Ο Όλαφ Σολτς και η επένδυση στην κινεζική κανονικότητα

©ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

  Η πανδημία του κορονοϊού ανέδειξε πολλές άβολες αλήθειες. Μια από αυτές ήταν η -σε εξωφρενικό βαθμό- εξάρτηση της Ευρώπης από την Κίνα για κρίσιμης σημασίας υγειονομικό υλικό, όπως προστατευτικές μάσκες, γάντια, είδη απολύμανσης.

«Ποτέ ξανά», ορκιζόταν το Βερολίνο, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα γενναία σχέδια επαναπατρισμού ευρωπαϊκών φαρμακευτικών βιομηχανιών. Δύο χρόνια αργότερα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν τιμωρεί κυνικά τους Ευρωπαίους -με πρώτους τους Γερμανούς- που τον θεωρούσαν αξιόπιστο εταίρο για την προμήθεια (φθηνής) ενέργειας. Σήμερα, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, σα να μη συμβαίνει τίποτα, επενδύει στην …κανονικότητα με το Πεκίνο. Αφέλεια; Τυχοδιωκτισμός; Ανοησία; Και σε αυτή την περίπτωση, δυστυχώς την απάντηση θα δώσει η Ιστορία.

      Την ερχόμενη Παρασκευή, ο Όλαφ Σολτς, συνοδευόμενος από έναν «στρατό» γερμανών επιχειρηματιών, του μεγέθους της Volkswagen, της BMW, της BASF, της Merck της Deutsche Bank και της Bayer, θα γίνει ο πρώτος δυτικός ηγέτης που επισκέπτεται τον Σι Τζινπίνγκ μετά την πανηγυρική ανανέωση της θητείας του ως επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Ο καγκελάριος έχει μάλιστα ήδη στείλει τα …διαπιστευτήριά του, εγκρίνοντας εγκαίρως, την περασμένη Τετάρτη, τη συμμετοχή της κρατικής κινεζικής Cosco στην εταιρία διαχείρισης εμπορευματοκιβωτίων του λιμανιού στο Αμβούργο, παρά τις πανταχόθεν αντιδράσεις.

      «Η πολιτική του καγκελάριου για την Κίνα είναι αφελής», έγραψε το περιοδικό Der Spiegel, επισημαίνοντας ότι τα 65 εκατομμύρια ευρώ που θα επενδύσουν οι Κινέζοι στο Αμβούργο οικονομικά είναι αδιάφορα, «αλλά πολιτικά αποτελούν θείο δώρο για την κινεζική ηγεσία». Χαρακτήρισε δε «σοβαρό λάθος» την απόφαση του κ. Σολτς -ειδικά σε αυτή τη συγκυρία- να ανοίξει την πόρτα των υποδομών της χώρας του στο Πεκίνο. Η Κίνα, τονίζει το γερμανικό περιοδικό, μετά την απόλυτη επικράτηση του Σι και τον εκτοπισμό των μεταρρυθμιστών, «ετοιμάζεται να ξαναγράψει τους διεθνείς κανόνες». Το όραμα του κινέζου ηγέτη είναι μια εθνικιστική Κίνα, η οποία δεν εξαρτάται από τη Δύση. Ακόμη και η επίσκεψη του γερμανού ηγέτη στην Κίνα ερμηνεύεται λοιπόν από πολλούς ως χειρονομία υποταγής.

      Στην απόφασή του για πώληση του 24,9% του λιμανιού του Αμβούργου, όπου διετέλεσε για πολλά χρόνια κυβερνήτης/δήμαρχος, ο Όλαφ Σολτς είχε τους πάντες απέναντί του. «Αν η Ρωσία είναι η καταιγίδα, η Κίνα είναι η κλιματική αλλαγή. Η καταιγίδα θα περάσει, αλλά η κλιματική αλλαγή θα μείνει», προειδοποίησε ο επικεφαλής των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, Τόμας Χάντενβαγκ, μιλώντας στην Bundestag. Στο ίδιο πνεύμα, το υπουργείο Εξωτερικών, με υπόμνημά του προς το υπουργικό συμβούλιο, αμφισβητούσε την επένδυση, τονίζοντας ότι «αυξάνει δυσανάλογα τη στρατηγική επιρροή στις γερμανικές και ευρωπαϊκές υποδομές μεταφορών καθώς και την εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα».

Με το υπόμνημα, στο οποίο αναφερόταν μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι η ίδια η Κίνα δεν επιτρέπει αντίστοιχες επενδύσεις στους Ευρωπαίους, συμφώνησαν το υπουργείο Οικονομίας του Ρόμπερτ Χάμπεκ και όλα τα υπουργεία υπό την ηγεσία των Φιλελεύθερων (FDP). Ακόμη σαφέστερα, σε επιστολή του προς την καγκελαρία, το υπουργείο Οικονομικών κάνει λόγο για «μοιραίο οικονομικό και γεωπολιτικό μήνυμα».

      Μοναδική γραμμή άμυνας του Όλαφ Σολτς σε όλη αυτή την κριτική είναι το επιχείρημα περί «ασήμαντου» ποσοστού των Κινέζων στον φορέα εκμετάλλευσης του τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων Tollerort της Λιμενικής Αρχής του Αμβούργου. Η Cosco ζητούσε το 35% και τελικά μπορεί να αγοράσει μόνο το 24,9%, το οποίο δεν της εξασφαλίζει στρατηγική επιρροή, επαναλάμβανε διαρκώς ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Μόνο λίγες ώρες αργότερα, η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, επικαλούμενη κυβερνητικούς κύκλους, αποκάλυπτε ότι έτοιμη να εγκριθεί είναι και η εξαγορά από επιχείρηση κινεζικών συμφερόντων της εταιρίας κατασκευής μικροτσίπ ELMOS, στο Ντόρτμουντ. Και σε αυτή την περίπτωση, οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες ζήτησαν από την κυβέρνηση να μην συναινέσει, αναφερόμενες στον κίνδυνο εξάρτησης από την Κίνα στην αγορά των ημιαγωγών.

      «Ο καγκελάριος δεν θέλει να εξοργίσει τον αυτοκράτορα», γράφει η Frankfurter Allgemeine Zeitung. Και οι γερμανικές επιχειρήσεις όμως, με το βλέμμα στις εγκαταστάσεις παραγωγής τους, αλλά και στην τεράστια αγορά, προειδοποιούν για τους κινδύνους από το «China bashing» και προφανώς δεν είναι έτοιμες να απαρνηθούν τις ευνοϊκές συνθήκες που τις έφεραν στην Κίνα εξ αρχής. «Είναι σημαντικό να υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των χωρών, να ακούμε τις ιδέες και τις απόψεις και των δύο πλευρών», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της VW Όλιβερ Μπλούμε, ο οποίος θα συνοδεύει τον Όλαφ Σολτς στο ταξίδι του. Ενδεικτικά, η εταιρία του είναι η πρώτη σε πωλήσεις αυτοκινητοβιομηχανία στην Κίνα. Τέσσερα στα δέκα αυτοκίνητα που πωλούνται στη χώρα προέρχονται από τον Όμιλο της VW, ο οποίος απασχολεί επιτόπου περισσότερους από 100.000 εργαζόμενους.

«Μια κινεζική εταιρία με έδρα το Βόλφσμπουργκ»: έτσι περιγράφει σκωπτικά το Spiegel την ιστορική αυτοκινητοβιομηχανία. Η φαρμακευτική Μerck, με 4600 εργαζόμενους στην Κίνα, περιλαμβάνεται επίσης στην αποστολή του καγκελάριου και τόνισε ότι «έχει συναίσθηση των τρεχουσών γεωπολιτικών προκλήσεων, αλλά και της ανάγκης για απευθείας και εποικοδομητικό διάλογο». Η δε BASF ανακοίνωσε περικοπές προσωπικού και μείωση παραγωγής στην Ευρώπη και ενίσχυση της επένδυσής της στην Κίνα, με βασικό κριτήριο το κόστος. Έτσι ακριβώς όπως η γερμανική βιομηχανία στήριξε τις προηγούμενες δεκαετίες την ανάπτυξή της στη φθηνή ρωσική ενέργεια…

      Σε κάθε περίπτωση, η επίσκεψη στην Κίνα, η οποία θα γίνει αυθημερόν -υποτίθεται λόγω των αυστηρών μέτρων περιορισμού της πανδημίας που λαμβάνει η χώρα- για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποτελεί μια εξαιρετικά επικίνδυνη άσκηση ισορροπίας – εντός και εκτός Γερμανίας. Από τη μία πλευρά, ο Όλαφ Σολτς επιδιώκει να ενισχύσει τους επιχειρηματικούς δεσμούς με τους Κινέζους, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσει την ανάγκη μεγαλύτερης αυτονομίας της χώρας του και της Ευρώπης. Σα να μην έφτανε αυτό, την ώρα που το Βερολίνο επιδιώκει την επαναπροσέγγιση με το Πεκίνο, οι ΗΠΑ εμπεδώνουν τη σχέση αντιπαλότητας με την Κίνα, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να αποφασίσει ποιο είναι το συμφέρον της.

«Είναι ξεκάθαρο ότι δε θέλουμε να είμαστε αφελείς, αλλά ούτε και να μπούμε στη λογική μιας συστηματικής αντιπαράθεσης με την Κίνα», δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, συντηρώντας την ασάφεια. Επιπλέον, το Βερολίνο και το Παρίσι φαίνονται αποφασισμένα να «απαντήσουν» στα μέτρα αθέμιτου ανταγωνισμού, με τα οποία η Ουάσιγκτον επιδιώκει να πείσει επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν την Ευρώπη και να εγκατασταθούν στις ΗΠΑ. Ο γάλλος πρόεδρος περιέγραψε την κατάσταση με γλαφυρό τρόπο: «Έχουμε την Κίνα που προστατεύει τη βιομηχανία της, έχουμε τις ΗΠΑ που προστατεύουν τη βιομηχανία τους και έχουμε και την Ευρώπη που είναι ξέφραγο αμπέλι». Ο Εμανουέλ Μακρόν φαίνεται τουλάχιστον να αντιλαμβάνεται ότι οι άλλες υπερδυνάμεις προετοιμάζονται ακόμη και για το τέλος της παγκοσμιοποίησης, του μοντέλου στο οποίο στηρίχθηκε τόσα χρόνια η οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας. Το ζητούμενο πλέον είναι η αυτάρκεια και όχι η συνέργεια και οι ΗΠΑ μάλλον προηγούνται σε αυτή την κούρσα, καθώς διαθέτουν πετρέλαιο, φυσικό αέριο και το διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Μπόνους: σχεδόν όλες οι μεγάλες εταιρίες ψηφιακής τεχνολογίας βρίσκονται σε αμερικανικό έδαφος. Αντίστοιχα η Κίνα αγοράζει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία και το Ιράν, ενώ έχει προ πολλού αποκηρύξει Twitter, Facebook και Google.

Οι ελλείψεις της αφορούν τη μηχανολογία και τα χημικά – κλάδους στους οποίους διαπρέπουν οι Γερμανοί και για αυτό λοιπόν το Πεκίνο έχει κάθε συμφέρον να συνδέσει τα συμφέροντά τους μαζί του.

      Ο πρώην πρέσβης της Γερμανίας στο Πεκίνο Μίχαελ Κλάους, σήμερα μόνιμος αντιπρόσωπος του Βερολίνου στην ΕΕ, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι «πολλά εξαρτώνται από τα επόμενα βήματα της Κίνας, ειδικά σε ό,τι αφορά τη Ρωσία και την Ταϊβάν». Με άλλα λόγια, θα συνεχίσει το Πεκίνο να στηρίζει έστω σιωπηλά τη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία; Θα κλιμακώσει στρατιωτικά τις απειλές του προς την Ταϊβάν; Σε μια τέτοια περίπτωση, πώς θα απαντήσουν οι Ευρωπαίοι και πώς θα λειτουργήσει η κινεζική παρουσία στην Ευρώπη;

      Στα γερμανικά ΜΜΕ, η οργή για τη στάση του Όλαφ Σολτς ξεχειλίζει: «Μια επιπόλαιη συμφωνία θα ήταν αφελής και επικίνδυνη», αναφέρει σε σχόλιό της η Γερμανική Ραδιοφωνία. «Η Γερμανία συντηρεί το ταμπού της Ταϊβάν και υποκλίνεται στον Σι», γράφει η Welt. «Ο Όλαφ Σολτς δεν εγκαταλείπει την Κίνα. Θα μάθει ποτέ η Ευρώπη;», διερωτάται το Politico. Στο ίδιο πνεύμα εκφράστηκε ακόμη και ο γερμανός ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος έχει στο παρελθόν απολογηθεί για τα λάθη του στην πολιτική του Βερολίνου έναντι της Ρωσίας. «Πρέπει να συναχθούν συμπεράσματα από τα λάθη της γερμανικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας.

Δεν πρέπει να έχουμε πλέον εμπιστοσύνη ότι μέσω των εμπορικών συναλλαγών θα επέλθουν οι αλλαγές που επιθυμούμε. Οι οικονομικές σχέσεις δεν καταλήγουν αυτομάτως σε πολιτική προσέγγιση», παραδέχθηκε ο κ. Σταϊνμάιερ και ζήτησε από την κυβέρνηση να περιορίσει τις μονομερείς εξαρτήσεις – και έναντι της Κίνας.

      Ο καγκελάριος πάντως θα θυμηθεί οπωσδήποτε να θέσει και ζήτημα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Πεκίνο. Ακόμη και έτσι ωστόσο κανείς δεν ανησυχεί μήπως χαλάσει η ωραία ατμόσφαιρα…

      

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Για να ενημερώνεστε πάντα πρώτοι!

Κάνε εγγραφή στο Newsletter μας και απόκτησε πρόσβαση στα νέα πριν από όλους τους άλλους.