Θέμα γοήτρου για την Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ο εντοπισμός του επικηρυγμένου κακοποιού. Ορόσημο για την υπόθεση αποτελεί μια διαπίστωση και ένα λάθος για τις υπηρεσίες ασφαλείας που έχουν αναλάβει να φέρουν σε πέρα αυτή την αποστολή. Η «επέτειος» της μεγάλης απόδρασης κάνει το θέμα πιο επίκαιρο από ποτέ.
ActionPress Team
Από τις 6 Φεβρουαρίου του 2011, που αστυνομικοί βρέθηκαν για τελευταία φορά απέναντι από τον νούμερο ένα επικηρυγμένο Έλληνα κακοποιό, Βασίλη Παλαιοκώστα, κανένας δεν είναι σε θέση ακόμη και να εκτιμήσει που βρίσκεται ο περιβόητος «φαντομάς». Σε έναν τυχαίο έλεγχο στην περιοχή της Αράχοβας, επιχείρησαν να ελέγξουν ένα ύποπτο όχημα που διαπίστωσαν πως ήταν κλεμμένο, όταν όμως το απέκλεισαν δέχθηκαν βροχή πυροβολισμών από Καλάσνικοφ. Λίγες ώρες αργότερα από δακτυλικά αποτυπώματα διαπίστωναν ότι επρόκειτο για τον Παλαιοκώστα ενώ αργότερα ανακάλυψαν ότι είχε περάσει και από σταθμό αυτοκινήτων, όπου μαζί με τον συνεργό του αγόρασαν καφέ.
Η διαπίστωση, όπως λένε σήμερα πλέον, έμπειρα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. ήταν πως ο Βασίλης Παλαιοκώστας ήταν αποφασισμένος να μην πέσει στα χέρια αστυνομικών, ούτε καν να βρεθεί απέναντί του, αφού πιστεύει πως εάν τον βρουν θα τον σκοτώσουν. Και αυτό μετά την περίφημη «ενέδρα στο Αλεποχώρι», στις 14 Απριλίου 2009, όταν ομάδες αστυνομικών κατάφεραν να τον εντοπίσουν να οδηγεί ένα τζιπ, το οποίο γάζωσαν με αυτόματα όπλα. Τότε ο Παλαιοκώστας έγινε καπνός στο δάσος. Σε επιστολή που είχε στείλει τότε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, ο καταζητούμενος ανέφερε μεταξύ άλλων: «…Οι τύποι άνοιξαν ομαδόν πυρ κατά ριπάς με τα υποπολυβόλα και τα πιστόλια, σημαδεύοντας στο ψαχνό (τα μόνα που έμειναν άθικτα ήταν τα λάστιχα του αυτοκινήτου μου).
Από τη μεγάλη εμπειρία που διαθέτω σε καταστάσεις έντονης πίεσης, είμαι κάτι παραπάνω από σίγουρος πως ρίχτηκαν τουλάχιστον 150 σφαίρες σε 15 δεύτερα (όσο και κράτησε το όλο σκηνικό). Και κάποιες από αυτές πιθανότατα έπληξαν και το αυτοκίνητο του ανυποψίαστου πολίτη ο οποίος βρισκόταν μέσα σε αυτό.
Αυτοί οι αδίστακτοι, οι τυφλοί δολοφόνοι της ΕΛ.ΑΣ ήταν αποφασισμένοι να υλοποιήσουν στο ακέραιο την εντολή που είχαν λάβει από τη φυσική και πολιτική τους ηγεσία. Εντοπίστε τον και σκοτώστε τον….».
Το λάθος ήταν η «αναγνώριση» του Παλαιοκώστα μετά το επεισόδιο στην Αράχοβα, από τις κάμερες του καφέ. Αξιωματικός επικεφαλής κομβικής υπηρεσίας στις έρευνες, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος που καταγράφηκε να αγοράζει τους καφέδες που βρέθηκαν μέσα στο κλεμμένο αυτοκίνητο του Παλαιοκώστα ήταν ο ίδιος, έχοντας αλλάξει δραματικά τα χαρακτηριστικά του με πλαστικές επεμβάσεις. Όμως τελικά αποδείχθηκε πως δεν ήταν αυτός. Επρόκειτο για τον συνεργό του, ενεργό αντιεξουσιαστή ο οποίος επίσης καταζητείτο και είχε αλλάξει ελαφρώς τα χαρακτηριστικά του με μπότοξ και προσθετική μαλλιών!
Έτσι λοιπόν οι έρευνες λοξοδρόμησαν αφού πλέον οι αστυνομικοί έψαχνα έναν Παλαιοκώστα που δεν έμοιαζε με τον Παλαιοκώστα!
Γιατί στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξαν ουσιαστικές και αξιόπιστες πληροφορίες ούτε για πλαστικές επεμβάσεις, ούτε για την δημιουργία οικογένειας που τον έκανε να επισκέπτεται συχνά τον Πειραιά για να δει το παιδί του ντυμένος ιερέας, ούτε για την ίδρυση βιοτεχνίας γαλακτοκομικών προϊόντων στην Βουλγαρία, σενάρια που κυκλοφορούσαν μεταξύ πολλών άλλων.
Η σοβαρότερη έρευνα για τον εντοπισμό του επικηρυγμένου με 1.000.000 ευρώ κακοποιού, έγινε από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, μετά την δολοφονία του υπασπιστή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, Γιώργου Βασιλάκη με παγιδευμένο δέμα, στον εξωτερικό φάκελο του οποίου είχε βρεθεί παλαμικό αποτύπωμα του, στις 24 Ιουνίου του 2010, και αφού ο ορυμαγδός των μύθων και των σεναρίων, υπό μορφή πληροφοριών κόπασε.
Οι αξιωματικοί που την ανέλαβαν ήταν πεπεισμένοι πως μετά την εξέλιξη αυτή ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα είχε επαφές μόνο με άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου και δεν θα εμπιστευόταν ποινικούς για να κρυφτεί. Όμως παρά τις εκατοντάδες έρευνες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια σε σπίτια και «γιάφκες» μελών τρομοκρατικών και αντιεξουσιαστικών ομάδων, για διάφορες υποθέσεις, δεν βρέθηκε το παραμικρό ίχνος του. Όχι μόνο δακτυλικά αποτυπώματα ή άλλα χειροπιαστά στοιχεία, αλλά ούτε μια αναφορά του ονόματός του σε επικοινωνία, ένα σημείωμα σε ένα κομμάτι χαρτί. Τίποτα!
Αντίστοιχο κενό και σε κάθε πληροφοριακό δελτίο που ζητήθηκε από χώρες με τις οποίες συνεργάζεται αστυνομικά η Ελλάδα, όπως η Βουλγαρία, η Σερβία, τα Σκόπια και η Αλβανία.
Πλέον τα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής είναι πεπεισμένα πως ο Παλαιοκώστα έχει βρει καταφύγιο σε κάποια από τις δύο χώρες της Δυτικής Βαλκανικής που δεν έχουν ιδιαίτερη συνεργασία σε αυτό το επίπεδό και στις οποίες μπορεί να εξαφανιστεί με τα τουλάχιστον 6.000.000 ευρώ που υπολογίζουν πως είχε στην διάθεσή του από απαγωγές και ληστείες. Εικάζουν πως μπορεί να βρίσκεται στο Κόσοβο ή το Μαυροβούνιο. Δηλώνουν δε, βέβαιοι πως δεν πρόκειται ποτέ να ρισκάρει να επισκεφτεί την πατρίδα του.
Το χρονικό της κινηματογραφικής απόδρασης (Νίκος Τσέφιος)
Οι δύο άνδρες που εμφανίστηκαν στον Άγιο Κοσμά και ζήτησαν να κάνουν μια βόλτα με ελικόπτερο της εταιρείας «Air Lift» πάνω από την Αθήνα, πληρώνοντας προκαταβολικά 1.400 ευρώ, δεν επέλεξαν τυχαία το άσπρο με τη μπλε λωρίδα, που έμοιαζε με αυτά της Αστυνομίας. Ούτε διάλεξαν τυχαία την Κυριακή 4 Ιουνίου 2006, που διεξαγόταν το «Ράλι Ακρόπολις» και στον ουρανό της Αττικής πετούσαν τουλάχιστον άλλα 18 ελικόπτερα.
Είχαν το σχέδιό τους και το πέτυχαν με πρωτοφανή τρόπο, απελευθερώνοντας μέσα από τις φυλακές Κορυδαλλού τους βαρυποινίτες Βασίλη Παλαιοκώστα και Αλκέτ Ριζάι! Η απόδραση, εν μέσω θερινής κυριακάτικης ραστώνης, προκάλεσε «σεισμό» στα υπουργεία Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.
«Ποιος επίσημος μάς θυμήθηκε κυριακάτικα», αναρωτήθηκαν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι και οι φύλακες στις σκοπιές του Κορυδαλλού, όταν αντίκρισαν κατά τις 6:30 το απόγευμα ένα ελικόπτερο να πετάει χαμηλά, πάνω από τις φυλακές. Πριν περάσουν λίγα δευτερόλεπτα είδαν τους δύο βαρυποινίτες να τρέχουν στο προαύλιο και να ανεβαίνουν στο ελικόπτερο, στο οποίο, εκτός από τον πιλότο, επέβαιναν άλλοι δύο άνδρες. Πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι γινόταν, το ελικόπτερο χάθηκε πίσω από τις πλαγιές του όρους Αιγάλεω! Λίγα λεπτά αργότερα προσγειώθηκε στο νεκροταφείο του Σχιστού, απ’ όπου οι τέσσερις άνδρες διέφυγαν με δύο μοτοσικλέτες, τύπου «Enduro» προς άγνωστη κατεύθυνση.
Ο πιλότος, ο απόστρατος ταγματάρχης της Αεροπορίας Στρατού Βασίλης Καρίκης, ειδοποίησε την Αστυνομία για την απόδραση και το ακριβές σημείο που είχε προσγειωθεί και στη συνέχεια οδηγήθηκε για κατάθεση στην Ασφάλεια.
Όπως είπε, ενώ πετούσαν πάνω από τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, οι δύο άνδρες τον απείλησαν με μια χειροβομβίδα και ένα πιστόλι και τον υποχρέωσαν να κατευθυνθεί προς τις φυλακές. Όταν προσγείωσε το ελικόπτερο στο Σχιστό, του άφησαν ένα κομπολόι, «δώρο από τον Παλαιοκώστα»!
Το βράδυ οι μοτοσικλέτες βρέθηκαν στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου στον Σκαραμαγκά, σκεπασμένες με κουκούλες και, όπως διαπιστώθηκε, είχαν κλαπεί από την Αργυρούπολη και την Καλλιθέα. Παρέμεινε άγνωστο με τι μέσο έφυγαν από εκεί οι τέσσερις καταζητούμενοι.
«Πρόβα τζενεράλε»
Oι έρευνες της Αστυνομίας αποκάλυψαν τα στοιχεία των δύο ανδρών που οργάνωσαν την απόδραση. Ήταν ο 26χρονος δραπέτης Σπύρος Δραβίλας και ο 30χρονος Αλβανός Τζεντιάν Πάπα. Ο πρώτος είχε μισθώσει το ελικόπτερο και μία εβδομάδα νωρίτερα, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των στελεχών της «Air Lift» και ταυτόχρονα να κάνει «πρόβα τζενεράλε», μια πτήση «αναγνωριστική» των συνθηκών, των μέτρων ασφαλείας και των πιθανών προβλημάτων που θα αντιμετώπιζαν κατά τη διάρκεια της «επιχείρησης». Εμφανίστηκε με ψεύτικα στοιχεία, συνοδευόμενος από τη νεαρή φίλη του και την αδελφή της. Πέταξαν για μισή ώρα πάνω από την Αθήνα και επέστρεψαν. Πλήρωσαν 1.200 ευρώ και ενημέρωσαν ότι θα επαναλάβουν την πτήση τις επόμενες ημέρες.
Η μεγάλη στιγμή
Πράγματι στις 4 Ιουνίου 2006 ο Σπύρος Δραβίλας πήγε και πάλι στον Άγιο Κοσμά. Αυτή τη φορά δεν τον συνόδευαν οι δύο γυναίκες, αλλά ένας άνδρας. Πλήρωσε 1.400 ευρώ και στις 6 το απόγευμα το ελικόπτερο απογειώθηκε για τα βόρεια προάστια και στη συνέχεια για το Σούνιο. Ξαφνικά ο Δραβίλας, που καθόταν πίσω από τον πιλότο, έβγαλε μια χειροβομβίδα και την έβαλε στον αυχένα του. «Γρήγορα στον Κορυδαλλό!», του είπε ο Πάπα. «Τι λέτε ρε παιδιά, δεν γίνεται, θα μας ρίξουν!», απάντησε ο πιλότος. «Γρήγορα στον Κορυδαλλό, θα σου πούμε πού θα κατέβεις», του είπε ο Δραβίλας, ενώ συγχρόνως του ακινητοποίησε το χέρι για να μην ειδοποιήσει μέσω ασυρμάτου για το περιστατικό. «Μη μιλάς γιατί θα σε πετάξω στο κενό και θα πάρω εγώ το ελικόπτερο», του είπε ο Πάπα.
Φτάνοντας στις φυλακές του υπέδειξαν ένα ξέφωτο. Ήταν το προαύλιο της Ε’ Ακτίνας. Το ελικόπτερο προσέγγισε το έδαφος, χωρίς να ακουμπήσει κάτω, διατηρώντας υψηλές στροφές, όταν μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης που είχε σηκώσει το στροφείο ξεπρόβαλαν δύο κρατούμενοι και επιβιβάστηκαν. «Φύγε αμέσως!», του είπαν. «Γρήγορα στο Σχιστό, στο νεκροταφείο!». Λίγο αργότερα το ελικόπτερο προσγειωνόταν σ’ ένα πάρκινγκ. «Μια χαρά τα πήγες, πάρε αυτό το κομπολόι απ’ τον Παλαιοκώστα. Είναι συλλεκτικό, εγώ δεν το χρειάζομαι πια. Και μην τολμήσεις να ξαναβάλεις μπροστά, γιατί όπου και να κρυφτείς θα σε βρω και θα σε σκίσω!», είπε στον πιλότο ο υπ’ αριθμόν 1 καταζητούμενος και σε δευτερόλεπτακαι οι τέσσερις εξαφανίστηκαν με τις δύο μοτοσικλέτες που είχαν αφήσει στο σημείο, εγκαταλείποντας την χειροβομβίδα στα πίσω καθίσματα του ελικοπτέρου.
Η αναγνώριση
Όπως φαίνεται, οι δράστες ήξεραν ότι οι πτήσεις εξ όψεως (VFR), απαγορεύονται μόνο σε τρία σημεία στο λεκανοπέδιο: πάνω από τη Βουλή, πάνω από την Ακρόπολη και 5.000 πόδια πάνω από τις φυλακές Κορυδαλλού. Γι’ αυτό και δύο λεπτά μετά την απογείωση από τον Άγιο Κοσμά έσβησαν τη συσκευή που επιτρέπει στο ραντάρ της πολιτικής αεροπορίας να εντοπίζει τη θέση του. Ήταν τέτοιος ο αιφνιδιασμός και πρωτοφανής ο τρόπος της απόδρασης, που ο αρχιφύλακας του Κορυδαλλού δήλωσε ότι δεν ήξερε πόσοι και ποιοι κρατούμενοι έλειπαν και ότι αυτό θα διαπιστωνόταν από την καταμέτρηση! Δεν χρειάστηκε όμως, καθώς οι συγκρατούμενοι που βρίσκονταν στο προαύλιο, ανέφεραν ότι ο Βασίλης Παλαιοκώστας και ο Αλβανός Αλκέτ Ριζάι ήταν αυτοί που είχαν αποδράσει.