«Στο επίκεντρο δεν είναι πλέον ο άνθρωπος αλλά η μηχανή, κι αυτό αντί για ορφάνια δημιουργεί μια επικίνδυνη ελευθερία» λέει ο γνωστός ζωγράφος στη συνέντευξη που παραχώρισε στο Action24Pressμε αφορμή την έκθεσή του στη Λευκάδα
Συνέντευξη στον Παναγιώτη Δουδωνή για το ActionPress
Ο δρόμος στου Γκύζη ήταν γεμάτος από ανηφόρες και κατηφόρες, τόσο που θύμιζε κάτι από τους λόφους της Κωνσταντινούπολης. Μέσα στο εργαστήριό του με περίμενε ο Εδουάρδος Σακαγιάν, ο ζωγράφος που με το έργο του έχει επηρεάσει όσο λίγοι την ελληνική ζωγραφική τα τελευταία 40 χρόνια. Οι Άγγλοι έχουν στο λεξιλόγιό τους μια λέξη, λένε «iconoclast». Είναι μια λέξη που ξέφυγε από τα συμφραζόμενα της βυζαντινής εικονομαχίας και δηλώνει όποιον αμφισβητεί κατεστημένες απόψεις, θεσμούς και παρωχημένα σχήματα. Ένας τέτοιος εικονοκλάστης είναι και ο Σακαγιάν. Και η συζήτηση μαζί του, με αφορμή την έκθεσή του φέτος το καλοκαίρι στη Λευκάδα, τόπο των διακοπών του και πατρίδα της συζύγου του, επίσης ζωγράφου Άννας-Μαρίας Τσακάλη, προκλητική και έτσι απολαυστική. «Καλώς βρεθήκαμε, Παναγιώτη μου» λέει και συνεχίζει: «Είμαστε απροετοίμαστοι αλλά αυτό είναι ένα γόνιμο χάος από το οποίο συχνά ξεκινώ στη ζωή και στη ζωγραφική, όταν βέβαια δεν υπάρχει σχέδιο, πρόθεση και προορισμός».
– Εδουάρδε, πώς διδασκόμαστε το χάος;
Δε διδασκόμαστε, κολυμπάμε, όπως οι κολυμβητές της έκθεσης, για να επιπλέουμε. Το οργανικό όμως και η φύση δεν είναι εργαλείο, δηλαδή κάτι φτιαχτό, τεχνητό, γεωμετρικό, όπως η γνώση ή ένα πλοίο. Είναι ζωή και ορμή, δηλαδή κάτι απέραντο και πρωτογενές, όπως είναι ο άνεμος και η θάλασσα που βρίσκονται πέρα από την πεπερασμένη θέλησή μας.
– Θυμάμαι την Άννα-Μαρία (σημ: Τσακάλη) να λέει στη συζήτηση ότι «του Εδουάρδου του αρέσει να παίζει στη συζήτηση, να προκαλεί».
Να δοκιμάζω μου αρέσει. Όχι η πρόκληση των άλλων αλλά η έκπληξη του εαυτού μου! Αυτό είναι οι παρορμήσεις του ιδίου του υλικού της ζωγραφικής και αυτά είναι δοκίμια ελευθερίας και γνώσης όταν δεν υπάρχει προορισμός εκ των προτέρων, πρόθεση και παραγγελία.
– Εσύ όμως ανήκεις σε μια γενιά, τη γενιά του ’80 που ευαγγελιζόταν την επαναφορά στην παραστατικότητα. Το ξαναβλέπεις όλο αυτό τα τελευταία χρόνια;
Ως άτομο έχω σχέση με ομάδες. Αναθεωρώ όμως τον εαυτό μου ανάλογα με τις συνθήκες κάθε εποχής. Αλλάζουν τα εργαλεία και τα μέσα, όπως από το βιβλίο περάσαμε στο διαδίκτυο. Θα όφειλα να είμαι προσαρμοστικός με την πρόοδο των μέσων, όταν όμως δε με βοηθούν να είμαι δημιουργικός αρά συμπαθής στον εαυτό μου, τότε αναθεωρώ. Δεν πιστεύω στα είδωλα αλλά στην αυτονομία της επιφάνειας, δηλαδή στη γλώσσα. Διότι αυτό που περιέχω δε μπορώ να το διαχειριστώ αν δε ζωγραφίζω.
-Τα σκέφτομαι όλα αυτά σε σχέση με αυτό που μου έχεις πει κάποτε ότι σε ενοχλεί να σου μιλάνε για τα παλιά σου έργα…
Τώρα όχι, κάποτε ναι. Διότι το παρελθόν και το μέλλον δε μπορούν να γίνουν πιο σημαντικά από το παρόν και τα παρόντα έργα πάντα είναι η ορμή μου. Εξάλλου, η διαδρομή ενός ζωγράφου είναι πιο σημαντική από ένα καλό ή κακό έργο.
-Ήταν μια καμπή για το έργο σου οι «θεατές»; Πώς προέκυψαν;
Στη ζωγραφική έχω πολλούς τρόπους να διαχειριστώ την καταγωγή του ανθρώπου, να τους κάνω εξιδανικευμένους, να τους κάνω διαλυμένους. Οι θεατές ξεκίνησαν στο Παρίσι, έχουν την ηλικία του Φίλιππου, του γιου μου, κοντά στα τριάντα χρόνια. Ήταν ένας διαγωνισμός ζωγραφικής στο Cirque d’Hiver και μου ζήτησαν να συμμετάσχω. Πήρα τότε το εθνικό βραβείο ζωγραφικής της γνωστής εταιρείας χρωμάτων Lefranc-Bourgeois. Θεωρούσα το τσίρκο κάτι κωμικοτραγικό, ήμουν σε πένθος και ενώ έκανα πάνω σε εφημερίδες την «ανθρώπινη κωμωδία», συνειδητοποίησα ότι το θέμα δεν είναι το θέαμα, το θέμα είναι οι άνθρωποι που κοιτάνε. Το κέντρο όμως σε αυτά είναι ένα κενό, δεν υπάρχει κέντρο. Αυτό ακριβώς με ενδιαφέρει γιατί είναι η μονοτονία και είναι ο ανθρώπινος λαβύρινθος.
– Είδα επίσης ότι επανέρχονται στα έργα σου τα ζώα. Εξάλλου ο τίτλος της έκθεσής σου στο Τελλόγλειο περιείχε τη λέξη «αγέλη».
Ζώα ζωγράφιζα πάντα. Δεν είναι όμως μόνο το θέμα. Μπορείς να ζωγραφίσεις τα πλέον ευτελή πράγματα σαν Χριστό και τον Χριστό σαν κάτι εντελώς ευτελές. Ο Βαν Γκονγκ ζωγραφίζει τα παλιά παπούτσια ή το χώμα σαν Χριστό χωρίς τον στόμφο και την εύκολη λύση της «μνημειακότητας» και του ηρωισμού που έχουν τα έτοιμα, μεγαλεπήβολα σύμβολα. Για αυτό και όταν κάνω ζώα ή ανθρώπους ή αντικείμενα σημασία έχει το «πώς».
– Άρα λες αυτό που λένε και πολλοί συλλέκτες ότι «το θέμα δεν έχει σημασία»;
Το ζήτημα είναι αυτά τα δύο να ταυτιστούν και να αυτονομηθούν και σε μένα αυτά είναι ή σε σχέση ή σε αντίθεση.
– Αυτό σχολιάζεις και με τα bibelot στα έργα σου;
Είναι ένα σχόλιο για τις διακοσμητικές, βιομηχανικές και χειροτεχνικές αναπαραστάσεις της οργανικότητας. Παρακολούθησα το Μοναστηράκι και μάζεψα ό,τι να ναι από περιέργεια και έτσι έχω ένα χώρο με αυτά ως «chambre des curiosités».
– Και ο Κοκόσκα είχε!
Αυτά έχουν σημασία ως προκλήσεις φαντασιακού. Το περιγραφικό έχει ενδιαφέρον ως αφήγηση αλλά προτιμώ μια αφήγηση που θα προκύψει, όχι επειδή είναι επαναλαμβανόμενη μηχανικά. Η βάση μου είναι ότι δεν έχω προορισμό ως ζωγράφος και ως σκέψη όχι από επιλογή αλλά γιατί η ζωγραφική δεν είναι το κέντρο της εποχής μου που είναι μια τεχνολογική εποχή. Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι το κέντρο, το κέντρο είναι η μηχανή κι αυτό αντί για ορφάνια δημιουργεί ελευθερία. Μια άκρως επικίνδυνη ωστόσο ελευθερία.
– Κάνεις πειραματικά έργα;
Και πειραματικά και ερευνητικά αλλά και σχεδιαστικά και παραδοσιακά. Υπάρχουν έργα που δεν τα «κάνω» αλλά προκύπτουν από την ίδια τη φύση της ύλης. Παλιά έλεγαν «αχειροποίητα» για όσα έφτιαχνε ο Θεός. Κοιτώντας την άβυσσο επανέρχεται ένα ιερό δέος. Υπάρχει το άγνωστό μας μέρος, το οποίο σε σημαντικούς καλλιτέχνες εμφανίζεται. Όμως το κλισέ είναι πολύ πιο βατό στις μέρες μας, διότι είναι πιο εύκολο να αναγνωρίζεις από το να γνωρίζεις και να φαντάζεσαι.
Eνα βασικό στοιχείο της έκθεσης είναι η κίνηση των κολυμβητών σε σχέση με την στατικότητα των θεατών αλλά πάντα χωρίς ιδιαίτερη προοπτική βάθους και ψευδαίσθησης. Εξάλλου τα έργα με τους κολυμβητές είναι για μένα κάτι αρκετά βασικό γιατί συμπληρώνω τους θεατές όχι πλέον μέσα στις γεωμετρίες αλλά στο υγρό στοιχείο
– Και η έκθεσή σου τώρα στη Λευκάδα;
Άρχισε με την αυθόρμητη αμεσότητα του να ζωγραφίσω εκ του φυσικού τις βόλτες και τους κολυμβητές στην πλαζ και μετά μπήκαν ερωτήματα. Έπειτα όμως, όταν συνεχίστηκαν τα έργα μου στο εργαστήριο και έγινε διανοητική πλέον η ζωγραφική, άρχισα να πηγαίνω σε πιο πρωτογενή πράγματα, όπως η αυτονομία της ζωγραφικής επιφάνειας. Οι κολυμβητές ακόμα έχουν σχέση με τον άνθρωπο ως κέντρο ενώ αργότερα με τον ορίζοντα τα πράγματα αλλάζουν. Άρχισα να βλέπω τους ανθρώπους όλο και πιο μακρινούς, να μικραίνουν μέσα στον χώρο του τοπίου, μέχρι που ο ορίζοντας έγινε μια γραμμή.
– Παρατήρησα στην ενότητα αυτή και ένα έργο σου που γράφει «Κυρία Ντίνα». Μίλα μου για αυτό.
Από μικρός όταν βλέπω τις καντίνες γελάω, διότι νομίζω ότι γράφουν «κυρία Ντίνα». Έζησα το βιομηχανικό τοπίο των διακοπών που προηγείται του τουριστικού τοπίου των διακοπών. Επίσης, ένα βασικό στοιχείο της έκθεσης αυτής είναι η κίνηση των κολυμβητών σε σχέση με την στατικότητα των προηγουμένων θεατών αλλά πάντα χωρίς ιδιαίτερη προοπτική βάθους και ψευδαίσθησης. Εξάλλου τα έργα της έκθεσης με τους κολυμβητές είναι για μένα κάτι αρκετά βασικό γιατί συμπληρώνω τους θεατές όχι πλέον μέσα στις γεωμετρίες αλλά στο υγρό στοιχείο. Μετά βέβαια προκύψανε και τοπία άδεια, με την έννοια ότι δεν περιέχουν τον άνθρωπο. Ζωγράφισα καταιγίδες, τον ορίζοντα, μια γραμμή. Για μένα ο ορίζοντας είναι, το ξαναλέω, μια έξοδος από τον λαβύρινθο της αφήγησης. Και οι θεατές μου είναι άπειροι ορίζοντες, ανεβοκατεβαίνει το μάτι καθώς τους κοιτάς, για αυτό τους κάνω.
– Ο Μπόρχες έγραφε για το λαβύρινθο. Εσένα σ αρέσει ο λαβύρινθος;
Δε μ’ αρέσει εκ πρώτης όψεως ο λαβύρινθος, γιατί είναι η αμφιβολία. Ταυτόχρονα όμως είναι και η πληθωρικότητα του διονυσιασμού και της χαράς που έχω. Εξάλλου καιρός είναι να χαρώ ακόμα και μια γραμμή που τραβάω!
– Και τα αφηρημένα;
– Κατ’ αρχήν για μένα δεν είναι αφηρημένα τα οργανικά μου έργα αλλά περιοχές φαντασίας, όπως η επιφάνεια της θάλασσας που υπάρχει σε ένα έργο μου σε αυτή την έκθεση. Πολλοί λένε για αυτά τα οργανικά έργα «όλοι μπορούν να τα κάνουν». Ένα μεγάλο μυστικό τους όμως, που δεν είναι γνωστό, είναι πως δε μπορούν να αντιγραφούν. Ένα έργο όταν περιέχει τέτοια στοιχεία, ιδιαίτερα όταν έχει μόνο αυτό το στοιχείο, δεν αντιγράφεται. Άρα έχει ένα δέος υλικής μοναδικότητας, το οποίο είναι πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπου. Όλα τα άλλα «πλακάτα» έργα ξαναγίνονται, αυτό όμως το οργανικό, το πώς ένα χρώμα μπλέκει με το άλλο, δε μπορεί να ξαναγίνει, είναι μοναδικό. Εξάλλου η θάλασσα είναι θάλασσα.