Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 3,5% το 2022 και 2,6% το 2023 προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην εαρινή έκθεσή του, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η πρόβλεψη για εφέτος είναι αναθεωρημένη προς τα κάτω κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον περασμένο Οκτώβριο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Ο πληθωρισμός, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, προβλέπεται να φθάσει σε μέσα επίπεδα εφέτος στο 4,5% έναντι 0,6% το 2021 για να μειωθεί στο 1,3% το 2023.
Για την ανεργία, το Ταμείο προβλέπει σημαντική μείωσή της στο 12,9% σε μέσα επίπεδα έτους από 15% το 2021 και έναντι 14,6% που εκτιμούσε τον Οκτώβριο.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται πάνω από 6% του ΑΕΠ τόσο για εφέτος όσο και για το 2023 (-6,3% και -6,1%, αντίστοιχα).
Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία
Το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας στο 3,6% τόσο για το 2022 όσο και για το 2023, σημειώνοντας ότι υπάρχουν μεγάλα εμπόδια στις προοπτικές της, κυρίως λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Τη μεγαλύτερη επίπτωση από τον πόλεμο θα έχουν, σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Ουκρανία με μία τεράστια μείωση του ΑΕΠ της κατά 35% και η Ρωσία, για την οποία προβλέπεται μείωση του ΑΕΠ κατά 8,3% εφέτος και 2,3% το 2023.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο έμμεσος αντίκτυπος του πολέμου αναμένεται να επιβραδύνει την ανάπτυξη της οικονομίας της κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, η επίπτωση θα είναι πολύ μικρότερη για την αμερικανική και την κινεζική οικονομία.
Για την Ευρωζώνη προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,8% για εφέτος και 2,3% για το 2023, ενώ για τις ΗΠΑ 3,7% και 2,3% και την Κίνα 4,4% και 5,1%, αντίστοιχα.
Το Ταμείο προβλέπει τώρα ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Τονίζει τον κίνδυνο να αποκλίνουν οι πληθωριστικές προσδοκίες από τους στόχους των κεντρικών τραπεζών, οδηγώντας σε μία πιο επιθετική σύσφιξη της πολιτικής τους. Οι κεντρικές τράπεζες, αναφέρει, πρέπει «να προσαρμόσουν αποφασιστικά τις πολιτικές τους για να διασφαλίσουν ότι οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες θα παραμείνουν σταθερές».
Για τη δημοσιονομική πολιτική, η έκθεση σημειώνει ότι οι αυξήσεις των τιμών των εμπορευμάτων και των επιτοκίων θα μειώσουν περαιτέρω τον δημοσιονομικό χώρο, ο οποίος είχε ήδη συρρικνωθεί λόγω της πανδημίας.
Πολλές οικονομίες, προσθέτει, θα πρέπει να κάνουν δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά αυτό «δεν πρέπει να εμποδίσει τις κυβερνήσεις από το να παρέχουν καλά στοχευμένη στήριξη στους ευάλωτους πληθυσμούς, ιδιαίτερα υπό το φως των υψηλών τιμών ενέργειας και τροφίμων».
Το Ταμείο επισημαίνει ότι οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων ενισχύουν την προοπτική κοινωνικής αναταραχής στις φτωχότερες χώρες.
Το ΔΝΤ αναφέρεται, επίσης, στον κίνδυνο ενός πιο μόνιμου κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας σε γεωπολιτικά μπλοκ με ξεχωριστά τεχνολογικά στάνταρντ, συστήματα διασυνοριακών πληρωμών και αποθεματικά νομίσματα.