Μπήκε σε κάθε σπίτι ως Νικηφόρος Σεβαστός σ΄ένα από τα πλέον αγαπημένα σήριαλ. Ταυτόχρονα υπογράφει τη μετάφραση του βιβλίου του Σουζούκι «Πολιτισμός είναι το σώμα», ενώ τον περιμένει επί σκηνής η καλοκαιρινή «Μήδεια» αλλά και στην μικρή οθόνη ο ρόλος του Δημήτρη Χορν.
Συνέντευξη: Ισμα Τουλάτου/ ActionPress
Τί μπορεί να συνδέει, άραγε, τον Ταντάσι Σουζούκι – έναν από τους πλέον επιδραστικούς avant-garde θεατρικούς σκηνοθέτες, συγγραφείς κα σύγχρονους φιλοσόφους – με τις «Αγριες Μέλισσες»; Μπορεί ο Αναστάσης Ροϊλός να έγινε πασίγνωστος με τον ρόλο του Νικηφόρου Σεβαστού στο σήριαλ του ANT1 που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το τηλεοπτικό κοινό, ωστόσο, η ενασχόληση με την τέχνη του είναι πολύπλευρη. Πριν από μερικούς μήνες μετέφρασε το βιβλίο του Σουζούκι «Πολιτισμός είναι το σώμα» (εκδόσεις Κείμενα) έχοντας προηγουμένως διδαχθεί εντατικά τη μέθοδο του Ιάπωνα σκηνοθέτη και δασκάλου του θεάτρου ο οποίος, μάλιστα, επέλεξε ο ίδιος το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης.
Πάντως παράλληλα με το φινάλε του Νικηφόρου – και της σειράς «Αγριες Μέλισσες», ο Αναστάσης Ροϊλός θα συμμετάσχει στη «Μήδεια» του Ευρυπίδη που θα κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Πέτρας (29/6) και στη συνέχεια θα παρουσιαστεί σε περιοδεία ανά την Ελλάδα. Οσο για την επόμενη σεζόν, θα τον δούμε και πάλι στη μικρή οθόνη σ΄ένα σήριαλ που έχει ήδη δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες…
Πώς αποφασίσατε να μεταφράσετε το «Πολιτισμός είναι το σώμα»;
Ο δρόμος για τον Σουζούκι άνοιξε μέσω του Θεόδωρου Τερζόπουλου κι ενός θεάτρου έντονης σωματικότητας, το οποίο αναζητά την αλήθεια σ΄ένα σώμα μακριά απ΄αυτό που βλέπουμε στην καθημερινότητά μας, στην τηλεόραση και τελικά και σε πολλές παραστάσεις. Ένα σώμα μακριά από τον ρεαλισμό και ακόμη πιο μακριά από τον νατουραλισμό. Γενικά αυτή η προσέγγιση αγγίζει κάποιες περιοχές ας πούμε καθολικές γιατί το σώμα, παρόλο που «κουβαλά» ταυτότητα, εμπειρία, παρελθόν, παράδοση, είναι κοινό σε όλους. Εν προκειμένω λοιπόν μιλάμε για πράγματα πολύ πιο οικουμενικά. Γι΄αυτό μπορείς να δεις μια παράσταση του Σουζούκι ή του Τερζόπουλου και να σου δημιουργήσει έντονα συναισθήματα, συγκίνηση, ακόμη κι αν δεν ξέρεις τη γλώσσα. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο είναι σκηνοθέτες τους οποίους έχει αγαπήσει το κοινό πολύ πέρα από τα σύνορα των χωρών τους και ταξιδεύουν κι επηρεάζουν τα θεατρικά πράγματα εν γένει.
Ωστόσο, τί ήταν αυτό που σας έκανε να θέλετε να μπείτε σ΄αυτή τη διαδικασία;
Ισως έπαιξε ρόλο ότι αποφοίτησα από μια Σχολή η οποία δίνει βάρος στη θεωρία του Θεάτρου. Στη διάρκεια των σπουδών μου ασχολήθηκα εκτενώς με τη δραματουργία, τη δραματολογία, την ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου. Επομένως, περνώντας από τη θεωρία στην πράξη, δε μπορώ να δω το σκηνικό γεγονός ως κάτι που λειτουργεί από μόνο του, αναζητώ την ιστορία που βρίσκεται από πίσω: την περίοδο που γράφτηκε ένα έργο, πληροφορίες για προηγούμενα ανεβάσματα- αν υπάρχουν- γενικά όποιο στοιχείο μπορώ να έχω, το αξιοποιώ. Δεν πιστεύω ότι μπαίνουμε σε μια διαδικασία σαν «άγραφα χαρτιά». Καλύτερα να έχεις πλεόνασμα παρά έλλειμα. Αυτό μ΄έκανε να επιχειρήσω τη μετάφραση του βιβλίου του Σουζούκι, επί της ουσίας ήθελα να εμβαθύνω στη μέθοδό του, δεν ξεκίνησα να γίνω μεταφραστής!
Πού απευθύνεται, αλήθεια, αυτό το βιβλίο;
Πρωτίστως θεωρώ ότι αφορά τους επαγγελματίες του θεάτρου, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, χορευτές, όσους υπηρετούν τις παραστατικές τέχνες γενικότερα. Το βιβλίο έχει ροή, είναι κατανοητό αλλά χωρίς να κάνει έκπτωση στο νόημα. Σχεδόν παράλληλα αφορά τους θεατρόφιλους αλλά κι όλους όσοι ενδιαφέρονται για τη φιλοσοφία, για την σκέψη γενικότερα. Επειδή ο Σουζούκι είναι μεγάλος δάσκαλος, μέσα από το βιβλίο μπορείς ν΄αντλήσεις φράσεις που ενδεχομένως να είναι χρήσιμες για τη δική σου ζωή, με ό,τι κι αν ασχολείσαι. Εχω ξαναπεί ότι δεν μ΄ενδιαφέρει το μπάσκετ, ούτε το ποδόσφαιρο. Ποτέ δεν μ΄ενδιέφεραν. Όταν είδα όμως το ντοκυμαντέρ για τον Μάικλ Τζόρνταν, το βρήκα πολύ ενδιαφέρον: Εντόπισα φράσεις για τη ζωή που ξεκλείδωσαν πράγματα για τη δική μου ύπαρξη και πορεία, η οποία δεν είναι καν παράλληλη με τη δική του. Το ίδιο πιστεύω ότι μπορεί να συμβεί με τη φιλοσοφία του Σουζούκι.
Πάμε τώρα και στα υπόλοιπα, τα πιο γνωστά στον περισσότερο κόσμο. Οι «Αγριες Μέλισσες», το σήριαλ με το οποίο μπήκατε σχεδόν σε κάθε ελληνικό σπίτι, ολοκληρώνεται σε λίγο καιρό. Πώς αποτιμάτε την εμπειρία;
Μεταξύ μας αστειευόμαστε πως ήταν σαν να περάσαμε δεύτερη Σχολή! Κι αυτό όχι μόνο για όσα που μάθαμε, τα οποία κινήθηκαν σε πολλά επίπεδα, πέρα κι από την ίδια την τέχνη μας. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις καθημερινή τριβή με την κάμερα, τον σκηνοθέτη, τις απαιτήσεις που υπάρχουν γενικότερα: τη φοβερή πειθαρχία που είναι αναγκαία για να μπορεί η ψυχοσωματική ολότητα που λέγεται «εαυτός» ν΄ανταπεξέλθει σε ίσες ταχύτητες για τρία συνεχόμενα χρόνια, κάθε μέρα να μαθαίνει λόγια, καινούρια κείμενα, κάθε μέρα να διαβάζει, κάθε μέρα να είναι όσο γίνεται φρέσκος για να μπορεί ν΄αποδώσει. Ολο αυτό συγκροτεί μια φοβερή δυσκολία για να μπορέσει να ισορροπήσει κανείς. Μάθαμε πολλά για τη δουλειά, για τη συνύπαρξη, για τη συνεργατικότητα, ζήσαμε την καραντίνα, συνάδελφοί μας απέκτησαν παιδιά, άλλοι έφυγαν από τη ζωή, γενικά ζήσαμε μια πολύ συμπυκνωμένη ζωή αυτά τα τρία χρόνια κι αυτό είναι μαγικό. Η συνειδητοποίηση του ευρύτερου φάσματος της ζωής μέσα σε μια δουλειά. Νιώθω ότι πάντα θα βλέπουμε αλλιώς ο ένας τον άλλον ακόμη κι αν κάνουμε χρόνια να ξανασυναντηθούμε, ακόμη κι αν δεν ξαναδουλέψουμε ποτέ μαζί. Κάτι άλλο έκαναν οι Μέλισσες σ΄εμάς…
Γιατί αγαπήθηκε τόσο αυτό το σήριαλ;
Δε μπορώ να πω, ίσως γιατί στην πραγματικότητα δε με νοιάζει να το αναλύσω κιόλας. Νιώθω ότι, εάν ψάξω εγώ να βρω τους λόγους που είμαι μέσα σ΄αυτή τη δουλειά, ίσως προσπαθήσω ή έχω το άγχος να το επαναλάβω σε κάποια επόμενη κι αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να επαναλάβεις κάτι. Δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό, έχουμε πολύ καλό σενάριο, πολύ καλούς συνεργάτες κι αυτό από μόνο του μετράει πολύ. Και πάλι όμως δεν ξέρεις, δε μπορείς να πεις ότι αυτό φέρνει την επιτυχία γιατί τα ίδια συστατικά που είχαμε την πρώτη και τη δεύτερη σεζόν είχαμε και την τρίτη και κάποιοι αγάπησαν το σήριαλ ακόμη πιο πολύ, κάποιοι άλλοι, όμως, το άφησαν. Δεν με αφορά γιατί δεν είναι δική μου δουλειά, δε μου προκαλεί θλίψη -σε καμία περίπτωση – αλλά ούτε και χαρά. Να πω, δηλαδή, «άμα δεν αρέσω σε όλους, κάτι κάνω καλά», αυτό που λέει καμιά φορά ο καλλιτέχνης για να δώσει ώθηση στον εαυτό του. Δεν πάω καν σ΄αυτή την περιοχή. Κοιτάω τη δουλειά μου ευλαβικά, με όση πειθαρχία μπορώ να επιστρατεύσω. Το υπόλοιπο δεν μπορώ να το επηρεάσω, ή μάλλον, αν δεν μπορώ να το επηρεάσω μέσα από τη δουλειά μου, δεν είναι στο χέρι μου. Είναι αυτό που έλεγε ο Επίκτητος: ό,τι δε μπορούμε ν΄αλλάξουμε, δεν υπάρχει λόγος ν΄ανησυχούμε γι΄αυτό.
Να μιλήσουμε για τη «Μήδεια» που θα σας δούμε το καλοκαίρι;
Είμαι χαρούμενος που βρίσκομαι σε μια δουλειά με εκλεκτούς συνεγάτες, την Αθηνά Μαξίμου, τον Αιμίλιο Χειλάκη, τη Μυρτώ Αλικάκη, τη Γιώτα Νέγκα που έρχεται από έναν άλλο χώρο και τον φέρει στο εγχείρημα, με τον Δημήτρη Καμαρωτό και την Πατρίσια Απέργη. Είναι όλοι τους άνθρωποι που εκτιμούσα μεμονωμένα και ήθελα να συνεργαστώ μαζί τους. Πλέον ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη διαδικασία της έρευνας κι έχει πολύ ενδιαφέρον. Μια από τις κεντρικές ιδέες της δουλειάς μας αντλείται από το σύστημα των τριών υποκριτών, δηλαδή τρεις υποκριτές για όλους τους ρόλους-όπως όταν πρωτοδιδάχτηκε η τραγωδία το 431π.Χ-συν εννέα εκλεκτούς καλλιτέχνες, ηθοποιούς και χορευτές στον Χορό. Ερευνούμε τους τρόπους που θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτό το σύστημα σήμερα. Πέρα από ότι συνεργάζομαι με καλλιτέχνες που εκτιμώ, βρίσκω ότι η συνθήκη της περιοδείας έχει κάτι συγκινητικό και όσον αφορά στο δέσιμο των συμμετεχόντων, αλλά και στην επαφή με το κοινό που δε θα μπορούσε να έρθει να σε δει στη βάση σου.
Να πούμε μια κουβέντα και για την επόμενη σεζόν;
Τηλεοπτικά θα συμμετάσχω στο σήριαλ «Φλόγα και άνεμος», με θέμα τον έρωτα του Γεωργίου Παπανδρέου και της Κυβέλης. Σκηνοθετεί η Ρέινα Εσκενάζι και θα μεταδοθεί από την ΕΡΤ-1. Υποδύομαι τον Δημήτρη Χορν.