Σ’ έναν ιδανικό κόσμο, η απλή αναλογική είναι σωστός τρόπος διακυβέρνησης. Βλέπουμε πώς το κάνουν στην κεντρική Ευρώπη. Μετά τις εκλογές και αφού οι πολιτικοί αρχηγοί δεν έχουν ξεφτιλίσει ο ένας τον άλλον, κάθονται τα επιτελεία τους γύρω από ένα τραπέζι και βρίσκουν τα σημεία σύγκλισης. Πόση διαφορά να έχουν άλλωστε τα προγράμματα στη Σουηδία, την Ολλανδία, τη Δανία, ακόμη και την Γερμανία, της κεντροδεξιάς με την κεντροαριστερά.
Γιάννης Λ. Πολίτης/ActionPress
Ετσι, λοιπόν, οι άνθρωποι συνεννοούνται και συγκροτούν μια κυβέρνηση, προτάσσοντας αυτά που τους ενώνουν. Εχει πολλά καλά η κυβέρνηση συνεργασίας, όταν δεν επικρατεί ο λαϊκισμός και δεν στήνονται σκηνικά τύπου Ιταλίας που δημιουργούν αδιέξοδα. Επιλύονται θέματα με συναίνεση γιατί κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Επίσης, δεν δημιουργούνται ηγέτες- «πασάδες», που όλα ξεκινούν και τελειώνουν σ’εκείνους με τις γνωστές φράσεις : «το είπε ο μεγάλος, το θέλησε ο μεγάλος, το ζήτησε ο μεγάλος».
Τα λάθη ελαχιστοποιούνται γιατί δεν υπάρχει πρωθυπουργός – Καίσαρας αλλά ο άνθρωπος που προεδρεύει στο υπουργικό συμβούλιο και κατέχει την τέχνη του συγκερασμού των απόψεων. Είμαι βέβαιος πως τον Ιανουάριο του 2020, ο παντοδύναμος τότε Μητσοτάκης, ένα τέτοιο μοντέλο διακυβέρνησης είχε στον νου του. Διαφορετικά δεν εξηγείται, γιατί ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε την σκόνη του και το ΠΑΣΟΚ είχε μονοψήφιο ποσοστό, προχώρησε σε αλλαγή του εκλογικού νόμου βάζοντας εμπόδιο στο κόμμα του να σχηματίσει ξανά αυτοδύναμη κυβέρνηση. Πήγε τον πήχη της αυτοδυναμίας στον Θεό, ώστε το πρώτο κόμμα χρειάζεται ποσοστό 38,5% για να κυβερνήσει μόνο του. Και δεν τον παρέσυρε κανείς σύμβουλος ή υπουργός του, όπως ισχυρίζονται κατά καιρούς κάποιοι. Ήταν προσωπική του υπόθεση που ταιριάζει με το μοντέλο ενός σύγχρονου, μετριοπαθούς, Ευρωπαίου ηγέτη.
Εάν μεταφερθούμε σ’εκείνη τη χρονική στιγμή, η χώρα μόλις είχε βγει από τα μνημόνια και είχε αποκτήσει μια κουλτούρα κυβερνήσεων συνεργασίας. Οι κυβερνήσεις Παπαδήμου, Σαμαρά, Βενιζέλου, Τσίπρα και Καμμένου, αθροιστικά παρέμειναν στην εξουσία σχεδόν οκτώ χρόνια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέμεινε και συνεχίζει -όπως μαθαίνω- να επιμένει ότι έκανε το σωστό. Γι’αυτό και πριν από έναν χρόνο, όταν προηγούνταν περισσότερο από 15 μονάδες από τον ΣΥΡΙΖΑ, απέρριψε κατηγορηματικά τις πιεστικές εισηγήσεις υπουργών του να αλλάξει τον εκλογικό νόμο που εκείνος έφτιαξε και να προσφύγει στις κάλπες, εξασφαλίζοντας με άνεση αυτοδυναμία.
Όλα αυτά, όμως, είναι παλιά. Σήμερα, το πολιτικό τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Οι σχέσεις των κομμάτων είναι στο χειρότερο δυνατό σημείο τους. Όχι απλώς κανείς δεν θέλει να συνεργαστεί με κανέναν, αλλά αρνούνται και να συνομιλήσουν. Η Νέα Δημοκρατία με τον ΣΥΡΙΖΑ αναβιώνουν το σύνθημα «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Το ΠΑΣΟΚ, που εκ των πραγμάτων είναι ο ρυθμιστής των εξελίξεων, πλέον έχει κάψει τις γέφυρες επικοινωνίας με όλους. Έκανε μεγάλη προσπάθεια επί οκτώ μήνες ο Αλέξης Τσίπρας να προσεγγίσει τον Νίκο Ανδρουλάκη για να δημιουργήσουν μαζί το ενιαίο προοδευτικό μέτωπο. Βρήκε κλειστές πόρτες, καθώς η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ είναι αντιΣΥΡΙΖΑ.
Επιπλέον, η προσέγγιση έγινε με ηγεμονικές τάσεις, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στην Βουλή στη συζήτηση για τις υποκλοπές, όταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίστηκε ως προστάτης του δήθεν αδύναμου ΠΑΣΟΚ και του αδικημένου νέου προέδρου του Νίκου Ανδρουλάκη. Εξόργισε πολλούς στην βάση και την κορυφή του τρίτου κόμματος το δίχτυ προστασίας που επιχείρησε να απλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αντί να έρθουν κοντά τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, απομακρύνθηκαν κι άλλο.
Οσο για την σχέση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Βρίσκεται στο ναδίρ. Η παρακολούθηση του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη μεγέθυνε το χάσμα. Υπάρχουν κάποιοι αισιόδοξοι που ακόμα πιστεύουν ότι θα μπορούσε να υπάρξει συνεργασία των δύο κομμάτων με άλλον πρωθυπουργό. Αυτό στην πράξη είναι αδύνατον, καθώς η Νέα Δημοκρατία αρνείται να το συζητήσει με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί το τρίτο κόμμα να επιβάλλει τον πρωθυπουργό της χώρας και στην πράξη νέο αρχηγό του πρώτου κόμματος. Κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ λένε να συνεργαστεί ο Μητσοτάκης με τον Βελόπουλο, ενώ ξέρουν ότι αυτό είναι αδύνατο για πολλούς λόγους και τον εξής έναν: η στάση που επέδειξε η Ελληνική Λύση στον πόλεμο στην Ουκρανία βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής της κυβέρνησης και αυτό από μόνο του είναι αρκετό.
Με αυτά τα δεδομένα, η ακυβερνησία βρίσκεται προ των πυλών και πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Διαφορετικά, θα οδηγηθούμε σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση με κίνδυνο να υπάρξει νέος εκτροχιασμός της οικονομίας. Δεν υπάρχουν δόγματα στην πολιτική και οι απόψεις υπάρχουν για να αναθεωρούνται. Είναι ανάγκη για την ομαλή πορεία της χώρας σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες να υπάρξει προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Απαιτείται μία προσθήκη στον εκλογικό νόμο να αυξάνει το μπόνους του πρώτου κόμματος, όταν η διαφορά από το δεύτερο είναι για παράδειγμα τέσσερις μονάδες, ώστε ο πήχυς της αυτοδυναμίας να κατέβει κοντά στο 36%. Και αυτό πρέπει να γίνει τώρα για να αποφευχθεί ένας χαοτικός προεκλογικός χειμώνας.