Αν και είναι από τους γνωστότερους ηθοποιούς της γενιάς του, φέτος σκηνοθετεί τον «Αίαντα» του Σοφοκλή που παρουσιάζει το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο. Μιλά στο Action24Press για τα σχέδια του χειμώνα που θα τον βρει να παίζει Σέξπιρ, αλλά και για την τραγωδία του covid και της συνολικής οπισθοδρόμησης της κοινωνίας.
Συνέντευξη στην Ισμα Τουλάτου//ActionPress
Ο Αργύρης Ξάφης δε χρειάζεται, προφανώς, ιδιαίτερες συστάσεις αφού είναι ένας από τους γνωστότερους ηθοποιούς της γενιάς του και όχι μόνο. Η σχέση του με τη σκηνοθεσία είναι, όπως λέει, αυτή του εραστή. Κάποιες φορές έχει την ανάγκη να πει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο και μόνο. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο «Αίας» του Σοφοκλή που σκηνοθετεί φέτος το καλοκαίρι: πρόκειται για τη δεύτερη συμμετοχή του Εθνικού Θεάτρου στο Φεστιβάλ Επιδαύρου (29 -30 Ιουλίου) και υλοποιείται με τη σύμπραξη μιας εκλεκτής διανομής ηθοποιών και λοιπών συντελεστών.
Πρόκειται για ένα από τα τέσσερα-πέντε αγαπημένα του αρχαία δράματα κι όπως εξομολογείται, πάντα έλεγε ότι ήθελε ν΄ασχοληθεί περισσότερο με τον «Αίαντα». Η περίοδος της καραντίνας του έδωσε χρόνο να αφοσιωθεί στη μελέτη ενώ φέτος «έδεσε» και η ευρύτερη συνθήκη ώστε να προχωρήσει, τελικά, η παράσταση με τον ίδιον στο «τιμόνι», όπως χαρακτηριστικά λέει.
Του αρέσει να κάνει σχέδια στη δουλειά του. Ηδη έχει αρχίσει τις συναντήσεις για τις «Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» του Σέξπιρ, την παράσταση στην οποία θα συμμετάσχει ως ηθοποιός στο α΄μισό της νέας σεζόν στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Παράλληλα, μεταφράζει ένα σύγχρονο βρετανικό έργο, το «On Bear Ridge» του Εντ Τόμας που θα παρουσιάσουν με την ομάδα «Πυρ» στο δεύτερο ήμισυ της χειμερινής περιόδου.
Να μιλήσουμε λίγο για τη σχέση σας με τη σκηνοθεσία;
Η σχέση μου με τη σκηνοθεσία είναι ερασιτεχνική. Είμαι εραστής της, δεν την έχω παντρευτεί. Είναι για μένα τρόπος ύπαρξης και σχετίζεται με την ευρύτερη έννοια που είχα ανέκαθεν για τη συνολικότητα μιας παράστασης. Αυτό είναι κάτι που ξέρουν όλοι όσοι έχουν δουλέψει μαζί μου: ενδιαφέρομαι πάντα όχι μόνο για το πώς θα είμαι εγώ, το πώς θα παίξω, αλλά για τη γενικότερη οπτική μιας παράστασης όπου συμμετέχω και ως ηθοποιός.
Κάποιες φορές μέσα στα χρόνια, όχι τόσες όσες ένας επαγγελματίας σκηνοθέτης, έχω προφανώς την ανάγκη να πως κάτι με τον τρόπο τον δικό μου και μόνο. Είναι κάποιες στιγμές όπου τα πράγματα συντονίζονται και μια απ΄αυτές είναι η περίπτωση του «Αίαντα». Ποτέ δεν έχω σκηνοθετήσει μια παράσταση με ανάθεση. Πάντα είναι κάτι που εγώ έχω επιλέξει και προτείνει. Αν το δεχτεί ο άλλος οk, αν όχι δεν πειράζει.
Απλώς, όταν δεν είμαι σκηνοθέτης, δεν παίρνω εγώ την τελική απόφαση. Πάντα προτείνω, όμως, πάντα έχω ιδέες, βασανίζομαι, ξενυχτάω, έχω ιδέες σε σχέση με τη συνολική οπτική μιας παράστασης.
Να περάσουμε και στον «Αίαντα»;
Αρχισα ν΄ασχολούμαι με τον «Αίαντα» πριν από περίπου δυόμισυ χρόνια, χωρίς να έχω κάποιο πλάνο ν΄ανέβει αυτό ως παράσταση. Ηταν δική μου ανάγκη ν΄ασχοληθώ μ΄ένα από τα αγαπημένα μου αρχαία δράματα. Ο λόγος που αγαπούσα τον «Αίαντα» στην αρχή ήταν πιο ενστικτώδης, χωρίς να έχω κάνει έρευνα κι ανάλυση. Η περίοδος της καραντίνας μου πρόσφερε τον χρόνο ν΄ασχοληθώ περισσότερο με τη μελέτη και η αλήθεια είναι ότι και στο παρελθόν υπήρξε πρόταση να κάνω την παράσταση, ωστόσο δεν προχώρησε. Τώρα που έχω τη δυνατότητα να προχωρήσω με τους ανθρώπους που ονειρευόμουνα μπόρεσε να προχωρήσει και να γίνει η παράσταση μ΄εμένα στο «τιμόνι»…
Ποια είναι, λοιπόν, η δική σας ματιά επάνω στο έργο;
Εχει να κάνει με τους λόγους που αγαπώ τον «Αίαντα» και είναι κι αυτοί που τον καθιστούν μοναδικό. Ξεκινώ λέγοντας κάτι που δεν θα μου άρεσε να ισχύει, αλλά δυστυχώς ισχύει. Είναι το μοναδικό από τα σωζόμενα αρχαία δράματα που «τρέχει» σε πραγματικό καιρό πολέμου. Είναι δυστυχώς μια κακή σύμπτωση. Ως καλλιτέχνης, βέβαια, δεν καλείσαι να κάνεις αναπαράσταση της φρίκης του πολέμου όπως ένας δημοσιογράφος, ωστόσο, μια τόσο ζωντανή πραγματικότητα γύρω σου καλείσαι να τη μετατρέψεις σε ζωντανή ποιητικότητα επάνω στη σκηνή κι αυτό είναι μεγάλη πρόκληση. Εν προκειμένω, έχουμε πρωτοφανώς μια αυτοχειρία επάνω στη σκηνή. Κι αυτό θέλει ειδική προσέγγιση για το πώς θα το μεταφέρεις σκηνικά παίζοντας δημιουργικά με τους κώδικες που μέχρι τώρα ξέρουμε ότι υπάρχουν στην τραγωδία. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ποτέ δεν παρουσιάζεται μια πράξη βίας επάνω στη σκηνή. Πώς θα το κάνεις, άραγε; Όταν από τη μια δε γίνεται σε κανένα άλλο έργο αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει κειμενικά. Πρέπει να βρεις μια λύση ως σκηνοθέτης…
Το έργο έχει δυο ξεκάθαρα μέρη: Ένα μέρος που ακολουθούμε την πορεία του ήρωα, ο οποίος κάποια στιγμή αυτοκτονεί κι ένα άλλο, μεγάλο κομμάτι του έργου, που δεν είναι το φινάλε αλλά καταλαμβάνει αρκετό χρόνο κι όπου υπάρχει ένας ατελείωτος τσακωμός, ένα χαμηλού επιπέδου φάγωμα για το τί θα γίνει με το πτώμα αυτό, αν θα θαφτεί ή όχι. Κι εκεί ξεκάθαρα πια ανοίγει και η συνολική θεματική του έργου που έχει να κάνει με το πώς ήταν ο κόσμος πριν και μετά το φευγιό αυτού του ήρωα. Βέβαια, όταν πια δεν έχεις τον ήρωα του τίτλου, υπάρχει κίνδυνος ν΄απομειωθεί το ενδιαφέρον και να χάσεις το κοινό σου χωρίς να καταλάβει, τελικά, για ποιόν λόγο υπήρξε αυτό το δεύτερο μέρος…
Πώς τα αντιμετωπίσατε όλ΄αυτά;
Η ίδια η ζωή μ΄έβγαλε σ΄έναν δρόμο που δε θα ήθελα να βρεθώ… Πριν από μερικούς μήνες έχασα τον πατέρα μου. Τον Ιανουάριο του ’22, στο απόγειο του covid στα ελληνικά νοσοκομεία. Εκεί μου’ λαχε να ζήσω κάτι πολύ αντίστοιχο. Την αναμονή του πότε και πώς θα μπορέσω να θάψω τον πατέρα μου. Επρεπε να του κάνουν τεστ covid, ήταν των Φώτων, αργούσαν πολύ τ΄αποτελέσματα γιατί ήταν πάρα πολλά τα κρούσματα, μετά έπεσε σαββατοκύριακο, το αποτέλεσμα ήταν να κάνουμε κηδεία κι εννιάμερα μαζί. Αυτό για μένα ήταν σκοτεινό αλλά ταυτόχρονα το φως που μου αποκάλυψε την δραματική ένταση του β΄μέρους την οποία δεν έβρισκα με τον τρόπο που ήθελα όταν έμενα μόνο στο κομμάτι του κόσμου που έφυγε και του κόσμου που έρχεται. Μέσα απ΄αυτό το πρίσμα, η παράστασή μου ξεκινά από την ατελείωτη αναμονή της κηδείας ενός ανθρώπου που δεν τον ξέρουμε. Βλέπουμε τη διαμάχη για την ταφή, κι αφού πλέον το κοινό χωρίς να ξέρει εκ προοιμίου ποιος είναι ο ήρωας έχει οδηγηθεί στο να πάρει θέση επί του θέματος κι ότι αυτό είναι κομμάτι της ζωής μας, το ότι πρέπει ν΄αποχαιρετούμε, δηλαδή, τους ανθρώπους, κατόπιν γνωρίζει αυτόν τον μύθο όσο ήταν ζωντανός και το τί τον οδήγησε στο μοιραίο. Αυτός είναι ο πυρήνας της δικής μου ανάγνωσης…
Το κομμάτι της επικαιρότητας, άραγε, σας επηρέασε;
Αυτό μας επηρεάζει όλους μας. Και τίποτα να μην ακούς και να μη βλέπεις, πηγαίνοντας ν΄αγοράσεις γάλα στο σούπερ μάρκετ καταλαβαίνεις ότι κάτι πάει λάθος. Μας επηρεάζει με πολλούς τρόπους ακόμη και στα πιο μικρά της ζωής. Το γεγονός ότι τρέχει ένας πόλεμος στην Ευρώπη κι επιπλέον, το τελευταίο διάστημα, το ενδεχόμενο μιας ακόμη πιο κοντινής σύγκρουσης λόγω της τουρκικής απειλής. Είναι κάτι που με φοβίζει. Με φοβίζει η αίσθηση της συνολικής οπισθοδρόμησης που φαίνεται στην ανθρωπιά και στην καλλιέργεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Εχω μια αίσθηση επιστροφής σε κάτι πιο απάνθρωπο: έναν άνθρωπο που έρχεται από το παρελθόν, πολύ πιο άγριο, πιο αμείλικτο, ακαλλιέργητο, αδιάλλακτο κι επικίνδυνο για τους άλλους…
Τελικά αυτό που ζούμε είναι τέλος ή αρχή; Ποια είναι η αίσθησή σας;
Νομίζω ότι όλοι νιώθουμε πως είμαστε στο πέρασμα από μια κατάσταση σε μια άλλη. Ειδικά με την τελευταία μεγάλη τραγωδία του covid – για μένα δεν είναι μόνο κρίση αλλά τραγωδία- νομίζω ότι είναι ξεκάθαρη η φάση της μετάβασης και όλοι φοβόμαστε γιατί ξέρουμε ότι αυτές οι περιοχές δεν ξεκαθαρίζουν χωρίς πόνο. Τη μια μέρα προσπαθούμε να συντηρήσουμε τα πράγματα όπως έχουν και την άλλη, με μεγαλύτερη δυναμική, προσπαθούμε να προχωρήσουμε παρακάτω. Σίγουρα το πέρασμα δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη…