Ενδιάμεσες εκλογές-ΗΠΑ: Οικονομία, αμβλώσεις και εγκληματικότητα κρίνουν το αποτέλεσμα

© Shutterstock

Μόλις λίγες μέρες πριν από την 8η Νοεμβρίου, η τύχη της Βουλής των Αντιπροσώπων φαίνεται ότι έχει ήδη αποφασιστεί, καθώς εκτιμάται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα κερδίσουν άνετα τις πέντε επιπλέον έδρες που χρειάζονται για να κάνουν το Σώμα να αλλάξει χέρια.

Αυτό σημαίνει ότι το παιχνίδι για τον έλεγχο του Κογκρέσου θα κριθεί στην Γερουσία. Εκεί, όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο ρευστά, με τις έρευνες να καταγράφουν μια αναμέτρηση στήθος με στήθος. Με 35 έδρες να είναι ανοιχτές σε αυτές τις εκλογές, η υπάρχουσα εύθραυστη ισορροπία είναι πολύ πιθανό να ανατραπεί και πλέον όλα τα βλέμματα στρέφονται στην Πενσυλβάνια και στην Τζόρτζια, οι οποίες θεωρούνται ότι είναι οι δύο πολιτείες που κρατούν τα κλειδιά της Γερουσίας.

Πως, όμως, φτάσαμε στο σήμερα; Από μια προεκλογική περίοδο που ξεκίνησε δύσκολα για τους Δημοκρατικούς ήρθε μια στιγμή που η ανατροπή φάνταζε κάτι παραπάνω από πιθανή. Το μπλε, όμως, κύμα που περίμεναν δεν έφτασε ποτέ ως την Ουάσιγκτον. Το διάστημα που μεσολάβησε ήταν ένας πυκνός πολιτικά χρόνος με τους Αμερικάνους να δέχονται ένα καταιγισμό μηνυμάτων. Εκτείνονταν από την άνοδο του εξτρεμισμού και τον φόβο για την πορεία της αμερικανικής δημοκρατίας μέχρι το νομικό πλαίσιο των αμβλώσεων, τη συνέχιση των δικαστικών περιπετειών του Ντόναλντ Τραμπ με την έφοδο του FBI στο Μαρ-α-Λάγκο, την ακρίβεια και την ασφάλεια. Στο τέλος, όμως, της ημέρας, όλοι οι δημοσκόποι συμφωνούν ότι ο πληθωρισμός ήταν το θέμα που σάρωσε τα πάντα.

Λίγους μήνες νωρίτερα, η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόσι, πρέπει να έβλεπε το κόκκινο κύμα που πλησίαζε την πόρτα του γραφείου της. Τα προγνωστικά ήθελαν τους Ρεπουμπλικάνους να πετυχαίνουν σαρωτική νίκη τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία και σε μια στιγμή που τίποτα δεν φαινόταν να ευνοεί τους Δημοκρατικούς, εκείνοι έμοιαζαν να πασχίζουν να βρουν ακόμα και το αφήγημα με το οποίο θα κατέβαζαν τον κόσμο στις κάλπες.

Βεβαίως η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι εύκολα για αυτούς. Συνήθως, οι ενδιάμεσες εκλογές αποκτούν τον χαρακτήρα δημοψηφίσματος απέναντι στην κυβέρνηση και η αμερικανική πολιτική εμπειρία έχει δείξει ότι οι ψηφοφόροι της αντιπολίτευσης είναι αυτοί που εμφανίζονται πιο δραστήριοι και πρόθυμοι να προσέλθουν στην κάλπη. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στο πρόσφατο παρελθόν είδαμε προέδρους που απολάμβαναν πολύ υψηλότερη δημοτικότητα από τον Μπάιντεν, όπως για παράδειγμα τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Τζορτζ Μπους το νεότερο, να οδηγούνται σε συντριπτικές ήττες κατά τη διάρκεια των ενδιάμεσων εκλογών.

Με το 69% των Αμερικανών να πιστεύει ότι η χώρα οδεύει προς την λάθος κατεύθυνση και τα ποσοστά δημοτικότητας του Τζο Μπάιντεν να έχουν κατρακυλήσει σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και στο 36%, οι προεκλογικοί οιωνοί δεν φάνταζαν ευνοϊκοί για τους Δημοκρατικούς. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι μέχρι και τα μέσα της προεκλογικής περιόδου πολλοί βουλευτές και γερουσιαστές είχαν φτάσει στο σημείο να αμφιβάλλουν για το εάν η παρουσία του Τζο Μπάιντεν στις περιφέρειες τους θα τους ωφελούσε. Και σαν να μην έφτανε αυτός ο πονοκέφαλος, ήρθε να προστεθεί και η κοινωνική δυσαρέσκεια που συνέχισε να διογκώνεται από τον ανεξέλεγκτο καλπασμό του πληθωρισμού.

Θα έλεγε κάποιος ότι μια ματιά στα δελτία ειδήσεων είναι αρκετή για να διαπιστώσει κάνεις το κλίμα που επικρατεί. «Το πρόβλημα μου είναι ότι θα ήθελα να μπορώ να πατήσω μόνο ένα κουμπί για να ψηφίσω όλους τους Ρεπουμπλικάνους», εμφανίζεται να λέει ένας πολίτης στην Νεβάδα. Όταν η δημοσιογράφος τον ρωτάει για ποιο λόγο, εκείνος της απαντάει σχεδόν γελώντας «μένεις εδώ; Έχεις πάει ποτέ για ψώνια; Παίρνεις βενζίνη; Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν καταστραφεί». Βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι η Αμερική ήταν πάντα η χώρα των αντιφάσεων και των μεγάλων ανισοτήτων. Ο πληθωρισμός, όμως, δεν φαίνεται να κάνει διακρίσεις γιατί όπως παρατήρησε εύστοχα μια άλλη πολίτης «μας επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο. Όλοι έχουμε λιγότερα χρήματα».

Μπροστά, λοιπόν, σε αυτό το σκηνικό, ήρθε κάπου μέσα στο καλοκαίρι η συντηρητική πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου για να προσφέρει άθελά της μια σανίδα σωτηρίας στους Δημοκρατικούς. Η ανατροπή της απόφασης που καθόριζε το νομικό πλαίσιο των αμβλώσεων πυροδότησε κύμα αντιδράσεων και οδήγησε στην εγγραφή πολλών νέων γυναικών στους εκλογικούς καταλόγους. Αυτή η κινητικότητα καταγράφηκε και στις δημοσκοπήσεις, ανυψώνοντας για πρώτη φορά τις ελπίδες των Δημοκρατικών, οι οποίοι εκτός από το φόβητρο των αμβλώσεων φάνηκαν να αποκτούν επιτέλους και ορισμένα πολεμοφόδια στην μάχη κατά του πληθωρισμού. Οι επιτυχίες του πρόεδρου Μπάιντεν για τη μείωση στις τιμές των φαρμάκων, η διαγραφή μέρους του χρέους των φοιτητικών δανείων αλλά και η μείωση στην τιμή της βενζίνης ήταν μικρές αλλά ουσιαστικές νίκες στον αγώνα κατά της ακρίβειας.

Τέτοια βήματα μπορεί να έγιναν αλλά στη συνείδηση του κόσμου δεν αποτυπώθηκαν γιατί πολύ απλά δεν επικοινωνήθηκαν. Αντί να εστιάσουν στην οικονομία, οι Δημοκρατικοί επένδυσαν υπέρμετρα στο μαγικό χαρτί των αμβλώσεων. Ήταν μια επένδυση που δεν τους βγήκε γιατί πολύ απλά το θέμα της οικονομίας συνέχισε να παραμένει το πρωταρχικό μέλημα στο μυαλό των ψηφοφόρων. Επιπλέον, στο δεύτερο σημαντικότερο θέμα που είναι η πάταξη της εγκληματικότητας φάνηκαν να είναι αδρανείς και να ταυτίζονται με τα ακραία αριστερά κινήματα που ζητούσαν την υποχρηματοδότηση της αστυνομίας. Αλήθεια ή ψέματα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Στην πολιτική, όμως, σημασία έχει η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω. Και μια κριτική που ασκείται στην επικοινωνιακή στρατηγική των Δημοκρατικών είναι ότι εστιάζουν πολύ υπερβολικά στις πολιτικές ταυτότητας και στα κοινωνικά θέματα, δίνοντας την εικόνα ότι δεν έχουν μια συγκροτημένη πρόταση για την οικονομία, την ασφάλεια και τα θέματα της καθημερινότητας.

Η αλήθεια είναι ότι όταν κάποιος ακούει αυτή την κριτική για το κόμμα που εφηύρε το σλόγκαν «είναι η οικονομία, ανόητε», δεν μπορεί παρά να σκεφτεί την ρήση «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις». Και ίσως πρώτος από όλους που θα το σκεπτόταν θα ήταν ο κορυφαίος επικοινωνιολόγος, Τζέιμς Κάρβιλ, που ήταν ο άνθρωπος που καθιέρωσε το περιβόητο σλόγκαν για την οικονομία στην προεκλογική εκστρατεία του Μπιλ Κλίντον. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, σε μια προεκλογική περίοδο που εκτυλίσσεται μέσα σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού της τάξης του 8,2%, θα περιμέναμε ότι ο άνθρωπος που δημιούργησε το σύνθημα «είναι η οικονομία, ανόητε» δεν θα έβρισκε κανέναν που να χρειάζεται να του το υπενθυμίσει. Και, όμως, ο Τζέιμς Κάρβιλ δεν σταματάει να το επαναλαμβάνει. Βλέποντας τον να συνομιλεί για τις ενδιάμεσες εκλογές με τον Τζορτζ Στεφανόπουλο στην πλατφόρμα «Hulu», κάποιος μπορεί να διακρίνει στο πρόσωπο του μια ελαφριά απογοήτευση για μια ευκαιρία που ίσως χάθηκε:

«Πρέπει να μείνεις συγκεντρωμένος. Να μιλάς για πράγματα που έχουν σημασία για τους ανθρώπους. Ξέρεις; ‘Είναι η οικονομία, ανόητε’. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον πληθωρισμό. Είναι εκεί. Δεν μπορείς να τον αγνοήσεις. Ο τρόπος που βλέπω μια πολιτική εκστρατεία είναι σαν ένα πειρατικό πλοίο. Κάνεις πάντα υπολογισμούς. Η ταχύτητα του ανέμου είναι τόση. Το ρεύμα ρέει προς αυτή την κατεύθυνση. Αρπάζεις τα λάφυρά σου, μαθαίνεις και προχωράς. Και οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε να ήταν πιο προορατικοί. Ο Kevin McCarthy είπε, ‘θα κλείσουμε την κυβέρνηση για να επιβάλουμε περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση και την ιατρική περίθαλψη’. Λοιπόν, ας μιλήσουμε για την οικονομία. Κάντε το επιχείρημα. Το κλείσιμο της κυβέρνησης έχει να κάνει με την οικονομία και δεν είναι μια καλή κίνηση. Ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκε το θέμα της άμβλωσης (ήταν λάθος). Σου είπαν ότι θα απαγορεύσουν τις αμβλώσεις και το έκαναν. Τώρα σου λένε ότι θα κλείσουν την κυβέρνηση για να επιβάλουν περικοπές. Τους πιστεύω. Θα το κάνουν. Πρέπει να τους σταματήσεις. Έτσι εκμεταλλεύεσαι το θέμα των αμβλώσεων σε κάτι περισσότερο. Οι Δημοκρατικοί δεν ήταν πολύ καλοί. Δεν ήταν πολύ συγκεντρωμένοι. Είχαν μια ευκαιρία νομίζω… Ξέρεις, ας περιμένουμε να δούμε. Θα υπάρξει πραγματικός απολογισμός».

Τρεις ημέρες πριν από τις αμερικανικές εκλογές που διεξάγονται στα μέσα της προεδρικής θητείας, δημοκρατικοί και ρεπουμπλικάνοι καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους, φθάνοντας μέχρι να καλέσουν σήμερα στην ίδια πολιτεία – κλειδί δύο πρώην προέδρους, επιπλέον του Τζο Μπάιντεν.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Μπαράκ Ομπάμα και ο νυν ένοικος του Λευκού Οίκου θα συμμετάσχουν σε συγκεντρώσεις στην Πενσιλβάνια, πριν από την αποφασιστικής σημασίας ψηφοφορία που θα θέσει τα θεμέλια για τις προεδρικές εκλογές του 2024.

Όλοι οι προβολείς είναι στραμμένοι σ’ αυτή την πολιτεία, πρώην προπύργιο του χάλυβα, όπου ο πολυεκατομμυριούχος χειρουργός Μεχμέτ Οζ, που υποστηρίζεται από τον Ντόναλντ Τραμπ, βρίσκεται αντιμέτωπος τον πρώην δήμαρχο Τζον Φέτερμαν για την πιο διαφιλονικούμενη έδρα της Γερουσίας, καθώς από την έδρα αυτή θα εξαρτηθεί πιθανότατα η ισορροπία σ’ αυτή την άνω βουλή με την τεράστια εξουσία.

Στις ενδιάμεσες εκλογές, που θα διεξαχθουν την Τρίτη 8 Νοεμβρίου, οι Αμερικανοί καλούνται επίσης να ανανεώσουν το σύνολο των εδρών της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων. Μια ολόκληρη σειρά απο θέσεις τοπικών αιρετών αξιωματούχων, οι οποίοι αποφασίζουν για τις πολιτικές της πολιτείας τους στα θέματα των αμβλώσεων και των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων, κρίνονται επίσης στις εκλογές αυτές.

– Πλημμύρα από κόκκινα κασκέτα –

Ο Τζο Μπάιντεν κατεβαίνει σήμερα στην αρένα σε μια μεγάλη συγκέντρωση στην Πενσιλβάνια, που θεωρείται κοιτίδα της αμερικανικής δημοκρατίας.

Αργά το απόγευμα, ο αμερικανός πρόεδρος, που σύντομα θα κλείσει τα ογδόντα, θα συναντηθεί επί σκηνής με τον πρώην πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και το αδιαμφισβήτητο ρητορικό ταλέντο του για μια μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση.

Μερικές ώρες αργότερα και σε απόσταση 400 χιλιομέτρων από εκεί, ένας άλλος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ, θα βρεθεί μέσα σε μια πλημμύρα από τα κόκκινα κασκέτα των οπαδών του για μια εκδήλωση στη μικρή πόλη Λάτρομπ, κοντά στο Πίτσμπουργκ.

Έπειτα από μια έντονη προκλογική εκστρατεία επικεντρωμένη στον πληθωρισμό, οι ρεπουμπλικάνοι φαίνονται όλο και πιο πεπεισμένοι ότι στις 8 Νοεμβρίου θα μπορέσουν να στερήσουν από τον δημοκρατικό πρόεδρο τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες του.

Αν τα προγνωστικά τους επιβεβαιωθούν, ο δισεκατομμυριούχος ρεπουμπλικάνος μοιάζει αποφασισμένος να επωφεληθεί απ’ αυτή την ορμή για να επισημοποιήσει το συντομότερο την υποψηφιότητά τους για τις προεδρικές εκλογές, πιθανόν ήδη από την τρίτη εβδομάδα του Νοεμβρίου.

Ο Τζο Μπάιντεν λέει μέχρι τώρα πως έχει την πρόθεση να είναι υποψήφιος, όμως η προοπτική δεν ενθουσιάζει όλους τους δημοκρατικούς εξαιτίας της ηλικίας του -θα γίνει σύντομα 80 ετών- και της χαμηλής δημοτικότητάς του.

– Άμβλωση και πληθωρισμός –

Ο δημοκρατικός πρόεδρος προσπαθεί να πείσει τους Αμερικανούς ότι αυτές οι εκλογές είναι μάλλον «μια επιλογή»: για το μέλλον της άμβλωσης ή του γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου – θέματα για τα οποία υποσχέθηκε να νομοθετήσει μέσω σταθερών πλειοψηφιών στο Κογκρέσο.

Το δικαίωμα στην άμβλωση, που δυναμιτίσθηκε τον Ιούνιο από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ήταν σίγουρα ένα κεντρικό θέμα της προεκλογικής εκστρατείας στην Πενσιλβάνια. Η οργάνωση οικογενειακού σχεδιασμού Planned Parenthood βοήθησε άλλωστε πολλές φορές τον δημοκρατικό Τζον Φέτερμαν στη διάρκεια της εκστρατείας.

Όμως η άνοδος των τιμών — 8,2% κατά μέσο όρο σε διάστημα έτους στις ΗΠΑ — παραμένει μακράν η κύρια ανησυχία των Αμερικανών και οι προσπάθειες του Τζο Μπάιντεν να εμφανιστεί ως «πρόεδρος της μεσαίας τάξης» δυσκολεύονται προς το παρόν να καρποφορήσουν.

«Οι δημοκρατικοί είναι ανήσυχοι», έλεγε χθες ακόμη ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος στην Πενσιλβάνια Μεχμέτ Οζ, ο οποίος διεξήγαγε μια προεκλογική εκστρατεία επικεντρωμένη στη διαχείριση του πληθωρισμού και στην εγκληματικότητα που υποτίθεται πως είναι «εκτός ελέγχου».

«Η ριζοσπαστική αριστερά ξέρει πως η δυναμική είναι υπέρ» των ρεπουμπλικάνων, υποστήριξε σε μήνυμά του προς τους οπαδούς του.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Για να ενημερώνεστε πάντα πρώτοι!

Κάνε εγγραφή στο Newsletter μας και απόκτησε πρόσβαση στα νέα πριν από όλους τους άλλους.