Αυστηρότερο πλαίσιο για την έκτιση των ισοβίων ζήτησε η μητέρα της αδικοχαμένης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη.
Η Κούλα Αρμουτίδου, αν και δήλωσε ικανοποιημένη, πρόσθεσε: «Θα ήθελα, όμως, σε τέτοιες στυγνές δολοφονίες, τα ισόβια να είναι πραγματικά ισόβια. Κι όχι ποινές – χάδια. Γιατί για μένα, τα 16 χρόνια δεν λένε τίποτε. Τα ισόβια όμως, οι στυγεροί δολοφόνοι, όταν θα ξέρουν ότι θα μπουν μέσα στη φυλακή και δεν θα ξαναδούν το φως του ήλιου παρά μόνον στον χώρο της φυλακής, ίσως συμμαζευτούν», δήλωσε.
Παράλληλα, ζήτησε να συναντήσει τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. «Δεν έχει δικαίωμα κανείς να αφαιρεί μία ανθρώπινη ζωή. Κι αυτό που θέλω πραγματικά και το ζητάω και εγώ και όλες οι μάνες των αδικοχαμένων ψυχών είναι εδώ και τώρα συνάντηση με τον πρωθυπουργό της χώρας. Τον παρακαλώ πάρα πολύ. Δεν μπορεί να έχουν δικαιώματα στην ελληνική κοινωνία μόνο οι δολοφόνοι των παιδιών μας κι όχι εμείς σαν μάνες των αδικοχαμένων κοριτσιών, γυναικών, μανάδων. Εδώ και τώρα συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη και με τους αρχηγούς όλων των κομμάτων», τόνισε.
Την καταδίκη τους χωρίς ελαφρυντικά ζήτησε η εισαγγελέας
Νωρίτερα, την ενοχή, χωρίς ελαφρυντικά, των δυο κατηγορουμένων για την υπόθεση δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη ζήτησε η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας.
«Πήγαν στο δώμα και έπιναν ποτό. Στη 01.07 λεπτά η Ελένη στέλνει μήνυμα στη φίλη της «πάρε με σε μια ώρα τηλέφωνο». Το μήνυμα αυτό σημαίνει για μένα ότι «δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει». Είχε ένστικτο. Παρά την αντίθετη βούληση της και με την άσκηση σωματικής βίας προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Η μη ύπαρξη κακώσεων στα γεννητικά όργανα δεν προβληματίζει αφού έμεινε για αρκετή ώρα στο νερό. Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλει» σημείωσε η εισαγγελέας.
Οι κατηγορούμενοι «σκεπτόμενοι τις συνέπειες αυτού της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο προκαλώντας της αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση τη μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης την μετέφεραν στο αυτοκίνητο.
Για τη μεταφορά είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δυο άτομα αφού το κορίτσι δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να τη βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα. Έριξαν την Ελένη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δυο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή ότι ενόψει ότι η Ελένη ήταν ψηλή κοπέλα και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και δεν ήταν δυνατόν να την σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δυο για να πετάξουν την Ελένη στη θάλασσα». «Ο θάνατος θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, απλώς διάλεξαν να την πετάξουν στη θάλασσα» ξεκαθάρισε η εισαγγελική λειτουργό.
«Η ανθρωποκτονία τελέστηκε και από τους δυο προκειμένου να σωπάσει η κοπέλα. Αν κάποιος δεν ήθελε, θα καλούσε σε βοήθεια. Η γιαγιά και ο παππούς του ενός ήταν στο ισόγειο. Όλες οι μετέπειτα ενέργειες τους αποδεικνύουν ότι έγιναν όλα από κοινού. «Δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία ότι οι κατηγορούμενοι δεν αντιλήφθηκαν τις πράξεις τους ή είχαν μειωμένη ικανότητα αντίληψης. Ο ψυχίατρος που εξέτασε τους κατηγορουμένους αμέσως μετά τη σύλληψη, δεν διαπίστωσε ψυχοπαθολογίες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν», ολοκλήρωσε.