε για πάντα ευγνώμονες στον Τζόνσον» πρωτίστως γιατί «έφερε εις πέρας το Brexit».
Δεν είναι εξάλλου μυστικό ότι ο άνθρωπος που θα κληθεί να διαχειριστεί τις τύχες του Ηνωμένου Βασιλείου σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία υπήρξε και αυτός υπέρμαχος της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στάση κράτησε στο δημοψήφισμα και η (παρ’ ολίγον) ανθυποψήφια του Πένι Μόρνταντ, ενώ το κορυφαίο στέλεχος του Συντηρητικού κόμματος Τζέρεμι Χαντ δε συμμετείχε καν στην κούρσα καθώς ως κεντρογενής και εναντίον του Brexit στο δημοψήφισμα είχε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας στην εσωκομματική βάση. Η διάβρωση του συντηρητικού κόμματος από τους οπαδούς του Brexit είναι συνεπώς πλέον συντελεσμένη και ολοκληρωτική.
*Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Οξφόρδης-πολιτικός αναλυτής