Στους άγραφους νόμους που μετρούν την παλικαριά σε μιλιμέτρ, ήταν ο «άρχοντας» της νύχτας, που έχτισε γρήγορα τον μύθο του ως νταής και νταβατζής. Το τέλος του, που σφραγίστηκε από αστυνομικά πυρά, δεν έσβησε την φήμη που τον ακολουθούσε
Νίκος Τσέφλιος// Action Press
Όταν έπεφτε το σκοτάδι στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η σκιά ενός ψηλού αδύνατου άνδρα «φούσκωνε» περισσότερο από τις άλλες. Δεν δίσταζε να τραβήξει όπλο ή απλώς να το αφήσει πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο ποτό του, στέλνοντας «μήνυμα» στους επιχειρηματίες και τους θαμώνες των νυχτερινών κέντρων για το ποιος κάνει κουμάντο.
Είχε υπό την «προστασία» του δεκάδες μαγαζιά, αλλά και ιερόδουλες, από τις οποίες έπαιρνε όλες τις εισπράξεις. Αποσπούσε χρήματα με εκφοβισμούς και απειλές, ακόμη και από την «ζυμωμένη» στη νύχτα, Μπέμπα Μπλανς. Η γνωστή τραγουδίστρια έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τους άνδρες του Αστυνομικού Τμήματος Παγκρατίου να κοιμηθεί εκεί μερικά βράδια, επειδή κάποιος την απειλούσε ότι θα της χαρακώσει το πρόσωπο. Δεν τον κατονόμασε, επειδή, όπως είπε, φοβόταν για τη ζωή της, αλλά όλοι είχαν καταλάβει ποιος ήταν…
Στην κορυφή της «νύχτας»
Ήταν κοινή διαπίστωση ότι η απληστία και η σιγουριά ότι ήταν «άτρωτος» ήταν τα μοιραία λάθη του 30χρονου Γιάννη Γκουλιόβα, του όμορφου νεαρού με τα γένια, που καταγόταν από το Αιγίνιο Πιερίας, το χωριό του Νίκου Κοεμτζή.
Έως εκείνο το ξημέρωμα που έπεσε νεκρός από αστυνομικά πυρά, ο επιχειρηματικός κόσμος της νύχτας στεκόταν «προσοχή» στο πέρασμα του ανθρώπου, που στα 18 του χρόνια, τον Ιούλιο του 1965, συνελήφθη για πρώτη φορά για κλοπή μοτοσικλέτας, που είχε διαπράξει όταν ήταν μόλις 16 και αναρριχήθηκε γρήγορα στην κορυφή της ιεραρχίας της νύχτας. Το ποινικό του μητρώο γέμισε με καταδίκες για αδικήματα όπως διενέργεια τυχερών παιγνίων, παράνομη οπλοφορία, κλοπές, φθορά ξένης περιουσίας, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, οπλοχρησία, αντίσταση κατά της αρχής, ακόμη και απόδραση από το αναμορφωτήριο του Κορυδαλλού. Στη φυλακή του άρεσε να επαναλαμβάνει τη φράση του Γάλλου αναρχικού και κακοποιού Κλεμάν Ντιβάλ: «Ο αστυφύλακας με συνέλαβε εν ονόματι του νόμου κι εγώ τον χτύπησα εν ονόματι της ελευθερίας»!
Ο «Σαλονικιός», όπως τον ήξεραν όλοι, κυκλοφορούσε με ακριβά αυτοκίνητα, έκανε τον τραγουδιστή, τον μεταφραστή ή τον «παπατζή» στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια, στοιχημάτιζε στον Ιππόδρομο και ξημερωνόταν στις λέσχες, ποντάροντας στην πόκα το εύκολο χρήμα που κέρδιζε εκβιάζοντας καταστηματάρχες και εκμεταλλευόμενος ιερόδουλες.
«Ένιωθε άτρωτος»
Ξημερώνοντας 26 Φεβρουαρίου 1973, μόλις 24 ώρες μετά το μακελειό με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κοεμτζή στη «Νεράιδα της Αθήνας», προκάλεσε σοβαρό επεισόδιο μέσα στο νυχτερινό κέντρο «Ρεγγίνα», στην οδό Μηθύμνης 32 στην Κυψέλη, όπου μέχρι πρότινος τραγουδούσε. Πήγε να ζητήσει το λόγο από τον ιδιοκτήτη που τον είχε απολύσει και μαχαίρωσε τον μετρ του καταστήματος Ηλία Μυγδάλη 27 χρόνων. Συνελήφθη την επόμενη ημέρα έξω από το καμπαρέ «Αρζεντίνα», στη συμβολή των οδών Ζήνωνος και Μενάνδρου στην Ομόνοια.
Όταν κατά την προσαγωγή του στα δικαστήρια τον πλησίασαν οι φωτορεπόρτερ, αναστάτωσε τον τόπο, φωνάζοντάς τους να μείνουν μακριά, επειδή ήταν αξύριστος και αχτένιστος! Πάντως στους δημοσιογράφους ήταν λαλίστατος. Είπε ότι ο υπεύθυνος του καταστήματος ήταν φίλος του και δήλωσε μετανιωμένος. «Εγώ δεν κουβαλάω ούτε νυχοκόπτη», πρόσθεσε. Στην απολογία του στον ανακριτή παρουσίασε τη δική του εκδοχή και ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν τίποτα από το ποτό.
Ο επίλογος
Πέρασαν τέσσερα χρόνια «βουτηγμένα» στην παρανομία, όταν τα ξημερώματα της 29ης Σεπτεμβρίου 1977 ο Γιάννης Γκουλιόβας έπεσε νεκρός από το υπηρεσιακό περίστροφο ενός αστυνομικού, τον οποίο απειλούσε να σφάξει, μέσα στο Σύλλογο Ελλήνων Ηθοποιών – Καλλιτεχνών, στην οδό Σύρου 13 στην Κυψέλη.
Δύο ημέρες νωρίτερα, είχε ξεφύγει από ένα άλλο μπαρ, το «Saloon Greek» του επιχειρηματία Γιώργου Μαρκουλάκη, στην οδό Φυλής 47, όπου πήγε να διασκεδάσει, αφήνοντας το αυτοκίνητό του στη μέση του δρόμου. Τόσο δυνατός αισθανόταν, που δεν τον ένοιαζε ότι είχε σταματήσει την κυκλοφορία! Διερχόμενοι οδηγοί που εγκλωβίστηκαν στο στενό δρομάκι ειδοποίησαν την Αστυνομία και λίγο αργότερα ένα περιπολικό έφτασε στην περιοχή.
Το πλήρωμα αναζήτησε τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου και όταν ο «Σαλονικιός» είδε τους αστυνομικούς να μπαίνουν στο μπαρ, προσπάθησε να «ξεφορτωθεί» το όπλο του, πετώντας το πίσω από ένα ψυγείο. Χτύπησε έναν απ’ αυτούς με μπουκάλι και βγήκε τρέχοντας στο δρόμο. Πάτησε γκάζι και τράπηκε σε φυγή, παρά την προσπάθεια του δεύτερου αστυνομικού να «γαντζωθεί» από την πόρτα του αυτοκινήτου και να πυροβολήσει τον οδηγό. Θρυμμάτισε το παρμπριζ, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει τον Γκουλιόβα.
Η Άμεση Δράση δεν σταμάτησε στιγμή να τον αναζητεί. Μπορεί να επέβαλε το δικό του «νόμο» στη νύχτα, αλλά είχε αποκτήσει και πολλούς εχθρούς, που δεν άργησαν να τον «δώσουν».
Όταν λίγο πριν από τις 6 τα ξημερώματα έφτασε η πληροφορία ότι έπαιζε πόκα στη λέσχη των καλλιτεχνών στην Κυψέλη, τέσσερα περιπολικά έσπευσαν μέσα σε λίγα λεπτά στην οδό Φυλής και περικύκλωσαν το κτίριο. Τρεις αστυνομικοί μπήκαν μέσα και αφού βεβαιώθηκαν ότι αυτός που αναζητούσαν βρισκόταν εκεί, ανάμεσα σε άλλα 13 άτομα που έπαιζαν χαρτιά και ζάρια, τον ακινητοποίησαν, παρά την προσπάθειά του να ξεφύγει τρέχοντας προς το παράθυρο της τουαλέτας. Με μια απότομη κίνηση, ο «Σαλονικιός» κατάφερε να τραβήξει ένα μαχαίρι με λάμα 30 εκατοστών. Προσπάθησε να επιτεθεί εναντίον τους και τότε ο 36χρονος αστυφύλακας Γιώργος Βερύκιος τον πυροβόλησε και τον έριξε νεκρό. Ήταν ο επίλογος της σύντομης και ταραχώδους ζωής του…
Σε μια τσέπη είχε μικροποσότητα χασίς, ενώ κάτω από τα τραπέζια της λέσχης βρέθηκαν ένα αμφίστομο μαχαίρι και ένα στιλέτο, με χαραγμένη στη λεπίδα μια μαντινάδα: «Μαχαίρι κρητικό κρατώ που δεν σηκώνει αστεία, πρόσεχε μάνας γέννημα μην δώσεις την αιτία». Οι θαμώνες, που κλήθηκαν για κατάθεση, «δεν ήξεραν» γιατί ο «Σαλονικιός» είχε πάει εκεί. Τον έτρεμαν, ακόμη και νεκρό! Τρεις μήνες αργότερα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών απάλλαξε τον 36χρονο αστυνομικό από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση.
Ευθύνες στην Αστυνομία
Ο αδελφός του Γιάννη Γκουλιόβα, Γιώργος, που έβγαζε το ψωμί του στις παλαίστρες της Αυστραλίας και ήταν γνωστός στα ρινγκ ως «Μασκοφόρος», σε μια εκδήλωση όπου συμμετείχε η εκδότρια της εφημερίδας «Η Καθημερινή» Ελένη Βλάχου, το 1978 στη Μελβούρνη, αφού άκουσε την ομιλία της, συστήθηκε και την ρώτησε τι γνώριζε για το τέλος του «Σαλονικιού».
Όταν εκείνη απάντησε ότι δεν ήξερε και πολλά πράγματα, ξαναπήρε το λόγο και υποστήριξε ότι τον αδελφό του τον σκότωσαν οι αστυνομικοί, για να διατηρήσουν το μονοπώλιο στην «προστασία»! Τα ίδια επανέλαβε πολλά χρόνια αργότερα, μιλώντας στην εφημερίδα «Documento»: «Όλα αυτά που λένε για το πώς πέθανε ο Γιάννης τα έχει γράψει η Αστυνομία. Ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά, ήταν τραγουδιστής. Τραγουδούσε με την Καίτη Γκρέυ στο μαγαζί που διηύθυνα εγώ όταν ήμουν 23-24 χρόνων. Δεν είχε πάρει ποτέ δραχμή από κανένα μαγαζί… Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα μικτό τμήμα στην Αστυνομία που λεγόταν Ηθών, Λεσχών, Ναρκωτικών. Και αυτοί κάνανε κουμάντο. Ο Γιάννης στάθηκε εμπόδιο στον δρόμο τους…».
Για πολλά χρόνια μια φήμη συνόδευε το τραγούδι «Ο Σαλονικιός» που ερμήνευσε ο Στράτος Διονυσίου, σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου και γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία το 1986. Σύμφωνα με αυτήν, ο δημοφιλής τραγουδιστής γνώριζε τον Γιάννη Γκουλιόβα και γι’ αυτό δέχθηκε αμέσως να το ερμηνεύσει.. Ωστόσο, πολλά χρόνια αργότερα, οι δημιουργοί του τραγουδιού διέψευσαν αυτή τη φήμη.