Δεν ξέρω τίνος κυβερνητικού στελέχους ήταν η φαεινή ιδέα να «φορέσει» στα ελληνικά νοικοκυριά ταυτοχρόνως δύο μεγαλοπρεπή και «πανάκριβα» φορολογικά φέσια. Εκείνο της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων κι εκείνο του «Ενιαίου» (τάχα) Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), παράλληλα με ένα τρίτο αντικοινωνικό που φέρουν μονίμως κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα και κάθε χρόνο, δηλαδή εκείνο των φόρων κατανάλωσης (ΦΠΑ κλπ). Πρόκειται για ιδέα κοινωνικώς ανάλγητη, οικονομικώς ολέθρια και πολιτικώς «πονηρή».
Αρθρο του Δημήτρη Στεργίου για το σαββατιάτικο έντυπο Action24Press.
Κατ΄αρχάς, είναι κοινωνικώς ανάλγητη διότι σε μια περίοδο που δεν έχουν ακόμα συνέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά από τα άγρια χτυπήματα του οκταετούς μνημονιακού εφιάλτη, τα συνεχιζόμενα από το 2019 της πανδημίας και τα πρόσφατα της ουκρανικής κρίσης, καλούνται χωρίς σχεδόν ανάσα να πληρώσουν δύο μαζεμένους φόρους σε οκτώ και δέκα μήνες και έμμεσους φόρους επί 12 μήνες συνολικού ποσού 41,4 δις. ευρώ.
Συγκεκριμένα, θα κληθούν κυρίως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, να πληρώσουν σε οκτώ μηνιαίες δόσεις 10,4 δισ. ευρώ ή 1,3 δισ. ευρώ τον μήνα. Υπενθυμίζεται ότι οι συνταξιούχοι μετά το 1980 έχουν εξελιχθεί σε «υποζύγια» ενός ολοένα αυξανόμενου φορολογικού βάρους (συμμετέχουν κατά 60% περίπου στο σύνολο των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων). Επιπλέον θα κληθούν να πληρώσουν και οι ιδιοκτήτες ακινήτων σε δέκα μηνιαίες δόσεις και τον «ενιαίο» τάχα (ενώ έχουν πληρώσει και πληρώνουν άλλους ακόμα … 40) φόρο περιουσίας, συνολικού ποσού 2,5 δισ. ευρώ ή 300 εκατ. ευρώ τον μήνα, όσο δηλαδή και το 2021.
Παράλληλα, όλοι οι έλληνες καταναλωτές θα πληρώνουν τους έμμεσους φόρους 28,5 δισ. ευρώ, που αποτελούν μια άδικη φορολογία, καθώς αυτό εξαρτάται από την καταναλωτική δαπάνη και όχι από τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου. Έτσι πλήττονται αναλογικά περισσότερο τα ασθενέστερα εισοδηματικά κλιμάκια, τα οποία συνήθως καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους.
Κατ’ επέκταση, σύμφωνα με τα στοιχεία Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών- Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦιΜ), ο μέσος Έλληνας εργάζεται 75 ημέρες για να πληρώσει τους έμμεσους φόρους, 60 ημέρες για τις ασφαλιστικές εισφορές, 43 ημέρες για τους άμεσους φόρους και 1 ημέρα για τους φόρους κεφαλαίου. Δηλαδή, θα πρέπει να διαθέσουν για την πληρωμή φόρων, εργασία 178 ημερών. Κι αν προστεθούν, σύμφωνα με δική εκτίμηση άλλες 22 ημέρες για την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, τότε πρέπει να εργάζεται για το κράτος 200 ημέρες από τις περίπου 300 εργάσιμες ετησίως ή αλλιώς 8 μήνες! Πρόκειται για μια υπερφορολόγηση την οποία ο κόσμος (διεθνείς οργανισμοί, Τράπεζα της Ελλάδος και όλοι οι ντόπιοι ερευνητικοί οργανισμοί) το΄ χει «τούμπανο» και οι ελληνικές κυβερνήσεις όλων των εποχών «δούλεμα με ψιλό γαζί», με ανακοινώσεις για (τάχα) «γενναίες μεταρρυθμίσεις», «γενναίες ελαφρύνσεις» κι άλλα τέτοια ηχηρά.
Επιγραμματικά αναφέρω ότι, πέρα από την άμεση φορολογία, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο ΦΠΑ και ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην παραγωγή και τις εισαγωγές (17,3% του ΑΕΠ), έχει φόρους σε εισόδημα και περιουσία με τη μεγαλύτερη διαφορά στην απόδοση, είναι «πρωταθλήτρια» σε ΕΝΦΙΑ και στερείται φορολογικής δικαιοσύνης, αφού η έμμεση φορολογία επιβάλλεται «τυφλά» και δεν έχει σχέση με το ύψος του εισοδήματος και της περιουσίας.
Και το κακό με το φορολογικό σύστημα τριτώνει και με τη «πονηρή» απόφαση της κυβέρνησης για «μαζεμένη» συλλογή των εσόδων από φόρους εντός του κρίσιμου τρέχοντος έτους. Πιθανόν, λοιπόν, η απόφαση αυτή να ελήφθη για να δημιουργηθεί ο αναγκαίος «δημοσιονομικός χώρος» (έτσι λέγεται τώρα το δημοσιονομικό πλεόνασμα) για δύο διαζευκτικούς ή και σωρευτικούς λόγους: ή για συνέχιση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής- παρά τις αβεβαιότητες που κυκλώνουν τη χώρα και την οικονομία- σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ή για δημιουργία μιας «ωραίας οικονομικής ατμόσφαιρας» με τη λήξη του έτους για προεκλογικούς λόγους ή για συνδυασμό και των δύο περιπτώσεων…
Ο Δημήτρης Στεργίου είναι δημοσιογράφος.