Στο διήγημά του «Ενώπιον του νόμου» (Vor dem Gesetz), που συναντά κανείς επίσης στη «Δίκη», o Φραντς Κάφκα δίνει μια έντονα δυστοπική εικόνα εγκλωβισμού. Ο εγκλωβισμός αυτός είναι εν μέρει αυτοεγκλωβισμός και εν μέρει απότοκος της κατίσχυσης του νόμου και των απαθών «φυλάκων» του. Μια τέτοια εικόνα θα μπορούσε να αποδώσει με ακρίβεια την παρούσα θέση των δύο μεγάλων κομμάτων «ενώπιον των εκλογικών νόμων» τόσο της «απλής αναλογικής» όσο και της ιδιότυπης ενισχυμένης αναλογικής που θα ισχύσουν αντίστοιχα στις επόμενες και στις μεθεπόμενες εκλογές.
Παναγιώτης Δουδωνής/ ActionPress
Ας θυμηθούμε όμως κάποια βασικά πράγματα: δυσπιστώντας απέναντι στην αγαθότητα των προθέσεων της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, το άρθρο 54 Παρ.1 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρηση του 2001 ορίζει πως «Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Όπως είναι φυσικό, δεδομένης της διάχυτης ασυνεννοησίας και δυσπιστίας μεταξύ των κομμάτων, η πλειοψηφία των δύο τρίτων δεν επετεύχθη ποτέ ως τώρα για το εκλογικό σύστημα, με αποτέλεσμα να έχουμε ενώπιόν μας δύο εκλογικούς νόμους. Οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με τον εκλογικό νόμο της λεγόμενης «απλής αναλογικής» του ΣΥΡΙΖΑ του 2016 που στην πραγματικότητα είναι ένας νόμος κατάργησης του μπόνους των πενήντα εδρών του πρώτου κόμματος και διατήρησης του ορίου εισόδου στη Βουλή. Οι μεθεπόμενες όμως εκλογές, κατά τη συνταγματική πρόβλεψη, θα γίνουν με τον νόμο της ΝΔ, ο οποίος επαναφέρει το μπόνους για το πρώτο κόμμα, το καθιστά όμως κλιμακωτό, ανάλογα με το ποσοστό που έλαβε το κόμμα αυτό στις εκλογές. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μεν «εκλογικός νόμος ΣΥΡΙΖΑ» (οι τίτλοι χάριν συντομίας) καθιστά αδύνατη την αυτοδυναμία, ο δε «εκλογικός νόμος ΝΔ» την καθιστά δύσκολη.
Το ριψοκίνδυνο στοίχημα των διπλών εκλογών
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και ενώπιον αυτών των νόμων, τα κόμματα επιχειρούν να χαράξουν τις στρατηγικές τους. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ ψελλίζει διάφορα περί συνεργασιών, τα οποία δύσκολα συμβαδίζουν με την πραγματικότητα, ίσως για να μην παραδεχτεί πως το βασικό αποτέλεσμα του νόμου του είναι ένα μετεκλογικό χάος, που ενδεχομένως και να επεδίωξε. Η ΝΔ από την άλλη, στης οποίας την ευθύνη βρέθηκε η διόρθωση του εκλογικού νόμου, έχει κηρύξει έναν «διμέτωπο αγώνα», αφενός μεν υπέρ των διπλών εκλογών για να υπερπηδηθεί το εμπόδιο της «απλής αναλογικής», αφετέρου κατά της χαλαρής ψήφου στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση.
Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι το να επιδιώκεις διπλές εκλογές αλλά ταυτόχρονα να πολεμάς τη χαλαρή ψήφο συνιστά ένα πολύ δύσκολο και ριψοκίνδυνο στοίχημα. Κι αυτό γιατί η ιστορία μας έχει διδάξει πως το βασικό χαρακτηριστικό των διπλών εκλογικών αναμετρήσεων είναι πως η αναμέτρηση της «πρώτης Κυριακής» διεξάγεται με τη λογική της ύπαρξης και δεύτερης, η δε δεύτερη διεξάγεται υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων της πρώτης. Κλασικό παράδειγμα που αποδεικνύει αυτή την τελευταία παρατήρηση είναι πως μεταξύ των διπλών αναμετρήσεων Μάϊου και Ιουνίου 2012 διαμορφώθηκε ένα άλλο πολιτικό σκηνικό. Ευρισκόμενα «ενώπιον των νόμων», τα κόμματα του δικομματισμού γνωρίζουν πως η τελική διαμόρφωση των αποτελεσμάτων σε επίπεδο εδρών θα γίνει από τους εκλογικούς νόμους που τα ίδια ψήφισαν αλλά τώρα στέκουν -όπως είναι το σωστό- απρόσωποι έναντί τους. Οφείλουν λοιπόν να αντιληφθούν πως η λογική «κάθε ματς από εδώ και πέρα είναι για μας τελικός» είναι εξαιρετικά χρήσιμη για το άθλημα του ποδοσφαίρου αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα αποδώσει και στην πολιτική πράξη, αν δεν ενδυθεί με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά.
Ο Παναγιώτης Δουδωνής είναι Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Οξφόρδης και Πολιτικός αναλυτής