Τον Μάρτιο του 2021, η Inditex δημοσίευσε μια δήλωση στην ιστοσελίδα της, η οποία ανέφερε ότι «ακολουθούμε μια προσέγγιση μηδενικής ανοχής για την καταναγκαστική εργασία οποιουδήποτε είδους και εφαρμόζουμε αυστηρές πολιτικές και ενέργειες για να διασφαλίσουν ότι δεν θα λάβει χώρα πουθενά στην αλυσίδα εφοδιασμού μας».
Η δήλωση αυτή υπήρχε στην ιστοσελίδα της εταιρείας μέχρι τις 25 Μαρτίου του περασμένου έτους και αφαιρέθηκε την επόμενη μέρα. Πολλές δηλώσεις που διαχωρίζουν μεγάλα brand από τα εργοστάσια καταναγκαστικής εργασίας στο Xinjiang είχαν κυκλοφορήσει, μετά από αντιδράσεις που έπληξαν πολλές μάρκες γρήγορης μόδας, όπως η Zara, σχετικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού τους στη βορειοδυτική περιοχή της Κίνας.
Ομοίως, η μάρκα H&M είχε αφαιρέσει επίσης μια δήλωση που καταδίκαζε την καταναγκαστική εργασία στο Xinjiang, λόγω υποτιθέμενης αντιπαράθεσης με την Κίνα για τις αλυσίδες εφοδιασμού της στην περιοχή.
Αυτή η ενέργεια είναι απλώς ένα παράδειγμα μιας από τις πολλές μάρκες, όπως η H&M, που έχουν απορρίψει δηλώσεις λόγω πίεσης από την Κίνα σχετικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού της και την προμήθεια βαμβακιού στην περιοχή Xinjiang.
Από το 2016 η περιοχή είναι γεμάτη με στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και επανεκπαίδευσης, με περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της να αποτελείται από Ουιγούρους Μουσουλμάνους.
Ωστόσο, παρά τη λογοκρισία, τα στρατόπεδα εργασίας στη Xinjiang υποβάλλουν τους εργαζόμενους σε κακές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, σωματική και ψυχική κακοποίηση και αναγκαστική στείρωση για τις γυναίκες.
Ένα άλλο παράδειγμα καταχρήσεων που λαμβάνουν χώρα σε αλυσίδες εφοδιασμού είναι τα εργοστάσια της Zara στη Βραζιλία. Ο λιανοπωλητής μόδας προμηθεύεται ρούχα από εργοστάσια της Βραζιλίας που έχουν εμπλακεί σε σύγχρονες συνθήκες δουλείας με εργάτες που εργάζονται έως και 16 ώρες την ημέρα.
Σύμφωνα με τις έρευνες που διεξήχθησαν τα τελευταία οκτώ χρόνια, το εργαστήριο της Βραζιλίας είχε διακινδυνεύσει η Zara να μπει σε έναν κατάλογο εταιρειών που απασχολούν εργαζόμενους σε συνθήκες σκλάβων.
Το ImpACT International for Human Rights Policies ζήτησε να διασφαλιστεί ότι η πλήρης διαφάνεια ενσωματώνεται στις εργασιακές πολιτικές της Zara, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι προστατεύονται σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού παραγωγής και ότι οι πελάτες γνωρίζουν τη διαδικασία παραγωγής πίσω από τα προϊόντα που αγοράζουν.
Διαβάστε περισσότερα εδώ.
Η H&M έχει λανσάρει χρόνια τώρα ρούχα με τις ετικέτες Conscious και Conscious Exclusive, για να υπογραμμίσει την χρήση ανακυκλωμένων υλικών, όμως το ποσοστό τους δεν υπερβαίνει ποτέ το 10% στο νέο προϊόν.
Πιο συγκεκριμένα, μόνο το 5 έως 10 τοις εκατό των συλλεγόμενων ρούχων ανακυκλώνεται σε ίνες που τελικά δημιουργούν νέα ρούχα. Το υπόλοιπο «ανακυκλώνεται» σε προϊόντα χαμηλότερης αξίας, όπως η μόνωση.
Και σε όλες τις επωνυμίες της H&M, μόνο το 0,7 τοις εκατό των υλικών που χρησιμοποιούνται σε νέα ρούχα έχει ανακυκλωθεί, σύμφωνα με την έκθεση βιωσιμότητας της εταιρείας για το 2016.
Διαβάστε περισσότερα εδώ.
Το 2018, η H&M ανακοίνωσε ότι διαθέτει αποθέματα σε απούλητα ρούχα που ισοδυναμούν με 4,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ πολλά από αυτά τα ενδύματα πουλήθηκαν στη συνέχεια σε μειωμένες τιμές.
Διαβάστε περισσότερα εδώ.
Στην έρημο Ατακάμα της Χιλής, το πιο ξηρό μέρος του πλανήτη, κάθε μέρα σχηματίζονται νέοι λόφοι όχι από άμμο, αλλά από ρούχα.
Η βιομηχανία μόδας βρίσκεται στην δεύτερη θέση των πιο ρυπογόνων βιομηχανιών του κόσμου με ετήσια έσοδα για το 2021 κοντά στο 1 τρις και αναμένεται άνοδος 4% για κάθε έτος από το 2022 έως το 2030.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της εταιρείας προς τους καταναλωτές της για τις φιλικές περιβαλλοντικές μεθόδους που ακολουθούνται, η Shein δεν παρέχει καμία απόδειξη για αυτό. Αντιθέτως, η παραγωγή των ρούχων της βασίζεται στο νάιλον και τον πολυεστέρα, δύο φθηνά υλικά που ευθύνονται τόσο για την μόλυνση του αέρα, όσο και των υδάτων και κυρίως δεν διασπώνται στο περιβάλλον.
Τα Zara που ανήκουν στον όμιλο Inditex (Zara, Bershka, Stradivarius, Massimo Dutti, Oysho, Pull & Bear, Uterque), έχουν κατηγορηθεί με στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Κίνα και την Βραζιλία, για παράνομη εργασία ανήλικων Σύριων μεταναστών στην Τουρκία που εργάζονταν παράνομα, αλλά και για ανήλικα κορίτσια στο Μπαγκλαντές, που εργάζονται σε άθλιες συνθήκες.
Μπροστά στον ανταγωνισμό και την επιθυμία για αύξηση των κερδών, εκτός από τον πολυεστέρα και το νάιλον, οι εταιρείες προτιμούν την χρήση βισκόζης, ως την φθηνότερη εναλλακτική του μεταξιού και πιο οικολογική αφού παράγεται από πολτό ξύλου. Υπάρχουν ελάχιστες εταιρείες παραγωγής βισκόζης στον κόσμο, με τις μεγαλύτερες στην Ινδία, την Κίνα και την Ινδονησία, όπου υπάρχουν αποδείξεις ότι οι κατασκευαστές απορρίπτουν ακατέργαστα λύματα, τα οποία μολύνουν τις τοπικές λίμνες, τα ποτάμια και τον υδροφόρο ορίζοντα.
Για την παραγωγή της βισκόζης χρειάζονται δυνατοί διαλύτες, ο πιο επικίνδυνος εκ των οποίων είναι o διθειούχος άνθρακας. Ο διθειούχος άνθρακας ανακατεύεται με τον πολτό και μετά πλένεται με θειικό οξύ για να πάρει την μεταξένια υφή. Τα δύο αυτά χημικά με την ανάμειξή τους προκαλούν δηλητηριώδεις ατμούς και αφήνουν επικίνδυνα χημικά στο νερό με καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Η βιομηχανία, για να εξαγοράσει τις συνειδήσεις των καταναλωτών μετά από κριτικές, υποσχέθηκε την χρησιμοποίηση ανακυκλώσιμων υλικών.
Αλλά ακόμη κι έτσι, το πρόβλημα για τις εταιρείες παραμένει. Το 2018, η H&M έμεινε με απούλητα ρούχα αξίας 4,3 δις δολαρίων. Ακόμη και με τις προσφορές ή τις εκπτώσεις, ο όγκος απούλητων ρούχων που μένουν σε κάθε εταιρεία είναι τεράστιος