Μια ζωή σαν παραμύθι έζησε ο Ελληνας Κροίσος, όμως στα θέματα της καρδιάς είμαστε όλοι ίσοι… Ο Γιάννης Λ. Πολίτης γράφει για τα βουρκωμένα μάτια της Κάλλας το βράδυ που κατάλαβε πως χωρίζουν για την Τζάκι και ο ανείπωτος πόνος του Αρίστου όταν έχασε τον Αλέξανδρο και για την τελευταία του ατάκα: «Εκανα λάθος….». Εικόνες μέσα από τα μάτια των ντόπιων στη Λευκάδα και το Μεγανήσι που τον συμπόνεσαν σαν ήρωα τραγικό, σαν τον Κρέοντα στην Αντιγόνη.
Γιάννης Λ. Πολίτης/ ActionPress
Χωρίς να έχω καταλάβει ακόμα το γιατί, οι συγχωριανοί μου στο Μεγανήσι Λευκάδας, μια χούφτα φτωχοί άνθρωποι ήμασταν τότε, δεθήκαμε με τον Ωνάση. Ήταν ο γείτονας που γέμιζε την φαντασία μας με παραμύθια, πρίγκιπες, βασιλιάδες, μεγιστάνες, κοσμικούς και καλλονές που ζούσαν, έτσι νομίζαμε, μέσα σε ένα ροζ σύννεφο γεμάτο διαμάντια και χρυσάφι που εμείς δεν θα μπορούσαμε να αγγίξουμε ποτέ. Και όταν ξέσπασε η καταιγίδα και διέλυσε το σύννεφο, τον λυπηθήκαμε, όπως λυπούνται χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι τον Κρέοντα στην Αντιγόνη, όταν πέφτει από την μια συμφορά στην άλλη και αποκαλύπτεται ότι, στο τέλος, εκείνος είναι το τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Θρηνήσαμε τον γιο του, συμπονέσαμε την κόρη του. Ύστερα, φτιάξαμε το δικό μας παραμύθι, μια ιστορία ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, με όλες τις ανατροπές της αρχαίας τραγωδίας. Την ιστορία μας αφηγούνται κάθε πρωί οι βαρκάρηδες στους χιλιάδες επισκέπτες του Σκορπιού, με τρόπο που σου κόβεται η ανάσα. Αυτή την ιστορία θα σας πω σαν παραμύθι:
Μόλις βράδιασε, μαζεύτηκαν όλοι, ένα ολόκληρο χωριό, στην πλατεία που αγναντεύει τον Σκορπιό. Μια ανάσα χώριζε τον απόλυτο πλούτο από την απόλυτη φτώχεια. Εμείς δεν είχαμε ηλεκτρικό και εκείνη η νύχτα ήταν μαγική. Τα είχε όλα. Φώτα, πολλά φώτα. Μουσικές του κόσμου, φωνές, τραγούδια και γέλια διασημοτήτων που είχαν φτάσει από νωρίς με υδροπλάνα. Ο μοιραίος γάμος του Ωνάση με την Τζάκι ήταν η τελευταία χαρά που γνώρισε το νησί. Ύστερα, η μοίρα τσάκισε τον άνθρωπο που την προκάλεσε όσο κανείς.
Τα βράδια επέστρεφαν σκυθρωποί στο νησί μου οι ναυτικοί του «Χριστίνα», που ήταν το πλωτό παλάτι του Ωνάση και αφηγούνταν στο καφενείο, γύρω από την λάμπα πετρελαίου, μία προς μία τις τελευταίες πράξεις του δράματος.
Θα σας πάω πίσω, πέντε χρόνια πριν, όταν ο Ωνάσης νόμιζε ότι κρατάει όλο τον κόσμο στα χέρια του. Είχε στο πλάι του τότε τον έρωτα της ζωής του. Τον μόνο άνθρωπο που αγάπησε πολύ, μετά τον γιο του Αλέξανδρο. Την Μαρία Κάλλας.
Ήταν ένα αυγουστιάτικο βράδυ στην πλατεία του διπλανού νησιού. Εκεί γίνεται το πιο παλιό φεστιβάλ της χώρας. Εκείνο το βράδυ χόρευε το καλύτερο μπαλέτο της εποχής από την Γιουγκοσλαβία. Ο Ωνάσης, στο απόγειο της δόξας και του μεγαλείου του, βγήκε με τη σύντροφό του από τον επίγειο παράδεισό, τον Σκορπιό και πήγαν στην πόλη για να απολαύσουν την παράσταση. Η Κάλλας ήταν μελαγχολική, όλο το βράδυ αμίλητη και εκείνος χαμένος στις σκέψεις του. Είχε βάλει στόχο να κερδίσει ένα ακόμα μεγάλο στοίχημα στη ζωή του. Ήθελε να παντρευτεί την πιο διάσημη γυναίκα του κόσμου, την χήρα του Τζον Κέννεντυ, του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος δολοφονήθηκε με τρόπο που σόκαρε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η Κάλλας σαν να έβλεπε μπροστά της ότι σε λίγο χάνει τον μεγάλο της έρωτα, κάποια στιγμή σηκώνεται όρθια μέσα στον κόσμο και φωνάζει: «θέλω ένα πιάνο να τραγουδήσω τώρα στην πλατεία». Επικράτησε σιγή, ένα μακρόσυρτο αααα ακούστηκε μόνο και μετά όλοι βρέθηκαν να την κοιτούν αμήχανοι. Οι ντόπιοι δεν έχασαν χρόνο, ήταν ευρηματικοί. Ήξεραν ότι στο τρίπατο σπίτι, πίσω από την σκηνή, υπήρχε ένα πιάνο. Έτρεξαν οι νεότεροι, βρήκαν σχοινιά και σε δέκα λεπτά το είχαν κατεβάσει στην πλατεία μπροστά της. Ο Κυριάκος, ένας νέος πιανίστας με πολύ μεγάλο ταλέντο, που αργότερα έγινε μεγάλος και τρανός, έβαλε τα χέρια του πάνω στα πλήκτρα και άρχισε να παίζει τις θεϊκές μελωδίες του.
Κι οι δύο με βουρκωμένα μάτια…
Η φωνή της μεγάλης ντίβας, χωρίς μικρόφωνο, ακούστηκε μέχρι το λιμάνι. Έβγαινε από μέσα της η ερωτική κραυγή του αποχωρισμού. Τραγουδούσε για εκείνον που χάνει. Τον κοίταζε στα μάτια δακρυσμένη. Όταν κατέβηκε από την πίστα και κάθισε δίπλα στον αγαπημένο της στην πλατεία, την πλησίασε ένας ψηλός, ξανθός, πανέμορφος Σέρβος χορευτής, ο Μπέλι. Είχε διαβάσει το πληγωμένο της βλέμμα. Έσκυψε δίπλα της και της χάρισε ένα καναρίνι μέσα σε ένα κλουβί.
Όσο τραγουδούσε η Κάλλας, ο Ωνάσης την άκουγε βουρκωμένος. Τίποτα, όμως, δεν θα μπορούσε να αλλάξει αυτό που είχε δρομολογήσει. Έτσι ήταν πάντα. Ήθελε να φτάσει στην κορυφή του κόσμου, να μιλούν όλοι γι’αυτόν. Περνούσαν από μπροστά του, με ταχύτητα, εικόνες της ζωής του. «Ναι, εγώ είμαι που ξεκίνησα με δέκα δολάρια από την Σμύρνη, κατάφερα να βγω από την φυλακή, να φτάσω στο Μπουένος Άιρες και να γίνω ένας απ’τους κροίσους του κόσμου. Πολλοί με λένε πειρατή, άλλοι κατεργάρη και άλλοι αδίστακτο. Μ’αρέσει να προκαλώ τους πάντες, μ’αρέσει να με ζηλεύουν, μ’αρέσει να ρισκάρω. Δεν ήμουν ποτέ παράνομος όπως λένε. Ήξερα να περπατάω στην κόψη του ξυραφιού, να κινούμαι στα όρια της νομιμότητας και να γλυτώνω από τις κακοτοπιές».
Η δαιμόνια Τζάκι, το γαϊδουράκι κι οι παπαράτσι
Η Τζάκι Κέννεντυ μπήκε με ορμή στη ζωή του. Απογείωσε τη φήμη του, αυγάτισε τη δύναμή του. Μετά τον γάμο στον Σκορπιό, που σας είπα στην αρχή της ιστορίας μας, περιοδικά και εφημερίδες σε όλο τον κόσμο, μέρα παρά μέρα, είχαν το θρυλικό ζευγάρι στα εξώφυλλά τους. Γέμιζε παπαράτσι το Νυδρί κάθε φορά που το διάσημο ζευγάρι πήγαινε στον Σκορπιό. Κάθε φωτογραφία της Τζάκι με μαγιό κόστιζε μια περιουσία. Η δαιμονικά έξυπνη Τζάκι ήξερε καλά αυτό το παιχνίδι. Μια μέρα καβάλησε ένα γαϊδουράκι και έφτασε σε ένα μικρό χωριό, τη Ράχη, αφήνοντας έκπληκτους τους ντόπιους που αξιώθηκαν να δουν την πιο διάσημη γυναίκα του κόσμου.
Έδειχνε να τα έχει όλα αυτός ο γάμος, του έλειπε όμως η αγάπη. Οι πρωταγωνιστές ήταν και παρέμειναν δύο ξένοι. Όλες οι εμφανίσεις τους, είτε μαζί είτε χώρια, ήταν μόνο για τους φωτογράφους.
Την ίδια εποχή η Κάλλας, η μεγαλύτερη υψίφωνος του αιώνα, είχε παραμελήσει τον εαυτό της. Περιφερόταν στους δρόμους του Παρισιού, παλεύοντας να βγάλει απ’το μυαλό της τον μεγάλο της έρωτα. Εκεί στο θρυλικό Cafe de Paris συνάντησε τον όμορφο χορευτή, τον Μπέλι. Της θύμισε το καναρίνι και την μαγική νύχτα στο νησί και για πρώτη φορά, μετά από καιρό, η γυναίκα που μάγεψε με την φωνή της όλο τον κόσμο γέλασε ξανά με την καρδιά της. Ποτέ, όμως, δεν κατάφερε να βγάλει απ’αυτήν τον Αρίστο που κανείς άλλος δεν τον γνώριζε όσο εκείνη.
Τότε που έσβησε η ζωή
Δεν άργησε πολύ η μεγάλη συμφορά να χτυπήσει την πόρτα του Ωνάση. Ο μοναχογιός του, Αλέξανδρος, που μόνο εκείνον λαχταρούσε η καρδιά του, σκοτώθηκε. Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πως μπλέχτηκε στα σχοινιά ο έλικας του αεροπλάνου του μόλις πήγε να απογειωθεί. Οι θρύλοι για το τι συνέβη τότε ακόμη είναι ζωντανοί. Σε κάποιους αρέσει να λένε ότι τον σκότωσαν οι εχθροί του πατέρα του και κάποιοι επιμένουν ότι ήταν ένα ατύχημα.
Από εκείνη την ώρα και μετά, ο Ωνάσης δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Κάθε μέρα που περνούσε από πάνω του ήταν σαν να πέρασε ένας χρόνος. Περιφερόταν σαν σκιά. Σταμάτησαν τα γλέντια, σταμάτησαν τα πάρτι, σταμάτησε η επίδειξη του πλούτου και της δύναμης, σφραγίστηκε για πάντα το χαμόγελό του. Οι φίλοι του μάταια πάλευαν να τον επαναφέρουν στη ζωή. Του θύμιζαν τις μαγικές τους νύχτες στο στέκι του, στην Αθήνα, εκεί που τραγουδούσε ο καλός του φίλος, ο Γιώργος Ζαμπέτας. Έπαιρναν φωτιά κάθε φορά τα δάχτυλά του στο μπουζούκι κάθε φορά που αντίκριζε στην πόρτα τον Ωνάση. «Λεβεντόπαιδο Αρίστο, πάρ’το μαγαζί και κλείσ’το», φώναζε από την πίστα και αμέσως οι φίλοι του μεγιστάνα έλουζαν με λουλούδια ολόκληρη την ορχήστρα. Χαμογελούσε με πίκρα όταν του θύμιζαν εκείνες τις στιγμές, όμως η διάθεσή του για ζωή είχε στερέψει. Δεν διασκέδασε ποτέ ξανά. Ήθελε μόνο να μείνει ζωντανή η μνήμη του γιου του, του ανθρώπου που προόριζε να κάνει βασιλιά σε έναν θρόνο πιο μεγάλο απ’τον δικό του. Έτσι, δημιούργησε ένα ίδρυμα με το όνομά του. Το ίδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης. Από τότε, χιλιάδες άνθρωποι γιατρεύονται στο νοσοκομείο που φέρει το όνομά του, ψυχαγωγούνται στον υπέροχο χώρο τέχνης, τη Στέγη Γραμμάτων και πολλοί νέοι σπουδάζουν με υποτροφίες στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Τα δύο μόλις χρόνια που έζησε ο Ωνάσης μετά τον θάνατο του γιου του, ήταν για εκείνον εφιαλτικά. Περνούσε ατέλειωτες ώρες μόνος του. Έφερνε στην σκέψη του ξανά και ξανά την γιαγιά του, τη Γεσθημανή, στη Σμύρνη, που του έλεγε «εσύ παιδί μου είσαι σπουδαίος, θα κατακτήσεις τον κόσμο». Άναβε το αγαπημένο του πούρο, κάρφωνε το βλέμμα του στο ποτήρι με το ποτό και μονολογούσε: «τον κατέκτησα τον κόσμο, πήγα πιο ψηλά από όσο μπορούσα, μόνο που εκεί πάνω δεν βρήκα την χαρά». Τέλειωναν οι μέρες του, χωρίς τρυφερότητα και ζεστασιά, αφού με την κόρη του την Χριστίνα δεν κατάφερε ποτέ να έρθουν κοντά. Είχε τσακιστεί νωρίς και η δική της ζωή, αφού ποτέ δεν εισέπραξε την αγάπη του πατέρα. Εισέπραττε πάντα την απόρριψή του. Ένιωθε σαν να μην υπήρχε για εκείνον. Λίγο πριν πεθάνει, πρόλαβε μόνο να ψελλίσει: «έκανα λάθος. Πρόδωσα την καρδιά μου. Την Κάλλας αγάπησα, αυτήν έπρεπε να έχω παντρευτεί».
Φεστιβάλ Λευκάδας 1964: Ήταν ένα αυγουστιάτικο βράδυ στην πλατεία…Η Κάλλας, μελαγχολική, σαν να έβλεπε μπροστά της ότι σε λίγο χάνει τον μεγάλο της έρωτα, κάποια στιγμή σηκώνεται όρθια και φωνάζει: «θέλω ένα πιάνο να τραγουδήσω τώρα στην πλατεία».
Έτρεξαν οι νεότεροι, βρήκαν σχοινιά και το έφεραν μπροστά της. Η φωνή της μεγάλης ντίβας, χωρίς μικρόφωνο, ακούστηκε μέχρι το λιμάνι. Έβγαινε από μέσα της η ερωτική κραυγή του αποχωρισμού… Τον κοίταζε στα μάτια δακρυσμένη.
Όσο τραγουδούσε η Κάλλας, και ο Ωνάσης την άκουγε βουρκωμένος. Τίποτα, όμως, δεν θα μπορούσε να αλλάξει αυτό που είχε δρομολογήσει. Έτσι ήταν πάντα…