Αργοπεθαίνει το cash στις δυτικές κοινωνίες, ιδιαίτερα μετά την πανδημία, όμως, καθώς πληθαίνουν οι κρίσεις, πληθαίνουν και οι κρατικές ντιρεκτίβες που συμβουλεύουν τους πολίτες «σε περίπτωση πολέμου» να έχουν μαζί τους μετρητά…
Χριστίνα Πολυγένη//Action Press
Ήταν πρώτα στην Κίνα που ξεκίνησε η χρήση χαρτονομισμάτων κατά την δυναστεία των Τανγκ (618-907μ.Χ) και θα συνέχιζε για άλλα 500 έτη μέχρι να καταργηθούν. Η οικονομική κρίση που μάστιζε την χώρα είχε ως αποτέλεσμα να τυπώνονται χαρτονομίσματα που δεν είχαν καμία αξία και να ανέβει ο πληθωρισμός στα ύψη. Τα χαρτονομίσματα καταργήθηκαν το 1455 μ.Χ. για να επιστρέψουν μερικούς αιώνες αργότερα, στο μεταξύ όμως, γύρω στον 17ο αιώνα, η χρήση τους είχε μεταφερθεί και στην Ευρώπη, όπου πρωταγωνιστούσαν μέχρι πριν λίγο καιρό.
Ουσιαστικά μέχρι να ‘ρθεί στο προσκήνιο η τεχνολογία που εισήγαγε το «πλαστικό» και ηλεκτρονικό χρήμα για τις πληρωμές. Από την απλή πληρωμή με χρεωστική κάρτα, Visa ή MasterCard μέχρι το PayPal, την Klarna και το Payzy, με κάρτα ή μέσω κινητού, όλες οι συναλλαγές μας μπορούν πλέον να γίνουν χωρίς να κουβαλάμε πορτοφόλι. Αρκεί το κινητό μας. Αυτό σημαίνει ότι έρχεται το τέλος για τα μετρητά; Και, αν ναι, τι σημαίνει αυτό για τον τρόπο που συναλλασσόμαστε;
Το 2020 η χρήση καρτών για πληρωμές αυξήθηκε κατά 3,7% και 101,6 δισ. στις χώρες της ευρωζώνης. 47% των αγορών έγιναν είτε με πιστωτική κάρτα (23%) είτε με χρεωστική (22%). Με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – ECB) η έκδοση καρτών αυξήθηκε κατά 6,5% στα 609 εκατομμύρια, που σημαίνει αναλογικά 1,8 κάρτες ανά ευρωπαίο κάτοικο. Στις ΗΠΑ, την χώρα με τις περισσότερες πιστωτικές κάρτες μαζί με τον Καναδά, υπολογίζεται ότι κάθε μέρα γίνονται τουλάχιστον 108,6 εκατ. συναλλαγές μέσω κάρτας.
Με βάση τα στοιχεία της Statista για το 2019, ο μέσος όρος συναλλαγών με μετρητά στις χώρες της Ευρώπης είναι λίγο κάτω από το 50%. Όμως με μια ματιά στον χάρτη (δεξιά??????), αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε βορρά και νότο, ανατολή και δύση. Οι λιγότερες συναλλαγές με μετρητά γίνονται στην Νορβηγία (11%), την Σουηδία (13%), το Ηνωμένο Βασίλειο (15%) και την Φινλανδία (17%). Στον αντίποδα, στις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου και την Γερμανία, οι περισσότεροι επιλέγουν τα μετρητά για τις πληρωμές τους. Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το 75% των συναλλαγών γίνονται με μετρητά.
Το σύστημα Swish και πώς ξεπεράστηκε ήδη…
Το 2018, η σουηδική κυβέρνηση έστειλε ένα έντυπο σε 4,9 εκατ. νοικοκυριά με τον τίτλο «Σε περίπτωση πολέμου και κρίσης», με συμβουλές για τους πολίτες. Ανάμεσα στις συμβουλές ήταν και το ότι θα πρέπει στις παραπάνω περιπτώσεις να έχουν μαζί τους μετρητά. Γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ότι η Σουηδία είναι πρωτοπόρα στην κατάργηση των μετρητών για τις περισσότερες συναλλαγές. Μια από τις πιο συνηθισμένες μεθόδους πληρωμών, εκτός των καρτών, είναι και το Swish, ένα app που συνδέει το κινητό με τον τραπεζικό λογαριασμό. Κάθε φορά που ο χρήστης του κινητού θέλει να αγοράσει κάτι, απλά μπαίνει στο app και καταχωρεί το κινητό και το όνομα του πωλητή μαζί με το ποσό.
Πίσω από το app, βρίσκεται η πρωτοβουλία των σουηδικών τραπεζών για να ρίξουν τα κόστη τους, απλοποιώντας τις συναλλαγές. Για τους νέους, το Swish είναι το μέλλον, για τους μεγαλύτερους όμως που θα επέλεγαν τα μετρητά για τις πληρωμές τους, είναι ακόμη ένας εξαναγκασμός όταν καταλήγουν στο ταμείο και τους ζητάνε κάρτα. Πίσω όμως κι από τις δύο περιπτώσεις, μοναδικοί κερδισμένοι βγαίνουν οι τράπεζες και κολοσσοί όπως η Visa και η MasterCard.
Σε αντίθεση με το πλαστικό/ηλεκτρονικό χρήμα που αντιπροσωπεύεται από μεγάλους τραπεζικούς ομίλους, ακόμη και διαφημιστικά και είναι ένα εμπορικό προϊόν, τα μετρητά δεν αντιπροσωπεύουν κανέναν αλλά είναι ένα χρηστικό μέσο που μας δίνει την ελευθερία να το χρησιμοποιήσουμε όπως και όταν θέλουμε. Σύμφωνα με έκθεση της ΕΚΤ, οι προοπτικές μιας κοινωνίας χωρίς μετρητά, έχει οδηγήσει στην υποεκτίμησή τους. Τα μετρητά με βάση την έκθεση δεν πρέπει να καταργηθούν, όχι μόνο γιατί πρέπει να έχουν την ελευθερία να τα χρησιμοποιήσουν αυτοί που θέλουν, αλλά κυρίως γιατί θα οδηγούσε σε κοινωνικό αποκλεισμό αυτούς που δεν έχουν άλλη εναλλακτική πληρωμών. Επιπλέον, το παράδειγμα της Σουηδίας σημαίνει ότι μια πιθανή έλλειψη ενός μη ψηφιακού επαναληπτικού συστήματος σε περίπτωση βλάβης είναι ένας πραγματικός κίνδυνος.
Εξάλειψη της διαφθοράς
Η έλλειψη φυσικού χρήματος από την άλλη θα ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο ληστειών για τις περισσότερες επιχειρήσεις. Αυτή η αλήθεια, είναι και ένα από τα επιχειρήματα του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum) όσον αφορά στο γιατί πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα σε μια ψηφιακή οικονομία. Και μαζί με τις ληστείες, κατά το WEF, θα εξαφανιζόταν και η διαφθορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία, 1,4 δισ. άνθρωποι στον πλανήτη κερδίζουν λιγότερα από 1,25$ την ημέρα ενώ 1,26 τρισ. δολάρια «εξαφανίζονται» κάθε χρόνο μέσω της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής καιτης δωροληψίας.
Ένα σκληρό νομοθετικό πλαίσιο και αυστηροί έλεγχοι θα ήταν αρκετά για να καταπολεμηθεί το έγκλημα αντί να καταργηθεί το χρήμα. Και συν τοις άλλοις θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς θα γινόταν μόνο από την κατάργηση των χαρτονομισμάτων, όταν μόλις το 2012 η HSBC μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, πλήρωσε πρόστιμο για τo ξέπλυμα χρήματος των μεξικανικών καρτέλ ναρκωτικών για χρόνια ή όταν η Credit Suisse έπραττε το ίδιο για τους εμπόρους ναρκωτικών της Βουλγαρίας.
Το οργανωμένο έγκλημα μάλλον δεν θα σταματούσε με την κατάργηση των χρημάτων, αλλά θα έβρισκε άλλες υπόγειες διαδρομές συναλλαγών. Από την άλλη, κάθε ηλεκτρονική πράξη αφήνει ίχνη που, και υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, ακολουθούμενα μπορούν να υποδείξουν τους εγκληματίες. Ακόμη κι αν τα ψηφιακά μετρητά ήταν ανώνυμα, πράγμα που τεχνητά δεν είναι ανέφικτο, θα μπορούσε η κάθε κυβέρνηση να ακολουθήσει τις κινήσεις τους, αφού θα κινούνταν έχοντας το δικό τους ιστορικό και μαζί η εφορία, η αστυνομία, ή η κάθε ελεγκτική αρχή. Επομένως, αν η καταπολέμηση του εγκλήματος και της διαφθοράς δεν αποτελεί επιχείρημα, γιατί θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια ψηφιακή οικονομία;
Πάνω απ’ όλα το κέρδος (τους)
Εκτός από τις δυσκολίες που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι μεγαλύτερες ηλικίες και τον κοινωνικό αποκλεισμό των ασθενέστερων στρωμάτων, η ψηφιακή οικονομία κρύβει κι άλλους κινδύνους. Εκτός από τις παραβιάσεις δεδομένων που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια σε μεγάλες εταιρείες, ανάμεσά τους και οι Visa-MasterCard, θα υπάρξει μια ραγδαία αύξηση ηλεκτρονικού εγκλήματος, που σημαίνει ότι τα προσωπικά μας στοιχεία αλλά και οι λογαριασμοί μας είναι ακόμη πολύ ευαίσθητοι και ανοχύρωτοι.
Οι πλουσιότεροι θα μπορούσαν να εξαγοράσουν την ιδιωτικότητα τους με την μορφή επιχειρηματικότητας, οι φτωχότεροι όμως δεν μπορούν να την εξασφαλίσουν. Επίσης, χωρίς συνεχείς αναβαθμίσεις και σωστές υποδομές, τα ηλεκτρονικά συστήματα των τραπεζών δεν μπορούν εγγυηθούν ότι δεν υπάρχουν προβλήματα δυσλειτουργίας και σφαλμάτων. Έτσι πολλοί καταθέτες σε κρίσιμες στιγμές θα μπορούσαν να μείνουν χωρίς πρόσβαση στα λεφτά τους.
O Scott Brett, πρώην χρηματιστής και νυν συγγραφέας, στο βιβλίο του Cloudmoney, υποστηρίζει ότι η κίνηση προς έναν πλήρως ψηφιακό χρηματοπιστωτικό τομέα κρύβει ισχυρά συμφέροντα, δηλαδή πώς η συγχώνευση Big Finance και BigTech αδημονεί για την αντικατάσταση του φυσικού χρήματος από ψηφιακό, με σκοπό το κέρδος. Εξηγεί πως ο πόλεμος ενάντια στα μετρητά σημαίνει ότι όλοι έχουμε κάτι να χάσουμε από αυτή την αντικατάσταση.
Ένα απλό παράδειγμα είναι οι χρεώσεις και τα επιτόκια. Από τη στιγμή που το ψηφιακό χρήμα γίνεται ο κυρίαρχος τρόπος πληρωμών, το κάθε app μπορεί να χρεώνει την κάθε υπηρεσία. Επιπλέον, τα αρνητικά επιτόκια είναι ένας λόγος για να μετακυλήσει την κάθε απώλεια η τράπεζα στον τελικό καταναλωτή με μορφή χρεώσεων. Τα αρνητικά επιτόκια είναι ένας τρόπος τόνωσης της οικονομίας, αλλά το αποτέλεσμα είναι το νόμισμα να χάνει την αξία του. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα αρνητικά επιτόκια μειώνουν την κερδοφορία των τραπεζών και οι πελάτες μέσω των χρεώσεων μπορούν να μειώσουν αυτό το έλλειμα.
KATAΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ: Μια εξήγηση μέσω… καζίνο
Τα χρήματα είναι κάτι χειροπιαστό και άρα ελέγξιμο. Από την στιγμή που όλα θα γίνονται ηλεκτρονικά, θα είναι δύσκολο για πολλούς να ελέγχουν ανά πάσα ώρα και στιγμή το ακριβές υπόλοιπο του λογαριασμού τους, και άρα γίνονται πιο επιρρεπείς σε έξοδα που θα τους κοστίσουν οικονομικά περισσότερο. Όμως όλοι, ιδιώτες και επιχειρήσεις, καταθέτουμε τα λεφτά μας στις τράπεζες για έναν απλό λόγο: την ασφάλεια. Τί γίνεται από την κατάθεση και μετά;
Ο Scott Brett το εξηγεί με ένα απλό παράδειγμα, αυτό του καζίνο. Για την τράπεζα υπάρχουν δύο βασικοί τύποι χρήματος: το «βασικό χρήμα»- τα γνωστά μας χαρτονομίσματα- και το «τραπεζικό χρήμα», αυτό που ξοδεύουμε όταν αγοράζουμε κάτι ηλεκτρονικά. Από την στιγμή που καταθέτουμε χρήματα στην τράπεζα, δεν υπάρχει κάποιο μέρος που αυτά φυλάσσονται, αλλά αντικαθίστανται με μια γραμμή στον λογαριασμό ταμιευτηρίου σας, για να μετατραπούν σε βασικό χρήμα όταν κάνετε ανάληψη πάλι από ένα ΑΤΜ. Αν τώρα υποθετικά αντικαταστήσουμε τα χρήματα με μάρκες καζίνο, συμβαίνει το εξής: η τράπεζα διατηρεί το απόθεμα βασικού χρήματος, αλλά αυτό χρειάζεται μόνο να αποτελεί ένα κλάσμα των τσιπ που εκδίδουν – κλασματικό αποθεματικό σύστημα. Όταν μια τράπεζα δίνει ένα δάνειο, δεν παίρνει τα χρήματα από έναν λογαριασμό για να τα βάλει σε έναν άλλο, απλά «σφραγίζει μερικές νέες μάρκες».
Όχι μόνο αποφασίζει αν θα δώσει το δάνειο, με βάση τα κριτήριά της, αλλά χρεώνει και προμήθειες και έξοδα με βάσει τα κριτήριά της. Αν λοιπόν κάποιος δώσει τα λεφτά του στο καζίνο για να πάρει μάρκες, το καζίνο θα προτιμήσει να τις ξοδέψει όλες, παρά να επιστρέψει πίσω για να τις ανταλλάξει, ακόμη κι αν τον χρεώσει. Δεν είναι περίεργο που οι τράπεζες δεν θέλουν οι πελάτες να χρησιμοποιούν μετρητά.