Μπορεί ο «sleepy Joe» και ο «looser Donald» να αυτοανακυρήχθηκαν νικητές των ενδιάμεσων εκλογών, όμως οι πολίτες φαίνεται ήδη να ψάχνουν τους αντικαταστάτες τους – Πως μεταφράζονται τα εκλογικά ποσοστά και η πύρρειος νίκη των Δημοκρατικών.
Σπυρος Χριστόπουλος/ Action Press
Οι ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου επιβεβαίωσαν ότι αν και η αμερικανική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη και πολωμένη, η Δημοκρατία διατηρεί ακόμα τα αντανακλαστικά της. Οι Ρεπουμπλικάνοι, αν και δεν έχουν περάσει ούτε δύο χρόνια από την ημέρα εισβολής (6 Ιανουαρίου του 2021) των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, κατάφεραν να αποκτήσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ωστόσο, οι προβλέψεις για σαρωτική νίκη δεν επιβεβαιώθηκαν, με τους Δημοκρατικούς να διατηρούν τον έλεγχο της Γερουσίας και να καταγράφουν την καλύτερη επίδοση για κυβερνών κόμμα σε ενδιάμεσες εκλογές από το 2002. Και κάπως έτσι Μπάιντεν και Τραμπ ένιωσαν νικητές, αλλά και την ανάγκη να ανακοινώσουν την πρόθεση τους να κατέβουν και πάλι υποψήφιοι για την προεδρία στις εκλογές του 2024. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: οι περισσότεροι Αμερικάνοι δεν τους θέλουν, στάση που αν μη τι άλλο φαντάζει πολιτικά υγιής.
Προσωπική αποτυχία
Εξίσου υγιές είναι ότι οι Ρεπουμπλικάνοι και ο Τραμπ (αν και δεν ήταν στα ψηφοδέλτια, ενεπλάκη ενεργά στην προεκλογική εκστρατεία) δεν πέτυχαν τη μεγαλειώδη νίκη που οι ίδιοι προσδοκούσαν και θεωρούσαν δεδομένη οι δημοσκοπήσεις. Θα ήταν πραγματικά τραγικό οι Ρεπουμπλικάνοι να πετύχουν μια σαρωτική νίκη στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση μετά την «εντολή» του πρώην προέδρου των ΗΠΑ για τη βίαιη κατάλυση της Δημοκρατίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί από τους υποψήφιους που πήραν το χρίσμα – αλλά και το χρήμα – του Τραμπ για μια έδρα στο Κογκρέσο ή για μια θέση κυβερνήτη και που επιλέχθηκαν με βασικό κριτήριο την πίστη τους στο «τραμπικό» αφήγημα περί νοθείας στις εκλογές του 2020, δεν εκλέχθηκαν. Αντιθέτως, τα κατάφεραν πιο μετριοπαθείς «σύντροφοι» τους αλλά και υποψήφιοι που δεν ασπάστηκαν τις «τραμπικές» αρχές (αν και εκτιμάται ότι πάνω από 200 Ρεπουμπλικάνοι με ακραίες θέσεις κατέλαβαν κάποια θέση ευθύνης σε ομοσπονδιακό ή τοπικό επίπεδο).
Αυτό το «στραπάτσο» στις επιλογές ήταν που έφερε τον Τραμπ κατηγορούμενο, με την εσωκομματική κριτική να τον χαρακτηρίζει «τοξικό» και «looser», μνημονεύοντας όλες τις ήττες που υπέστη από το 2018 έως το 2022, καθώς σε αυτήν την τελευταία αναμέτρηση του χρεώνεται η απώλεια της Γερουσίας.
Πάντως, αν και όντως οι Ρεπουμπλικάνοι βγήκαν με μειωμένη δυναμική από την κάλπη – τουλάχιστον σε σχέση με αυτή που είχαν καλλιεργήσει οι δημοσκοπήσεις -, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ήττα, μια και κέρδισαν, έστω και οριακά, στη Βουλή, γεγονός που τους επιτρέπει να μπλοκάρουν την πολιτική Μπάιντεν και να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα.
Πύρρειος νίκη
Αν και του έχουν καταλογίσει πολλά για τις προεδρικές του ικανότητες και για την οξυδέρκεια του (ενδεικτικός ο χαρακτηρισμός Sleepy Joe από τον Τραμπ) ο Μπάιντεν κατάφερε την καλύτερη εκλογική επίδοση σε σχέση με πολλούς προκατόχους του. Οι Δημοκρατικοί έχασαν με πολύ μικρή διαφορά εδρών στη Βουλή, ενώ κράτησαν τη Γερουσία (εάν πάρουν την έδρα στη Τζόρτζια στις 6 Δεκεμβρίου θα είναι και ενισχυμένοι), κάτι που έχει να συμβεί για τους Δημοκρατικούς από την προεδρία του Τζον Φ. Κένεντι.
Εξίσου επιτυχημένη αποδείχθηκε η στρατηγική του να μην εμπλακεί ενεργά στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των Δημοκρατικών υποψηφίων – μια και η χαμηλή δημοτικότητα του δεν ευνοούσε – ενώ αποτελεσματική αποδείχθηκε και η ριψοκίνδυνη τακτική της διαφήμισης των ακραίων Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων στις εσωκομματικές τους αναμετρήσεις προκειμένου να είναι αυτοί που θα αντιμετώπιζαν τελικά στις ενδιάμεσες εκλογές οι Δημοκρατικοί.
Αν και οι Αμερικάνοι ψηφοφόροι ήδη από τη δεκαετία του ’70 θέλουν μια «μοιρασμένη» κυβέρνηση (Πρόεδρος και Κογκρέσο) – κάτι που θα συμβεί και τώρα με τον Μπάιντεν -, η πόλωση και ο διχασμός σε πολύ σημαντικά ζητήματα (όπως π.χ. στις αμβλώσεις που τελικά αποδείχθηκε κορυφαίο εκλογικό θέμα – αποτυπώνεται και στον αριθμό ρεκόρ των 12 γυναικών που εκλέχθηκαν στη θέση κυβερνήτη σε συνολικά 36 Πολιτείες) ήταν που ανέκοψαν το «κόκκινο κύμα», στο οποίο πόνταρε ο Τραμπ.
Πάλης ξεκίνημα
Ο Τραμπ ευελπιστούσε ότι με μια σαρωτική νίκη, θα μπορούσε να στηρίξει το αφήγημά του, ότι δηλαδή του έκλεψαν τη νίκη στις προεδρικές του 2020 και ότι στις επόμενες του 2024 θα πάρει την εκδίκηση του. Η εκλογική διάψευση ωστόσο δεν τον πτόησε. Αν και τον συμβούλευσαν να περιμένει τα οριστικά αποτελέσματα για τη Γερουσία και να μην ανακοινώσει ακόμα την υποψηφιότητα του, δεν άλλαξε το σχέδιο του και ανακοίνωσε επίσημα την περασμένη Τρίτη 15/11 ότι κατεβαίνει για πρόεδρος (αν και σε βάρος του εκκρεμούν τέσσερις έρευνες).
Αυτόν άλλωστε τον εγωκεντρισμό επιδεικνύει από το 2015, από την πρώτη ημέρα που ανακατεύτηκε με τους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι παρόλο αυτά δεν θέλησαν να πάνε ένα βήμα πιο πέρα από τον Τραμπ. Ακόμα και μετά τα όσα δραματικά συνέβησαν στο Καπιτώλιο, το κόμμα δεν έκανε την παραμικρή αυτοκριτική, παρά μόνο «κρύφτηκε» και «οχυρώθηκε» πίσω από τις εμμονές του αρχηγού τους.
Το ίδιο σύμπτωμα «δυσανεξίας» στην αλλαγή εμφανίζει και ο Μπάιντεν. Ερωτηθείς για το τι πρέπει να αλλάξει στην πολιτική του, απάντησε: «τίποτα, καθώς ολοένα και περισσότεροι Αμερικάνοι καταλαβαίνουν τι κάνουμε». Σε αυτήν την αυτοπεποίθηση, από το «εκλογικό καύσιμο» που όμως δεν συμβαδίζει με την αποδοχή και τη δημοτικότητα του, πάτησε ο Μπάιντεν για να εκφράσει την πρόθεση του να είναι ξανά υποψήφιος για πρόεδρος, αν και σημείωσε πως θα αποφασίσει οριστικά στις αρχές του 2023. Σημειώνεται πως το 2024 ο Μπάιντεν θα είναι 82 ετών (την Κυριακή 20 Νοεμβρίου κλείνει τα 80) και ο Τραμπ 78, ηλικίες που δεν ελκύουν το εκλογικό σώμα.
«Ακατάλληλοι»
Προφανώς όμως και δεν είναι μόνο η ηλικία εκείνη που αποτρέπει τους Αμερικάνους, οι οποίοι έχουν ξεκάθαρη θέση απέναντι στους δύο υποψηφίους. Πρόσφατη έρευνα του Politico αναφέρει πως το 65% των ψηφοφόρων λέει πως ο Τραμπ δεν πρέπει να διεκδικήσει μια νέα προεδρική θητεία (το 53% το υποστηρίζει κατηγορηματικά), ενώ την ίδια άποψη έχει και το 66% για τον Μπάιντεν (το 45% μάλιστα δεν το συζητά καν). Επίσης, αναφέρεται πως ένας στους τρεις ψηφοφόρους δήλωσε ότι ψήφισε Δημοκρατικούς μόνο και μόνο για να στείλει μήνυμα αντίθεσης στον Τραμπ.
Αλλά δεν είναι μόνο οι Δημοκρατικοί ή οι ανεξάρτητοι ψηφοφόροι, είναι και οι ίδιοι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι αρχίζουν να αμφισβητούν ανοιχτά το «τοτέμ» τους και να καλοβλέπουν την περίπτωση του εξίσου υπερσυντηρητικού Ρον ΝτεΣάντις, ο οποίος πέτυχε μια σαρωτική νίκη, επικρατώντας με 20 μονάδες διαφορά του Δημοκρατικού αντιπάλου του στη Φλόριντα, όπου και επανεξελέγη κυβερνήτης, καταφέρνοντας να «αλώσει» δημοκρατικά κάστρα δεκαετιών. Ηδη πολλοί Ρεπουμπλικάνοι τον χρίζουν νέο ηγέτη, γεγονός που προκαλεί την οργή Τραμπ, ο οποίος αν και εξακολουθεί να είναι το φαβορί για το χρίσμα (προηγείται με 47% έναντι 33% του ΝτεΣάντις), έχει ήδη περάσει στις απειλές, προειδοποιώντας τον 44χρονο Ρον να μην κάνει το λάθος και κατέβει απέναντι του, διότι έχει πολλές αποκαλύψεις να κάνει για το πρόσωπο του.
Σοβαρές ενστάσεις υπάρχουν και για τον Μπάιντεν που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τα 80 έτη του ή τα διάφορα «ολισθήματά» του. Η διακυβέρνηση του έχει να επιδείξει λάθη και ολιγωρίες, ενώ αν και εκλέχθηκε για να φέρει την κανονικότητα στην Αμερική, δεν τα κατάφερε εξαιτίας πανδημίας και πληθωρισμού.
Ομως ο Μπάιντεν με παρακαταθήκη αυτό το θετικό εκλογικό αποτέλεσμα, έχει τη μοναδική ευκαιρία να αποχωρήσει από την προεδρία των ΗΠΑ και την ηγεσία των Δημοκρατικών με αξιοπρέπεια, αφήνοντας το κόμμα σε ένα νεότερο και πιο δυναμικό πολιτικό. Μια τέτοια απόφαση άλλωστε θα του προσφέρει την ικανοποίηση να τη «σπάσει» και πάλι στον Τραμπ, ο οποίος ζει και αναπνέει για ένα δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2020 για να πάρει τη ρεβάνς.