Αν και είναι εξαιρετικά δημοφιλή, λόγω της ανάγκης μας να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει πως δεν είναι πάντα και τόσο φιλικά προς το περιβάλλον.
Χριστίνα Πολυγένη/ActionPress
Μπροστά στην αιώνια αναζήτηση της ομορφιάς, οι γυναίκες στις αρχές του 20ου αιώνα κατέφευγαν σε κάποιες ανορθόδοξες και πολύ επικίνδυνες μεθόδους για να ακολουθήσουν την μόδα της εποχής. Για να αποκτήσουν τις τέλειες μπούκλες, χρησιμοποιούσαν μια συσκευή με ασβέστη με αποτέλεσμα να χάνουν τα μαλλιά τους· συστατικά όπως το αρσενικό, ο μόλυβδος και ο υδράργυρος ήταν μέσα στις κρέμες και το μακιγιάζ τους οδηγώντας στην τύφλωση, το κάψιμο του δέρματος, ακόμη και τον δηλητηριασμό. Μπροστά σε συσκευασίες που δεν αναγράφονταν τα συστατικά, οι γυναίκες έπεφταν θύματα της τότε αισθητικής, που ευτυχώς δεν κράτησε πολύ, μιας και η επιστήμη κατάφερε να αποδείξει πόσο επιβλαβή ήταν για τον οργανισμό μας.
Με τον καιρό τα προϊόντα ομορφιάς έγιναν φιλικότερα για το δέρμα μας και το περιβάλλον, όμως τελευταία όλο και περισσότερα προϊόντα με το σήμα vegan φιγουράρουν στα ράφια των καταστημάτων. Αν και οι περισσότεροι καταναλωτές δεν είναι vegan, η επιλογή αυτών των προϊόντων είναι μια μικρή νίκη υπέρ του βιγκανισμού, αφού υποσχόμενα ότι δεν περιέχουν κανένα ζωικό προϊόν, προωθούνται ως η φιλικότερη επιλογή για το περιβάλλον. Ενδεικτικά, το 2020 οι παγκόσμιες πωλήσεις τους έφτασαν τα 15.1 δισ. δολάρια και μέχρι το 2027 υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν τα 21 δισ. Το ερώτημα από την άλλη είναι: μια τόσο μεγάλη αγορά είναι περιβαλλοντικά φιλική ακριβώς επειδή δεν χρησιμοποιεί ζωικά συστατικά; Ή πρόκειται για μια υπόθεση greenwashing, δηλαδή μια εμπορική τακτική που σκοπό έχει να πείσει τους καταναλωτές ότι τα προϊόντα μιας εταιρείας είναι καλύτερα για το περιβάλλον;
Οργανικά ή ηθικά;
Κατ’ αρχάς να ξεκινήσουμε με την ορολογία. Στην προσπάθειά τους πολλοί καταναλωτές να επιλέξουν αυτό που είναι λιγότερο κακό για τους ίδιους και το περιβάλλον, συναντούν όρους με τους οποίους δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι. Εκτός από «vegan», πολλά προϊόντα βαφτίζονται «οργανικά», «ηθικά», «φυσικά». Και στο τέλος, ο καταναλωτής μη γνωρίζοντας τι ακριβώς σημαίνει η κάθε ετικέτα, τα βάζει όλα κάτω από την ομπρέλα των περιβαλλοντικά φιλικών ειδών. Έτσι «φυσικό» μπορεί να ένα αφρόλουτρο που διαφημίζει ότι περιέχει ένα φυσικό εκχύλισμα στα συστατικά του, όπως «φυσικό εκχύλισμα ροδιού» ή ένα σαμπουάν με καστορέλαιο. Διαβάζοντας όμως την ετικέτα στο πίσω μέρος, διαπιστώνει κανείς ότι αυτό το εκχύλισμα είναι ένα μικρό ποσοστό ανάμεσα σε διάφορα χημικά συστατικά, όπως 1-βουτανόλη, συστατικό που βρίσκεται στην πλειοψηφία των καλλυντικών και πολλοί υποστηρίζουν την κατάργησή του. Σαφώς η εταιρεία που τα παράγει μπορεί να έχει περιβαλλοντική πολιτική όσον αφορά την ανακύκλωση ή την συσκευασία, γιατί οι εταιρείες γνωρίζουν πόσο σημαντική είναι η οικολογική συσκευασία για την επιλογή του καταναλωτή. Από την άλλη τα προϊόντα που υπόσχονται ότι είναι οργανικά έχουν να κάνουν τόσο με τα ζωικά, όσο και με τα φυτικά είδη, με την διαφορά ότι ακολουθούν αυστηρούς κανόνες για την συλλογή των πρώτων υλών. Πολλές από τις εταιρείες πίσω από αυτά τα προϊόντα ακολουθούν μεθόδους που αφήνουν χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και δεν περιέχουν χημικά, parabens, SLS ή συνθετικά αρώματα, όχι όμως όλες. Και μετά είναι τα vegan προϊόντα, που λόγω ονομασίας συχνά μπερδεύονται με τα οργανικά. Τα vegan καλλυντικά δεν περιέχουν ζωικά είδη όπως μέλι ή λανολίνη. Όμως τεχνικά, για την συντήρησή τους περιέχουν χημικά, ενίοτε parabens, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το προϊόν δεν ταυτοποιείται ως «vegan». Βέβαια, υπάρχουν και προϊόντα περιποίησης που δεν περιέχουν χημικά, για παράδειγμα τριαιθανολαμίνη (ρυθμιστής του pH), με όρους μάρκετινγκ είναι λιγότερο χημικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και vegan. Κι αν όλα αυτά ακούγονται περίπλοκα, υπάρχει ένας απλός τρόπος για κάθε καταναλωτή να ανιχνεύσει την ποιότητα του προϊόντος: όσο πιο πολλά συστατικά υπάρχουν πάνω στην ετικέτα, τόσο πιο «χημικό» είναι.
Το ένοχο φοινικέλαιο
Με μια πρώτη ανάγνωση, τα vegan είδη περιποίησης είναι η καλύτερη επιλογή των καταναλωτών για ένα πιο «πράσινο» μέλλον. Μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι τόσο αθώα, αφού πίσω από αυτά τα είδη κρύβεται ένα καλά στημένο μάρκετινγκ, ότι πρόκειται δηλαδή για greenwashing και πολλές προβληματικές πρώτες ύλες, όπως το φοινικέλαιο.
Το φοινικέλαιο είναι ευρέως γνωστό ως συστατικό σε πολλά έτοιμα φαγητά, μπαίνει όμως και στα vegan καλλυντικά, όπως σε σαπούνια και κραγιόν. Και έχει κατηγορηθεί, όχι αδίκως, αφού λόγω της αποψίλωσης των δασών στην Ινδονησία κινδυνεύουν εξ’ αιτίας της παραγωγής του με εξαφάνιση οι ουραγκοτάγκοι, αλλά παρενοχλούνται συστηματικά και οι κοινότητες που ζουν κοντά στα δάση.
Υπάρχουν όμως κι άλλες πρώτες ύλες που είναι εξίσου ή περισσότερο προβληματικές. Για ένα λίτρο ροδέλαιου απαιτούνται 3 με 4 τόνοι τριαντάφυλλων, μόνο που τα τριαντάφυλλα φυτρώνουν σχετικά γρήγορα. Από την άλλη, το έλαιο ροδόξυλου (Aniba Rosaeodora), συστατικό σε πολλά είδη που έρχεται από την Λατινική Αμερική, είναι στην κόκκινη λίστα. Παρότι δεν είναι από τα πιο δημοφιλή, η χρήση του ανησυχεί τους ειδικούς για ένα απλό λόγο: για να αξιοποιηθεί, χρειάζεται να κοπεί όλο το δέντρο, το οποίο λόγω του ότι μεγαλώνει αργά, η αποψίλωσή του είναι παράγοντας της κλιματικής αλλαγής του Αμαζονίου.
Πόσο… argan είναι το argan oil;
Και μετά είναι το δημοφιλές έλαιο argan, που παράγεται στο Μαρόκο. Το θέμα με το δέντρο Argania Spinosa είναι ότι θέλει 50 περίπου χρόνια για να μεγαλώσει και με δεδομένο ότι έχει ζήτηση και για την ξυλεία του, είναι αρκετά σπάνιο. Στην πλήρη ανάπτυξή του, χρειάζεται 40 περίπου κιλά για να παραχθεί ένα λίτρο ελαίου, γεγονός που δικαιολογεί και την τιμή του. Με την ζήτησή του να είναι σε μόνιμα ψηλά επίπεδα, η προμήθειά του γίνεται συχνά από όχι και τόσο καθαρές ή περιβαλλοντικά βιώσιμες πηγές.
Οι καταναλωτές θα πρέπει να γνωρίζουν επομένως ότι vegan δεν σημαίνει αυτόματα συστατικά από βιώσιμες καλλιέργειες και ότι μπορούν δυνητικά να είναι εξίσου επιβλαβή για το περιβάλλον. Παρόλα αυτά, η δύναμη αυτών των ετικετών έγκειται στην προσωπική μας ανάγκη για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή. Με βάση μια μελέτη το 2017, το 58% των γυναικών στην Αμερική προτιμούν τα φυσικά ή οργανικά προϊόντα ομορφιάς, ενώ στην Ευρώπη οι πωλήσεις τους αποτέλεσαν το 33,2% το 2021.
Οργανικά ή vegan, φυσικά ή με συστατικά από βιώσιμες καλλιέργειες, όποια κι αν είναι η τελική επιλογή του κάθε καταναλωτή, είναι αντίκρισμα του lifestyle που έχει ή επιθυμεί. Καλό είναι πάντως να γνωρίζουν οι καταναλωτές, ότι πίσω από αυτούς τους κατά βάση γενικούς όρους, δεν κρύβονται πάντα ηθικές πρακτικές απέναντι στο περιβάλλον.
Αριθμοί
- $ 15.1 δισ. οι παγκόσμιες πωλήσεις των Vegan προϊόντων ομορφιάς το 2020
- $ 21 δισ. αναμένεται να φτάσουν οι πωλήσεις των vegan καλλυντικών μέχρι το 2027
- 58% των γυναικών στις ΗΠΑ προτιμούν τα φυσικά ή οργανικά προϊόντα ομορφιάς
- 33,2% των γυναικών στην Ευρώπη προτιμούν τα φυσικά ή οργανικά προϊόντα ομορφιάς