Ο δημοφιλής καλλιτέχνης μιλά για τον ρόλο του Ζήκου που ερμηνεύει εφέτος στο Θέατρο και στη θρυλική κωμωδία «Ο μπακαλόγατος», για την αγάπη του για τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο αλλά και για τον θαυμασμό του για το ελληνικό βίωμα
Συνέντευξη στην Ίσμα Τουλάτου για την Action Press
Ο Γιάννης Ζουγανέλης προφανώς δε χρήζει συστάσεων. Καλλιτέχνης πολύπλευρος κι εξαιρετικά δημοφιλής εδώ και δεκαετίες ολόκληρες, εφέτος ενσαρκώνει στο θέατρο τον κοσμαγάπητο Ζήκο στο έργο των Χρήστου και Γιώργου Γιαννακόπουλου και Ντίνου Κατσουρίδη «Ο Μπακαλόγατος ή της Κακομοίρας».
Η θρυλική κωμωδία _ πασίγνωστη και πολυαγαπημένη και από την κινηματογραφική της εκδοχή με τον αείμνηστο Κώστα Χατζηχρήστο _ παρουσιάζεται για πρώτη φορά με ζωντανή μουσική σε διασκευή-σκηνοθεσία Γιώργου Βάλαρη στο θέατρο Πειραιώς 131, σε παραγωγή των Αθηναϊκών Θεάτρων.
Ο Γιάννης Ζουγανέλης μιλά μ΄ενθουσιασμό στην Action Press για τη δουλειά αυτή. Παρόλο που, όπως λέει, δεν είχε φανταστεί τον εαυτό του στον ρόλο του Ζήκου τον προσεγγίζει με ιδιαίτερη αγάπη. Εκφράζει τον θαυμασμό και την εκτίμησή του για τους θρυλικούς πρωταγωνιστές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, μιλά για τη σχέση Τέχνης κι εμπορικότητας αλλά και για τις πολλές πλευρές της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Παράλληλα, σχολιάζει το τηλεοπτικό τοπίο και δηλώνει ότι σαφώς θ΄αποδεχόταν τη θέση του κριτή σε μουσικό ριάλιτι..
–Τι σας έκανε να πείτε το «ναι» στη συγκεκριμένη παράσταση; Ποιο ήταν το στοιχείο εκείνο που κέντρισε το ενδιαφέρον σας περισσότερο;
–Κατ΄αρχάς η ίδια η υπόθεση του έργου: οι αντιθέσεις των υποτιθέμενων μικροαστών της πόλης μ΄αυτή την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του επαρχιώτη που έρχεται εδώ, διεισδύει στον τρόπο ζωής και καταφέρνει να τον ξεπεράσει. Επίσης, από μικρό παιδί, αγαπώ πολύ τις ελληνικές ταινίες και θεωρώ ότι αποτελούν ό,τι πιο ιδιαίτερο υπάρχει στην παράδοσή μας. Τις ταινίες αυτές που κάποιοι απαίδευτοι- αυτοχριζόμενοι ελίτ- τις έχουν χαρακτηρίσει «κακό, εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο». Το «κακός» δεν υπήρχε ποτέ, απλώς παραχαράχτηκε. Επειδή η ακαδημαϊκότητα δεν έχει περάσει επιδερμικά από μένα, έχω σπουδάσει το αντικείμενο, ξέρω τί σημαίνει πολιτισμός και κοινωνιολογία, γνωρίζω πώς ισορροπεί ο κόσμος βλέποντας το θέατρο που κινητοποιεί μνήμες κι αναμνήσεις, πράγματα που χάθηκαν αλλά παραμένουν στο DNA…Σ΄αυτή την παράσταση οι νέοι μπορούν να δουν ένα μπακάλικο, μια συμπεριφορά που δεν τη συναντούν πλέον στα σούπερ μάρκετ…Ολ΄αυτά σε συνδυασμό με τον θαυμασμό που τρέφω για όλους τους ανθρώπους που μας έφεραν μέχρι εδώ, όχι μόνο τους καλλιτέχνες αλλά και τους επιστήμονες, τους εργαζόμενους, τους ανθρώπους του μόχθου…
-Αλήθεια, είχατε φανταστεί τον εαυτό σας στον ρόλο του Ζήκου;
Να πω την αλήθεια όχι, δεν τον είχα φανταστεί, παρόλο που έχω ξαναπαίξει σε θεατρικά που έχουν γίνει και ταινίες-στο «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», ας πούμε, μια εξαιρετική παραγωγή των Ρέππα-Παπαθανασίου, αγαπημένων φίλων, στο Βέμπο. Να κάνω μια διευκρίνιση όμως: παρόλο τον θαυμασμό που τρέφω για όλους αυτούς τους πρωταγωνιστές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου οι οποίοι έχουν «γράψει» μέσα μου, δε σημαίνει ότι θα τους μιμηθώ.
Εγώ υποδύομαι τον Ζήκο με ό,τι έχω μέσα μου συμβάλλοντας στο σήμερα χωρίς καινοτομίες αλλά με τα δικά μου στοιχεία, με τη δική μου σκέψη. Θεωρώ ότι σήμερα, με όλ΄αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, μ΄έναν πόλεμο που τον πληρώνουμε εμείς και κυρίως οι άνθρωποι του μόχθου χωρίς τους οποίους δεν υπάρχει ζωή, ο κόσμος έχει ανάγκη να πάει κάπου να ψυχαγωγηθεί, να θυμηθεί, να λειτουργήσει ανθρώπινα κι όχι με τη λογική της βιασύνης, των social media, των mp3 ακουσμάτων. Ο Γιώργος Βάλαρης ο οποίος είναι εξαιρετικός έχει επιμεληθεί μουσικές οι οποίες είναι ταυτόσημες με την εποχή, ώστε να θυμηθούμε τί έγινε τότε. Τα πάρτι, το ένα, το άλλο…
-Υπάρχει, άραγε, ο Ζήκος στην εποχή μας; Ποιος θα μπορούσε να είναι;
-Δε νομίζω ότι μπορώ εύκολα να βρω έναν τύπο που να του μοιάζει. Από την άλλη, μπορεί να είναι ένας περιπτεράς – επίσης πολύ χρήσιμο στοιχείο της παράδοσής μας-ένας ψιλικατζής σε μια λαϊκή γειτονιά, ένας μικρομαγαζάτορας που ακόμη δέχεται τα βερεσέδια…Δεν είναι όμως ο σημερινός νέος της επαρχίας. Κατ΄αρχάς, πλέον οι νέοι της επαρχίας δε διαφέρουν απ΄αυτούς της Αθήνας. Μερικές φορές είναι και ανώτεροι γιατί ζουν σε καλύτερο περιβάλλον, ισορροπούν με τη φύση, ονειρεύονται περισσότερο, σπουδάζουν, εργάζονται…
Σίγουρα θα υπάρχουν ξεχασμένοι τέτοιοι συμπαθείς τύποι γιατί όλο αυτό το πράγμα αντιπροσωπεύει το όνειρο και μας καλεί να το ζήσουμε. Ενα άλλο στοιχείο στο οποίο θα μπορούσα ν΄αναφερθώ είναι το ελληνικό βίωμα στο οποίο πιστεύω και το λατρεύω…
-Πώς το προσδιορίζετε;
-Είναι το στοιχείο εκείνο που μας διαχωρίζει από τους υπόλοιπους. Προσωπικά δεν πιστεύω καθόλου στην παγκοσμιοποίηση, στο λάιφ στάιλ της πολιτικής που ισοπεδώνει τους λαούς και τους κάνει ένα. Σέβομαι όλους τους λαούς και τη διαφορετικότήτά τους.
Θέλω κάθε λαός να διατηρεί τη δική του κουλτούρα, τη δική του αισθητική και όλοι μαζί να δημιουργήσουμε την αρμονία, όχι να γίνουμε όλοι ένα. Το ελληνικό βίωμα είναι εξαίσιο, δεν έχει σχέση με συμβάσεις. Διατηρούμε το εορτολόγιο, την οικογένεια, τα τραπέζια, τις γιορτές, τη σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, τη φιλοσοφία, την ιστορία…
-Την κουβέντα περί της σχέσης ανάμεσα στην Τέχνη και την εμπορικότητα πώς την αντιλαμβάνεστε;
– Κατά τη γνώμη μου οποιοδήποτε προϊόν- πολλώ δε μάλλον και πολιτισμικό- αν δεν έχει εμπορική απήχηση δεν υπάρχει. Προσωπικά έχω μια μακρά θητεία στον χώρο, έχω γράψει πάνω από 750 τραγούδια. Τα περισσότερα εξ΄αυτών δεν είχαν εμπορική τύχη που σημαίνει ότι δεν τα ξέρει ο κόσμος. Και δεν είχαν εμπορική τύχη επειδή δεν ακούστηκαν. Δεν το λέω με διάθεση ματαιοδοξίας, αγαπώ περισσότερο τις αποτυχίες από τις αποτυχίες ακριβώς επειδή δεν είχαν την τύχη. Είναι σαν να έχεις ένα παιδί που δεν του δόθηκε η ευκαιρία να φανεί, να πέσει φως επάνω του. Μια που μιλάμε για μουσική, ας αναλογιστούμε ποιοί είναι οι πιο εμπορικοί συνθέτες: ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ, ο Μπαχ, αυτοί που ακούγονται και μπαίνουν στα σπίτια εδώ και αιώνες.
Οι αρχαίοι Ελληνες τραγικοί ποιητές, ο Μολιέρος και ο Σαίξπηρ… Στα νεότερα χρόνια στη χώρα μας ο Σακελλάριος, ο Χορν, η Βουγιουκλάκη, η Καρέζη… κάποιους απ΄αυτούς τους απαξιώναμε όσο βρίσκονταν εν ζωή, ντροπή μας… Σαφέστατα και η τέχνη οφείλει να είναι εμπορική. Αλλιώς θα την παίζαμε στο σπίτι μας…
-Θεωρείτε ότι ο διαχωρισμός μεταξύ ποιότητας και εμπορικότητας είναι πλέον ξεπερασμένος;
-Η αλήθεια είναι ότι είμαστε λιγότερο παθογενείς. Το τί είναι ποιοτικό και τί δεν είναι δεν το αποφασίζουν οι δημοσιολογούντες, το κρίνει ο λαός. Να σας μιλήσω για έναν ηθοποιό που θαυμάζω και είναι και πολύ καλό παιδί και πολύ καλός καλλιτέχνης και ιδιαίτερος, ο Αρης Σερβετάλης. Επαιξε τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο και δεν έβρισκες θέση. Θέλησα να το δω μια μέρα που είχα κενό και τελικά το είδα όρθιος, πίσω…
Ο κόσμος δεν είναι ανόητος. Οτι υπάρχουν σε όλα τα είδη καλά και κακά πράγματα προφανώς ισχύει. Γιατί υπάρχουν και καλλιτέχνες κι επιστήμονες που έχουν γίνει αποδεκτοί από ένα ευρύ φάσμα και προσωπικά δεν αντέχω ούτε να τους δω. Ισχύει κι αυτό. Αν κάποιος βρίσκεται σε μια φάση που μπερδεύει τον χαβαλέ με την Τέχνη δεν είναι έτσι…
– Εσείς έχετε πολλά πρόσωπα ως καλλιτέχνης. Αναγνωρίζετε τον εαυτό σας κάπου καλύτερα –στην υποκριτική, ας πούμε, ή στην μουσική- ή θεωρείτε ότι όλα είναι εξίσου πτυχές της προσωπικότητάς σας;
-Το δεύτερο. Εμείς οι άνθρωποι γεννιόμαστε με πολλές διαστάσεις και η κοινωνία μας κάνει μονοδιάστατους. Οσοι αντέχουμε τις πολλές διαστάσεις πάμε εύκολα στη μοναδικότητα. Ο μονοδιάστατος είναι ατομιστής που ελέγχεται εύκολα από τους πάντες: από την εξουσία, τη μόδα, την τηλεόραση…Ο πολυδιάστατος δεν έχει ανάγκη κανέναν. Υπηρετεί τις διαστάσεις του και είναι γεμάτη η ζωή του.
Οι διαστάσεις μπορούν να φανούν και στη μουσική όπου δε γράφω μόνο ένα είδος, γράφω πολλά. Εχω μια μικρή πικρία για το πώς μεταδόθηκαν τα πράγματα εδώ. Δεν έχω διάθεση να επικαλεστώ δημοφιλία-την έχω από τον κόσμο και είμαι πολύ υποχρεωμένος-αλλά δεν επικοινωνείται η αλήθεια. Επικοινωνείται η πραγματικότητα που είναι το μεγαλύτερο ψέμα…
-Να πούμε μια κουβέντα και για την τηλεόραση; Είναι ένα μέσο που το γνωρίζετε κι αυτό πολύ καλά, πώς βλέπετε τη φετινή σεζόν από πλευράς ανταγωνισμού;
-Δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Αυτή την ανοησία να εξαρτώνται όλοι από τις τηλεθεάσεις τη θεωρώ άκυρη. Μερικές φορές όταν έχω τον χρόνο κι ανοίγω την τηλεόραση – γιατί κι εγώ θέλω να βλέπω τί γίνεται – βλέπω ότι οι άνθρωποι της τηλεόρασης ασχολούνται επίσης με ανθρώπους της τηλεόρασης. Δεν είναι αυτό η ζωή, η ζωή είναι αλλού. Χαίρομαι που φέτος υπάρχουν πολλές σειρές μυθοπλασίας, κάτι πάει να γίνει…
Δε μου αρέσουν τα ριάλιτι κι εξαιρώ τα μουσικά. Το The Voice, ας πούμε, που το βλέπω καμιά φορά θεωρώ ότι δεν προσβάλλει…Βοηθούν αυτά τα πράγματα τους νέους αρκεί κι αυτοί να μπορούν ν΄αποδώσουν ελληνικές λογικές. Ολ΄αυτά τα ταλαντούχα πλάσματα που επιλέγουν αγγλοσαξωνικά τραγούδια δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα γιατί αυτό που μας ξεχωρίζει είναι η γλώσσα μας. Με αγάπη μιλώ γι΄αυτά τα παιδιά όπως με αγάπη μιλώ και για τους τράπερς οι οποίοι δεν προχωρούν τη ζωή, την πάνε πίσω…
-Θα γινόσασταν κριτής σε μουσικό ριάλιτι;
-Βεβαίως και θα γινόμουν. Στην αρχή ντρεπόμουν, μου είχε γίνει πρόταση. Μετά σκέφτηκα, γιατί όχι; Εχω και λόγο, μπορώ να εκπαιδεύσω, έχω και 35 χρόνια στη διδασκαλία, έχω να πω πράγματα, να καθοδηγήσω νέα παιδιά. Αυτό που θα τους έλεγα είναι να στραφούν στο ελληνικό τραγούδι, να δονήσουμε τις καρδούλες των ανθρώπων που μας βλέπουν…
Info:
«Ο Μπακαλόγατος ή Της κακομοίρας» των Χρήστου και Γιώργου Γιαννακόπουλου και Ντίνου Κατσουρίδη
Θέατρο Πειραιώς 131/ Εως 30 Νοεμβρίου /
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή στις 21.00
Σάββατο 18.00 & 21.00. Κυριακή 20.00
Διασκευή, σκηνοθεσία, μουσική επιμέλεια: Γιώργος Βάλαρης
Με τους: Γιάννη Ζουγανέλη, Θανάση Βισκαδουράκη, Ευτυχία Φαναριώτη, Κατερίνα Τσάβαλου, Ασπασία Κοκόση, Αιμίλιο Ράφτη, Σταμάτη Τζελέπη και Πέτρο Ξεκούκη
Στον ρόλο του Παντελή ο Γιώργος Αρμένης
Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα