Επιθετικές φορολογικές πολιτικές κατά της ακρίβειας

©Shutterstock

Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στις εξωγενείς κατά κύριο λόγο αιτίες που έχουν συντελέσει στο να εκδηλωθεί το μάλλον πρωτόγνωρο κύμα ανατιμήσεων και ακρίβειας που αντιμετωπίζουν σήμερα οι πολίτες και οι επιχειρήσεις.

Χάρης Αναστασιάδης – Action24Press

Στη χώρα μας, δυστυχώς, το φαινόμενο λαμβάνει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις, λόγω του γεγονότος ότι η ελληνική οικονομία είναι διαχρονικά εξαρτώμενη σε μέγιστο βαθμό από τις εισαγωγές καυσίμων, ενέργειας, πρώτων υλών και τροφίμων. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι το εμπορικό ισοζύγιο αλλά και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα βαίνει διαρκώς επιδεινούμενο εις βάρος της χώρας, ενώ ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία θα υστερεί με επιταχυνόμενο ρυθμό στο επίπεδο της διεθνούς ανταγωνιστηκότητας.

Μόνη όμως η διαπίστωση ενός προβλήματος δεν σημαίνει τίποτα ουσιαστικό, αν ταυτόχρονα και παράλληλα δεν αναζητηθούν προτάσεις και λύσεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Λύσεις που ίσως λόγω της εκρηκτικής διάστασης που το φαινόμενο λαμβάνει, υποθηκεύοντας ουσιαστικά το οικονομικό μέλλον πολιτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων, θα πρέπει να είναι τολμηρές, ρηξικέλευθες και πάντως έξω από το συνηθισμένο πλαίσιο βραχυχρόνιας διαχείρισης δημοσιονομικών αναγκών.

Το φορολογικό σύστημα μίας χώρας συντίθεται από δύο μείζονες κατηγορίες φορολογίας, την άμεση και την έμμεση. Η άμεση φορολογία ανάγεται στο σύστημα προσδιορισμού των εισοδημάτων, των συντελεστών και των απαλλαγών ή διαφοροποιήσεων που ισχύουν για τις οικονομικές οντότητες, δηλαδή κατά κύριο λόγο πολίτες και επιχειρήσεις. Η έμμεση φορολογία από την άλλη, αποτελεί το σύστημα επιβολής φόρων και τελών επί των συναλλαγών και συντίθεται από ένα ευρύ πλέγμα αντικειμένων φορολογίας και συντελεστών που εφαρμόζονται σε αυτές  κατά περίπτωση. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία της έμμεσης φορολογίας, που στο πλαίσιο των αρχών οικονομικής πολιτικής χαρακτηρίζεται ως η πιο άμεσα αποδοτική σε δημόσια έσοδα, αλλά ταυτόχρονα και κοινωνικά ως πιο άδικη, θα εστιάσουμε την προσέγγισή μας σήμερα.

«Αποσυμπίεση» με μείωση του ΕΦΚ

Θα ξεκινήσουμε με την αναφορά μας στον διαβόητο λόγω των συνθηκών ειδικό φόρο κατανάλωσης (ΕΦΚ) που επιβάλλεται σε διάφορα προιόντα καταναλωτικής κυρίως φύσης, με προεξάρχον αυτό των καυσίμων. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο του κόστους βενζίνης στην αντλία είναι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, ανερχόμενος σε περίπου 0,70 ευρώ ανά λίτρο. Αυτόν τον συγκεκριμένο φόρο, λόγω της ιδιαίτερης αποδοτικότητας του στα δημόσια έσοδα (εισπράττεται άμεσα κατά τη διάθεση του προιόντος στον καταναλωτή), η παρούσα κυβέρνηση δείχνει ιδιαίτερη απροθυμία να τον περιορίσει, έστω και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εκτιμώντας βάσιμα το σοβαρό κενό που θα δημιουργηθεί από τον περιορισμό αυτό. Όμως οι συνθήκες επιβάλλουν τολμηρές άμεσες κινήσεις και παρεμβάσεις στο καθημερινό κόστος ζωής αλλά και παραγωγής, ούτως ώστε να αποσυμπιεστεί ο καταναλωτής και να αποκατασταθεί σε κάποιο βαθμό η καταναλωτική επιστοσύνη στον δείκτη οικονομικού κλίματος. Εξάλλου, μία τέτοια πρόταση περιλαμβάνεται και στην εργαλειοθήκη της Ευρωπαικής Ένωσης στον αγώνα κατά της ακρίβειας ήδη από τον Οκτώβριο του 2021, ενώ έχει με διάφορες μορφές ήδη υιοθετηθεί από άλλες χώρες της Ευρώπης. Δεν θα εισάγαμε λοιπόν «καινά δαιμόνια» στην Δημοσιονομική Πολιτική, ούτε θα βρισκόμαστε σε απόκλιση από τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές.

Παρέμβαση στον ΦΠΑ

Συνεχίζοντας θα έλθουμε στον ΦΠΑ. Φόρος επιρριπτόμενος στην κατανάλωση, διαλαμβάνοντας σχεδόν το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται στον τελικό καταναλωτή, και στο κανονικό του μέγεθος στη χώρα μας βρίσκεται στο 24%, ένα ποσοστό από τα υψηλότερα στην Ευρωπαική Ένωση. Θεωρούμε ότι ειδικά στην παρούσα φάση απαιτείται άμεση και δυναμική παρέμβαση στην επιβολή του φόρου αυτού, με μέτρα όπως η μείωση του συντελεστή, η μεταφορά όλων των βασικών αγαθών κατανάλωσης ανεξαιρέτως στον μειωμένο συντελεστή (όλα τα τρόφιμα, όλες οι υπηρεσίες εστίασης και φιλοξενίας, μεταφορών κ.λ.π), βάζοντας έτσι φρένο σε ανατιμητικές αλλά και, δυστυχώς, κερδοσκοπικές πρακτικές επαγγελματιών και επιχειρήσεων, ανακουφίζοντας τον καταναλωτή, καθιστώντας τον τουριστικό μας προιόν πιο ανταγωνιστικό, και ενδεχομένως  συμβάλλοντας έτσι στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και στην επακόλουθη αύξηση των δημοσίων εσόδων.

Κλείνοντας, δεν θα παραλείψουμε να αναφερθούμε στην (διαχρονική) ανάγκη κατάργησης πληθώρας φόρων και τελών υπέρ τρίτων (χαρτόσημα κ.λ.π) που δεν έχουν καμία ανταποδοτικότητα προς τον πολίτη, ενώ πιέζουν αυξητικά το καθημερινό κόστος ζωής.

Ιδού οι φόροι, ιδού και οι πολιτικές.

Για να ενημερώνεστε πάντα πρώτοι!

Κάνε εγγραφή στο Newsletter μας και απόκτησε πρόσβαση στα νέα πριν από όλους τους άλλους.