Χριστόφορος Βερναρδάκης: «Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι έγκυρες όπως παλιά»

©Eurokinissi

Για στοχευμένη ανακατανομή πλούτου από την κυβέρνηση υπέρ των πλουσιότερων κοινωνικών στρωμάτων κάνει λόγο ο βουλευτής Α’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ χαρακτηρίζει ανεπαρκή τα μέτρα στήριξης που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ και τονίζει ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα είναι κανόνας από εδώ και πέρα.

Συνέντευξη στον Βαγγέλη Παπαδημητρίου για το ActionPress

«Η φτώχεια είναι η μία όψη και οι παρακολουθήσεις η άλλη όψη του αυταρχικού κράτους», σημειώνει εμφατικά ο Χριστόφορος Βερναδάκης, απαντώντας στις κατηγορίες περί μονοθεματικής αντιπολίτευσης.

Ασκώντας κριτική στα πρόσφατα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση, εκτιμά πως «η κυβέρνηση εφαρμόζει σχέδιο υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου». Αναγνωρίζει πως το πρόγραμμα που θα εξαγγείλει σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας θα είναι ο οδικός χάρτης για τις εκλογές και θα περιλαμβάνει «δεσμεύσεις για την ακρίβεια των βασικών ειδών διατροφής, την ενεργειακή φτώχεια, τις αυξήσεις των μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και το ιδιωτικό χρέος προς τράπεζες και ιδιωτικά funds».

Αναφερόμενος στη σύγκρουση που είχε κατά το παρελθόν με τη Νίκη Κεραμέως, αναγνωρίζει το δικό του σφάλμα, σημειώνοντας πως «χρησιμοποίησα έναν τοξικό χαρακτηρισμό που έδωσε προσωπικό τόνο σε μια βαθιά πολιτική διαφωνία. Για αυτόν τον προσωπικό τόνο έκανα την αυτοκριτική μου ζητώντας δημοσίως συγνώμη».

-Σας κατηγορούν πως ασκείτε μονοθεματική αντιπολίτευση για το θέμα των παρακολουθήσεων ενώ η κοινή γνώμη ανησυχεί για την ακρίβεια…

 Η κοινή γνώμη ανησυχεί για την ακρίβεια, πονάει από την ενεργειακή φτώχεια, υποφέρει από τους χαμηλούς μισθούς και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και βλέπει, πλέον, ότι η στοχευμένη αναδιανομή πλούτου υπέρ των πλουσιότερων κοινωνικών στρωμάτων θίγει και τον βασικό πυρήνα των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η φτώχεια είναι η μία όψη και οι παρακολουθήσεις η άλλη όψη του αυταρχικού κράτους.

Τρία χρόνια τώρα επιχειρείται μεθοδικά η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και του κράτους πρόνοιας, όμως μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί παρά να πηγαίνει παρέα με αύξηση της καταστολής και περισσότερο αυταρχισμό. Επομένως, η δική μας αντιπολίτευση είναι – και πρέπει να είναι – συνολική. Εάν οι παρακολουθήσεις υπερτερούν αυτές τις μέρες σε ένταση είναι γιατί θίγουν τον πυρήνα λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και αυτό δεν το λέει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το λέει ο πρώην Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, πολλοί βουλευτές και παράγοντες της ΝΔ, όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης και όλος ο διεθνής Τύπος.  

-Πως κρίνετε τα τελευταία κυβερνητικά μέτρα;

 Είναι τελείως ανεπαρκή μέτρα για να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη οικονομική κρίση των νοικοκυριών. Και ακόμα και αυτά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ανακούφιση έρχονται εκ των υστέρων και είναι αναποτελεσματικά. Για πρώτη φορά σε ΔΕΘ δεν ακούστηκαν μέτρα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που ασφυκτιούν από την αύξηση του ρεύματος και των πρώτων υλών. Η Κυβέρνηση ΝΔ εφαρμόζει ένα σχέδιο ολικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου.

Το σχέδιο αυτό έχει τρεις κεντρικούς άξονες, τη συγκεντροποίηση σε όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων, την ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού κράτους και της δημόσιας περιουσίας και τη μείωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Σε αυτό το σχέδιο παραμένει αμετακίνητη και συνεπής, και υπό την έννοια αυτή τα όποια μέτρα λαμβάνει, το κάνει όχι για να παρέμβει στις ακραίες στρεβλώσεις που έχει δημιουργήσει η πολιτική της, αλλά για να επιβραδύνει όσο γίνεται τρέχουσες επιπτώσεις. 

-Δεχθήκατε σκληρή κριτική για τη σύγκρουση με την υπουργό Παιδείας. Μετά από καιρό τι απαντάτε;

 Η πολιτική της Υπουργού Παιδείας είναι καταστροφική για τη Δημόσια Παιδεία και εξαιρετική όσον αφορά την απορρύθμιση των λειτουργιών της δημόσιας εκπαίδευσης. Βεβαίως, δεν αποτελεί απλώς μια προσωπική της πολιτική, επιτελεί το σχέδιο μιας βαθιάς αναδιάρθρωσης που κεντρικό στόχο της έχει να αποδυναμώσει το δικαίωμα πρόσβασης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων στην ανώτατη εκπαίδευση – όπως ήταν το κεκτημένο της ελληνικής κοινωνίας μεταπολεμικά. Ο στόχος είναι μια «ελιτίστική εκπαίδευση» για τους λίγους και για τους πολλούς μια κατάρτιση φτηνής εργατικής δύναμης.

Η σύγκρουση με την Υπουργό Παιδείας είναι λοιπόν πολιτική. Το δικό μου σφάλμα είναι ότι χρησιμοποίησα έναν «τοξικό χαρακτηρισμό» που έδωσε προσωπικό τόνο σε μια βαθιά πολιτική διαφωνία. Για αυτόν τον «προσωπικό τόνο» έκανα την αυτοκριτική μου ζητώντας δημοσίως συγνώμη. Οι αντιθέσεις δεν είναι προσωπικές και όταν μας εκφεύγουν τέτοιες εκφράσεις στο δημόσιο λόγο δεν προσφέρουμε καμία υπηρεσία ούτε στην άποψή μας ούτε στην κοινωνία. 

-Είστε από τους ανθρώπους που μελετούν τις δημοσκοπήσεις. Θεωρείτε πως διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα;

 Όχι, δεν θεωρώ ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των δημοσκοπήσεων υπάρχει συνειδητή διαστρέβλωση. Εχουν υπάρξει βεβαίως και εξαιρέσεις, αλλά ήταν σπάνιες.

 Αλλά είναι γεγονός, ότι το «εργαλείο» των δημοσκοπήσεων, παγκοσμίως και όχι μόνο στην Ελλάδα, λόγω  των τεράστιων πολιτισμικών, κοινωνικών και τεχνολογικών αλλαγών της τελευταίας δεκαετίας έχει πολύ μικρότερη εγκυρότητα από όσο είχε τις περασμένες δεκαετίες. Για να το εκφράσω απλά, εάν στη δεκαετία του ’90 ή του ’00 οι πολιτικές έρευνες μπορούσαν να εκτιμήσουν ένα εκλογικό αποτέλεσμα με πιθανότητα επιτυχίας κατά 80%, σήμερα η δυνατότητά τους δεν ξεπερνά το 40-45%.

 Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον οι αποτυχίες των δημοσκοπήσεων είναι πια περισσότερο συχνές από τις επιτυχίες σε όλο τον κόσμο. Προφανώς και η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Απλώς, στην Ελλάδα υπάρχει από τη δεκαετία του ’90 μια υστερική υπερτίμηση των δημοσκοπήσεων, τόσο από το πολιτικό προσωπικό όσο και από τα Media. Και όσο περισσότερο «χαμηλώνει» το επίπεδο και των δύο, τόσο υπερτιμώνται οι δημοκοπήσεις.      

-Πολλοί και στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκλείουν να είναι πρώτο κόμμα. Θεωρείτε πιθανή μια τέτοια προοπτική;

 Σε συνθήκες πολύ μεγάλης ρευστότητας των πολιτικών συμπεριφορών όπως συμβαίνει πια στις μέρες μας, αλλά και στο πλαίσιο μιας ακραίας επιδείνωσης των οικονομικών των νοικοκυριών, είναι προφανές ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα έχει μεγάλες εκπλήξεις. Θετικές και αρνητικές, για όλα τα κόμματα. Σε ό,τι αφορά στον ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση αυτή του προσφέρει την ευκαιρία να είναι πρώτο κόμμα. Αλλά είναι απλώς μια ευκαιρία. Για να την αξιοποιήσει θα χρειαστεί ένα πολύ καθαρό, συγκεκριμένο και απτό πρόγραμμα κυβερνητικών παρεμβάσεων που θα απαντήσει στο μεγάλο πρόβλημα της οικονομικής δυσπραγίας.

Ιδιωτικό και τραπεζικό Χρέος, κόστος ενέργειας, αύξηση μισθών, επαναφορά 13ης σύνταξης. Μόνο αν ΣΥΡΙΖΑ διατυπώσει και εγγυηθεί ένα πρόγραμμα με το οποίο οι εργαζόμενες τάξεις αισθανθούν από την πρώτη μέρα ότι τα πράγματα αλλάζουν ριζικά, μόνο τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαμορφώσει ρεύμα νίκης και θα είναι πρώτο κόμμα.  

-Κυβέρνηση συνεργασίας και με ποιους;

 Οι Κυβερνήσεις συνεργασίας θα είναι ο κανόνας από εδώ και πέρα. Ο λόγος είναι ότι έχει παρέλθει πια η εποχή των κομμάτων του 45%, όπως τα ζήσαμε στη Μεταπολίτευση. Οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές δεν θα επιτρέψουν πια την ύπαρξη τέτοιας έκτασης κομμάτων. Επομένως, οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα είναι πια ενώπιόν μας. Για να χειριστεί κανείς αυτήν την πραγματικότητα θα πρέπει να τονίσει πια καθοριστικά το προγραμματικό του στοιχείο. Αναγκαστικά, θα οδηγηθούμε σε κυβερνήσεις «προγραμματικής συμφωνίας» και όσο καλύτερα το κάνουμε τόσο πιο αποδοτικές θα είναι αυτές για τα συμφέροντα της κοινωνίας.

Επομένως, χρειάζεται ένα σχέδιο συγκεκριμένων προγραμματικών δεσμεύσεων, πάνω στις οποίες μπορεί να συγκροτηθεί μια Κυβέρνηση προοδευτική. Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που είναι αυτήν τη στιγμή το μεγαλύτερο εκλογικά κόμμα της Αντιπολίτευσης, αυτή είναι η πρόκληση. Να προτείνει και να συζητήσει με τα άλλα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς προγραμματικό προοδευτικό πλαίσιο.     

Για να ενημερώνεστε πάντα πρώτοι!

Κάνε εγγραφή στο Newsletter μας και απόκτησε πρόσβαση στα νέα πριν από όλους τους άλλους.