Στην πρόσφατη προεκλογική του ομιλία στην Πενσιλβάνια για τη στήριξη των Δημοκρατικών υποψηφίων ενόψει των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών της 8ης Νοεμβρίου, ο Τζο Μπάιντεν έκανε κάτι που κανείς έως σήμερα Αμερικάνος πρόεδρος δεν είχε τολμήσει δημόσια: Έχοντας στα νώτα του δύο πεζοναύτες για να στείλει το μήνυμα της προστασίας της Δημοκρατίας και των θεσμών, έβαλε στο περιθώριο μια μεγάλη μερίδα πολιτών, τους υποστηρικτές του κινήματος MAGA (Make America Great Again), τους ένθερμους οπαδούς του Ντόναλντ Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς τους «Αμερικάνους εξτρεμιστές και μηδενιστές, τους οποίους κανείς δεν μπορεί να αγκαλιάσει με τη λογική, μια και αυτό που θέλουν, είναι το χάος και η πολιτική καταστροφή».
Σπύρος Χριστόπουλος//ActionPress
Με την αποκήρυξη των MAGA ο Μπάιντεν έδωσε περαιτέρω τροφή στο διχασμό που «τρώει» εδώ και δεκαετίες την αμερικανική κοινωνία. Πράγματι, αντί ως πρόεδρος να «συνθέσει» και να «ενώσει», επέλεξε επί της ουσίας ένα πολιτικό σλόγκαν, απευθυνόμενος σε όλους εκείνους που δεν θέλουν την επιστροφή του Τραμπ, με απώτερο στόχο να ενδυναμώσει το αφήγημα των Δημοκρατικών.
Έσπευσε ωστόσο να σημειώσει πως δεν είναι όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι μέλη του εν λόγω κινήματος, επιδιώκοντας να προσεταιριστεί και όσους νιώθουν αποξενωμένοι στο ίδιο τους το κόμμα από τις πρακτικές του πρώην προέδρου των ΗΠΑ καθώς εκτιμάται ότι ένα 25% δεν συμφωνεί με τον Τραμπ (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι είναι και έτοιμο να αλλάξει πολιτικό στρατόπεδο).
Αποτιμώντας τις δηλώσεις Μπάιντεν, το 58% των Αμερικάνων (ανάμεσα τους και ένας στους τέσσερις Ρεπουμπλικάνους) είπε – σύμφωνα με δημοσκόπηση της Ipsos για το Reuters – πως το κίνημα MAGA συνιστά απειλή για τα δημοκρατικά θεμέλια των ΗΠΑ, ενώ το 59% υποστήριξε πως η ομιλία ήταν διχαστική.
Αντεπίθεση
Το διχαστικό λόγο του Αμερικάνου προέδρου έσπευσαν να επισημάνουν και πολλοί «σύμμαχοι» του Τραμπ, ο οποίος υπενθυμίζεται πως ως πρόεδρος καλούσε τους υποστηρικτές του να χτυπήσουν διαδηλωτές, ζητούσε να συλληφθούν οι αντίπαλοι του, τους οποίους χαρακτήριζε φασίστες και έκανε retweet σε ανάρτηση ότι «ο μόνος καλός Δημοκρατικός είναι ο νεκρός Δημοκρατικός».
Μάλιστα ο Τραμπ, τον οποίο θέλουν για υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 2024 οι τρεις στους τέσσερις Ρεπουμπλικάνους, φρόντισε στην πρώτη του συγκέντρωση μετά την έρευνα του FBI στην έπαυλη του, όπου και κρατούσε παράνομα άκρως απόρρητα κρατικά έγγραφα μετά την αποχώρηση του από τον Λευκό Οίκο, να χαρακτηρίσει τον Μπάιντεν «εχθρό του Κράτους».
Παράλληλα, έκανε και άλλη μια εξαιρετικά σημαντική παρέμβαση, αναφέροντας πως εφόσον γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, θα εξετάσει πολύ σοβαρά να δώσει «χάρη» σε όλους εκείνους που εισέβαλαν – κατόπιν των δικών του προτροπών και δηλώσεων περί κλοπής και νοθείας στις προεδρικές εκλογές του 2020 – στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021, η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη εσωτερική επίθεση στη σύγχρονη αμερικανική Δημοκρατία, αποτελώντας και μια πρώτη ένδειξη για το πώς θα μπορούσε να είναι ο επόμενος εμφύλιος πόλεμος στις ΗΠΑ.
Πόλωση στο κόκκινο
Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν προκαλεί εντύπωση ότι το 64% των Αμερικάνων (από 51% τον Ιανουάριο του 2021) εκτιμά ότι η πολιτική βία θα αυξηθεί τους επόμενους μήνες. Βία που την πυροδοτούν ακόμα και οι ίδιοι οι πολιτικοί. Όπως ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής, Λίντσει Γκράχαμ, ο οποίος προανήγγειλε βίαιες διαδηλώσεις εάν ο Τραμπ καταδικαστεί για την παράνομη κατοχή των απόρρητων κρατικών εγγράφων ή ο έτερος Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής, ο Ρικ Σκοτ από την Φλόριντα, ο οποίος παρομοίασε το FBI με τη Γκεστάπο.
Και κάπως έτσι στο Οχάιο ένας αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε έναν ένοπλο Αμερικάνο βετεράνο του στρατού που επιτέθηκε σε πράκτορα του FBI, ενώ στην Πενσιλβάνια ένας άντρας με ιστορικό άρνησης στα εμβόλια κατά του κορωνοϊού, κατηγορήθηκε ότι απειλούσε να σφαγιάσει ομοσπονδιακούς πράκτορες, τους οποίους συνέκρινε με τους Ναζί και την ΚαΓκεΜπε.
Και ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι κάνουν λόγο για «πολιτικούς διωγμούς», το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί οι απειλές κατά του FBI, του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και του εισαγγελέα που έδωσε την εντολή για την έρευνα στην έπαυλη, παραπέμποντας στις πρακτικές και στις επιθέσεις που δέχονταν οι εκλογικοί υπάλληλοι μετά τις προεδρικές του 2020, επειδή αρνούνταν να κηρύξουν νικητή τον Τραμπ.
Άλλωστε η «στοχοποίηση» θεσμών και ανεξάρτητων δημόσιων λειτουργών με σκοπό την αποδυνάμωσή τους, είναι μια τακτική που απειλεί τα θεμέλια της Δημοκρατίας και που μεταξύ άλλων είναι ιδιαίτερα ελκυστική για τον Τραμπ.
Δημοκρατία σε κίνδυνο
Αυτές τις παραδοχές κάνουν και οι ίδιοι οι πολίτες. Σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου του Κουινίπιακ, το 69% λέει ότι η αμερικάνικη Δημοκρατία είναι σε κίνδυνο, ενώ άλλες μετρήσεις δείχνουν πως το 54% εκτιμά πως η επόμενη γενιά θα έχει λιγότερη Δημοκρατία από τη σημερινή, με τα ποσοστά να είναι πιο υψηλά στους Ρεπουμπλικάνους (64%) και στους «Τραμπικούς» (71%).
Μάλιστα οκτώ στους δέκα Αμερικάνους υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ είναι πιο διχασμένες από ότι ήταν τη γενιά των γονιών τους, ενώ το 67% δηλώνει απαισιόδοξο ότι Αμερικάνοι με διαφορετικά πολιτικά «πιστεύω» μπορούν να έρθουν πιο κοντά και να δουλέψουν τις διαφορές τους, κάτι που συνιστά την πεμπτουσία της Δημοκρατίας.
Πάντως, η πλειοψηφία (57%) καταδικάζει με σθένος τη διάσπαση της χώρας σε «κόκκινες» και «μπλε» Πολιτείες, αν και έρευνα του YouGov και του Economist, αναφέρει ότι πάνω από τα δύο πέμπτα των Αμερικάνων (το 43%) πιστεύουν ότι είναι πιθανός ένας εμφύλιος πόλεμος τα επόμενα δέκα χρόνια.
Μπλε και Κόκκινες Πολιτείες
Ακόμα και το πλεονέκτημα που η κάθε Πολιτεία μπορεί να χαράσσει τη δική της πολιτική και άρα να μετατρέπεται σε ένα «εργαστήρι» από το οποίο, οι υπόλοιπες μπορούν να αντλήσουν χρήσιμα συμπεράσματα, εξαϋλώνεται. Είναι ενδεικτικό πως τη στιγμή που Πολιτείες απαγορεύουν τις αμβλώσεις και προβλέπουν πρόστιμα και ποινές κάθειρξης έως και 99 χρόνια για όσους τις πραγματοποιούν, όπως π.χ. στο Τέξας, άλλες νομοθετούν υπέρ των αμβλώσεων και της προστασίας των υγειονομικών που τις επιχειρούν.
Και δεν είναι μόνο οι αμβλώσεις. Υπάρχει ένας τελείως διαφορετικός τρόπος σκέψης σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η οπλοκατοχή, η εκλογική διαδικασία, οι μετανάστες, ακόμα και η αντιμετώπιση της πανδημίας.
Πράγματι, παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου αυξανόμενη ιδεολογική πόλωση. Κεντρώες ιδεολογικά Πολιτείες, όπως το Βέρμοντ ή το Κάνσας, πλέον εφαρμόζουν πολιτικές που συμπίπτουν με αυτές που υιοθετεί το κόμμα που ψήφισαν στις προεδρικές εκλογές, ενώ Πολιτείες που συνδύαζαν «φιλελεύθερα – ρεπουμπλικανικά» ή «συντηρητικά – δημοκρατικά» χαρακτηριστικά, όπως η Αλάσκα ή το Αρκάνσας, έχουν εξαφανιστεί.
Σενάρια απόσχισης
Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, παρατηρείται μια αυξανόμενη εσωτερική μετακίνηση πληθυσμών από τη μια Πολιτεία στην άλλη. Ειδικοί επισημαίνουν πως εάν οι πολίτες αρχίζουν να επιλέγουν σε ποιες Πολιτείες θα μείνουν, βάσει της ιδεολογίας τους, τότε οι ΗΠΑ οδεύουν στο να καταστούν ακόμα πιο διαιρεμένες.
Εκτιμάται πως σήμερα σε 37 Πολιτείες ένα κόμμα ελέγχει την κυβέρνηση και τα νομοθετικά σώματα (23 οι Ρεπουμπλικάνοι, 14 οι Δημοκρατικοί), όταν πριν τρεις δεκαετίες, αυτό συνέβαινε σε 19 Πολιτείες. Τότε περίπου το ένα τρίτο των Αμερικάνων ζούσε σε μονοκομματικά ελεγχόμενες Πολιτείες, σήμερα ζουν τα τρία τέταρτα αυτών.
Παρά την πόλωση και το διευρυνόμενο διχασμό, το σενάριο απόσχισης Πολιτειών φαντάζει εξαιρετικά απίθανο. Τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Καθώς όταν το 20% με 40% των Αμερικάνων λέει πως θα ήθελε έναν ισχυρό ηγέτη που δεν θα χρειάζεται να ακολουθεί τους δημοκρατικούς κανόνες και άρα τους θεσμούς, γίνεται αντιληπτό πως ανοίγει ο δρόμος για το τέλος της αμερικανικής Δημοκρατίας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.